ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ
Στις κοινωνίες των ανθρώπων, δεν υπήρχε πράξη, η οποία να τελείται χωρίς την συνοδεία τραγουδιών. Ολόκληρος ο βίος του ανθρώπου, γέννηση, βάπτιση, αρραβώνας, γάμος, θάνατος, εορτές, πανηγύρια, πόλεμοι, ξενιτιά, αρρώστιες, άθλοι, καθημερινότητα, χειρονακτική εργασία, επαγγέλματα, φύση κ.λπ. υποχρεωτικά συνοδεύονταν και κοσμούνταν από την δημοτική μας μούσα.
Ο Ελληνισμός ηττηθείς, μεν από τους Μωαμεθανούς ως κράτος, έμεινε όμως αήττητο ως Έθνος, και αυτό οφείλεται στην Θρησκεία, την γλώσσα και την παράδοση, τα οποία έμειναν ανεξίτηλα έως την ώρα του μεγάλου λυτρωμού. Ιδίως η δημοτική μας μούσα, συνέβαλε θετικότατα και κατάφερε και αποθανατίσει και να κρατήσει ζωντανή την Ιστορία, την Θρησκεία, το Έθνος και γενικά την Παράδοση.
Η επιβίωση, της Ελληνικής Παραδοσιακής Δημοτικής Μουσικής, δια μέσου των αιώνων και η μετάδοση της, από γενιά σε γενιά, νομίζω ότι βασίστηκε και κινήθηκε κυρίως στον προφορικό τομέα. Ο οποίος, προς διάσωση μέρους αυτής, από την ολέθρια επίδραση του χρόνου, επωμίσθηκε να διασώσει και συνάμα να παραδώσει τα δημοτικά μας τραγούδια, όχι μόνον ως στίχους αλλά και τους σκοπούς των.
Άλλος ένας δευτερεύοντας τομέας, με τεράστια προσφορά και ευθύνη, είναι η περισυλλογή και καταγραφή των στίχων και σε λίγες περιπτώσεις την μουσική αυτών, και έκδοση σε διάφορα βιβλία, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει με την σειρά του και αυτός, από γενιά σε γενιά, πιο άψογα αλλά και με περισσότερους στίχους, τα δημοτικά μας άσματα.
Η προφορική Δημοτική μουσική, πέραν από αυτά τα προτερήματα που την διακρίνουν, μειονέκτησε και συνεχίζει να μειονεκτεί κυρίως στην μη σωστή αναμετάδοση των στίχων των ασμάτων ως έχουν, αλλά όπως είναι αποδεδειγμένο επί το πλείστον, γίνεται ένα συνονθύλευμα λέξεων και μουσικής, που σταδιακά όπως έχουμε διαπιστώσει, αλλοιώνουν την αρχική του μορφή τους, με τραγικά αποτελέσματα ώστε σήμερα να εντοπίζουμε τραγούδια χωρίς νόημα, χωρίς την αρμόζουσα μουσική, αλλά με πλήθος από ιστορικά ή επεισοδιακά και λαογραφικά λάθη. Μόλις τον 18ον αιώνα, η γραπτή παράδοση, άρχισε να κάνει την πρώτα της βήματα, σαν μέσο και μετάδοσης και καταγραφής, με τη λεξιλογική και μουσική καταγραφή των δημοτικών μας ασμάτων.
Η μετάδοση, από περιοχή σε περιοχή και από γενιά σε γενιά, επιτυγχανόταν με την ανθρώπινη φωνή και τα παραδοσιακά μουσικά όργανα και με μια συνεχή επεξεργασία στο στόμα του λαού. Τοιουτοτρόπως, τα δημοτικά μας τραγούδια επιβίωσαν και διαιωνίστηκαν και σήμερα θεωρούνται ο κεντρικός μοχλός της ανάπτυξης και συντήρησης της μουσικής μας παράδοσης. Είναι δε πάρα πολύ δύσκολο και μάλλον αδύνατον ν’ ανιχνευτεί και να προσδιοριστεί η απαρχή των τραγουδιών.
Ωστόσο σε πάρα πολλά απ’ αυτά, όπως μεταδόθηκαν, μεταλλάχθηκαν και συντηρούνται μέχρι σήμερα, επιβιώνουν ιδιώματα ή ανακαλύπτουμε ίχνη παλαιοτέρων εποχών. Επί πλέον, η μουσικολογική έρευνα, της ρυθμικής τους δομής, αποκαλύπτει και προσδιορίζει ατράνταχτα στοιχεία, τα οποία μας οδηγούν στην αρχαιότητα, με ρίζες που έχουν αφετηρία την αρχαιοελληνική μουσική, χωρίς ωστόσο να έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε και το βάθος του χρόνου που φθάνουν οι αρχές τους.
Με τη διαρκή εξέλιξη τους και τον εμπλουτισμό τους με συνεχώς νεότερες, για κάθε εποχή δημιουργίες, έφθασαν μέχρι τις μέρες μας. Ο μηχανισμός παραγωγής τους παρέμεινε ο ίδιος, ζωντανός και μετά την απελευθέρωση και παραμένει αμετάβλητος μέχρι και σήμερα.
Ο λαός πάντοτε χρησιμοποιούσε τα ίδια ποιητικά και μουσικά μοτίβα, για να τραγουδήσει και τα νεότερα ιστορικά γεγονότα της Ελληνικής ζωής, όπως τραγούδησε και τα παλαιότερα. Έτσι, στη νεότερη εποχή, έχουμε τραγούδια για όλους τους μεταγενέστερους πολέμους, μέχρι και την μάστιγα των δύο τελευταίων αιώνων, τον ξενιτεμό, που ο λαός μας τον ονόμασε «μισό θάνατο».
Οι ταλαντούχοι λαϊκοί παραδοσιακοί μουσικοί, δεν έλειψαν από καμία εποχή. Συνεπώς, το δημοτικό τραγούδι, ποτέ δεν έπαψε να γεννιέται. Και σήμερα έχουμε παραγωγή πολλών νέων δημοτικοφανών τραγουδιών. Μόνον που αυτά δεν αναφέρονται σε επεισόδια, σε πολέμους, στην καθημερινότητα και σε λαογραφικά στοιχεία, παρά μόνον, καθώς έχει αποδειχθεί από τις συνεχείς αναλύσεις και καταγραφές, αναλώνονται στον έρωτα, στους καημούς και στον χωρισμό.
Το πλήθος του ρεπερτορίου αυτών των τραγουδιών, κατά κανόνα, είναι επώνυμα. Ενώ, ο λαός επιλέγει εκείνα ακριβώς που τον εκφράζουν, εκείνα που εισδύουν κατ’ ευθείαν στο βάθος της ψυχής του, και κυρίως εκείνα που του σερβίρουν στα μαζικά μέσα ενημέρωσης και σε κάθε περίπτωση, τα τραγουδάει απρόσωπα χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο παρά μόνο για τα ηλεκτρονικά ηχητικά ακούσματά του.
Έτσι, σιγά-σιγά, ξεχνάει δημιουργούς και συνθέτες και τα τραγούδια αυτά, παίρνουν το χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών με τελικό αποτέλεσμα να τα κάνει κτήμα του και σε τελική φάση να τα βαπτίζει πλέον ως δημοτικά τραγούδια. Στα νεότερα αυτά δημοτικά τραγούδια διακρίνουμε δύο κατηγορίες.
1. Στη πρώτη κατηγορία νομίζω ότι περιλαμβάνονται τα τραγούδια που οικοδομούνται ευθύς εξ αρχής με καινούργια μελωδική δομή και καινούργια θεματολογία και το άκουσμα τους είναι εντελώς νέο, με λαϊκή χροιά και δημοτικό ηχόχρωμα. Τα τραγούδια αυτά κυκλοφορούν στο εμπόριο επώνυμα ως νέες δημοτικές συνθέσεις και τραγουδιούνται αδιακρίτως μαζί με τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια. Είναι ευνόητο ότι με το χρόνο, πολλά από τα τραγούδια αυτά, θα περάσουν, ισότιμα με τα παλαιότερα τραγούδια, στο μεγάλο μουσικό χώρο της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης και θα τραγουδιούνται, χωρίς να αναφέρονται πλέον οι δημιουργοί του τραγουδιού, οι οποίοι θα περάσουν πλέον στην ανωνυμία και στη λήθη του παρελθόντος. Αναφερόμαστε βέβαια στις συνθέσεις εκείνες που όντως χαρακτηρίζονται από γνήσια παραδοσιακά στοιχεία Ελληνικού ύφους και ήθους, και διαθέτουν πράγματι αυθεντικά δείγματα ποιητικής και μουσικής δομής. Γιατί στις νεότερες συνθέσεις υπάρχει και ένας μεγάλος, δυστυχώς, αριθμός τελείως ακατάλληλων τραγουδιών που γράφονται για εμπορικούς και μόνο σκοπούς χωρίς να έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό με τα γνήσια δημοτικά μας τραγούδια. Τα τραγούδια αυτά, χωρίς να είναι υπερβολή, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε και «επικίνδυνα» καθόσον με τις ανούσιες μελωδίες τους και τους ανόητους και χαμηλής στάθμης στιχουργικές δομές τους, αλλοιώνουν και νοθεύουν το παραδοσιακό δημοτικό ηχόχρωμα και στην, κυριολεξία, παραχαράσσουν τις Εθνικές μας παραδόσεις. Στην ίδια αυτή «επικίνδυνη» ομάδα συμπεριλαμβάνονται βέβαια και όλα τα, απαράδεκτα από κάθε άποψη, «δήθεν» δημοτικοφανή τραγούδια με το χαρακτηριστικό έντονο ανατολίτικο ηχόχρωμα, τσιφτιτέλια κ.λπ., τα οποία τις περισσότερες φορές είναι διανθισμένα και με την γνωστή επωδό «αμάν-αμάν», που χαρακτηρίζει τους Μικρασιατικούς και Τούρκικους αμανέδες, οι οποίοι αποτελούν ασφαλώς μια άλλη κατηγορία τραγουδιών. Τα τραγούδια του είδους αυτού, τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται, δυστυχώς, στη πρώτη θέση του «ρεπερτορίου» πολλών μουσικών συγκροτημάτων σε «κοσμικές» και παντός είδους, χορευτικές συγκεντρώσεις Συλλόγων, Σωματείων και διαφόρων δημοτικών συγκροτημάτων σε λαϊκά πανηγύρια στην ύπαιθρο και σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Τραγουδιούνται και χορεύονται στο σύντομο ρυθμό του καλαματιανού χορού, είναι πολύ προσιτά στην εκτέλεση και γι’ αυτό, με πολύ ευκολία, σερβίρονται στο λαό σαν δημοτικά τραγούδια. Δυστυχώς αυτά όμως δεν είναι Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα περισσότερα κυρίως, είναι απομιμήσεις ξένων κυρίως ανατολίτικων τραγουδιών και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την Ελληνική μουσική μας, διότι είναι παρείσακτα και μη αποδεκτά από την επίσημη μουσική μας παράδοση.
2. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται εκείνα τα τραγούδια, τα οποία γράφονται με προσαρμογή μιας νέας θεματολογίας πάνω σε κάποιο πολύ γνωστό παραδοσιακό δημοτικό μοτίβο. Έτσι, πολλές φορές, ακούμε μια γνωστή παραδοσιακή μελωδία με ποιητικό κείμενο νεώτερο και σύγχρονο. Αυτό το κάνουν πολλοί νεώτεροι δημοτικοί τραγουδοποιοί καλλιτέχνες γιατί είναι πολύ πιο εύκολο, από το να κάνουν σύνθεση νέων μελωδιών. Η τάση αυτή, που εμφανίζεται πολύ έντονα και με μεγάλη συχνότητα τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει δύο όψεις, την θετική και την αρνητική.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται, με μεγάλη μάλιστα συχνότητα, ένα ανησυχητικό, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, φαινόμενο, όσον αφορά την διατήρηση της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της δημοτικής μας παράδοσης.
Πολλά, πολύ παλαιά, παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια κάνουν την εμφάνιση τους στη σύγχρονη δισκογραφία διασκευασμένα και ριζικά αλλοιωμένα, όσον αφορά τη μελική τους δομή, από νεότερους δημοτικούς καλλιτέχνες τραγουδιστές ή οργανοπαίκτες.
Ιδιαίτερα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ορισμένοι μουσικοί, προσπάθησαν να εναρμονίσουν το δημοτικό μας τραγούδι, να το συγκεράσουν και να μεταβάλουν τον τρόπο ερμηνείας τους, μ’ αποτέλεσμα, οι παραποιημένες αυτές και νοθευμένες μουσικές δημιουργίες, να θυμίζουν περισσότερο δυτικές μελωδίες παρά εικόνες και μορφές της παραδοσιακής Ελληνικής ζωής.
Επίσης διάφοροι καλλιτέχνες μουσικοί δημοτικών τραγουδιών για διαφόρους λόγους εμπορικούς, μουσικούς κ.λπ. μεταποίησαν σημαντικά τους στίχους αρκετών τραγουδιών και τοιουτοτρόπως εξοστράκισαν την αυθεντικότητα και την ιστορικότητα του.
Αναφέρω δυο παραδείγματα παραποίησης δημοτικών τραγουδιών.
Σωστό
«Ο κάμπος μοσχοβόλησε απ’ τα πολλά λελούδια.
Κι εσύ δεν βγαίνεις να σε ιδώ μες την παλιά σου ρούγα…»
Λάθος
«Ο κάμπος ε-πρασίνισε απ’ τα πολλά λουλούδια.
Αμάν, κι εσύ δε βγαίνεις να σε ιδώ, γειτόνισσα καινούργια..».
Σωστό
Σαν πας πουλί μου, στη Φραγκιά, σαν πας στην Αγιά Μαύρα,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, το δόλιο Κατσαντώνη.
Λάθος
Σαν πας πουλί μου στο Μοριά, σαν πας στην Αγιά Λαύρα,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, κι αυτόν τον Κατσαντώνη.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, αφ’ ενός μεν τα τραγούδια αυτά χάνουν το μεγαλείο και τη χάρη της αυθεντικότητας, αφ’ ετέρου δε, ανεξέλεγκτα και εντελώς αυθαίρετα, γίνεται διαστρέβλωση και παραποίηση της Ελληνικής μουσικής μας παράδοσης.
Με τις παραποιημένες και νοθευμένες αυτές, τις δήθεν παραδοσιακές μελωδίες, καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλο κακό γίνεται στη διαμόρφωση του μουσικού αισθητήριου του λαού και κυρίως των νέων ανθρώπων, που αρχίζουν σιγά-σιγά να διαμορφώνουν τη μουσική τους αντίληψη για τη δημοτική μουσική μας παράδοση.
Το κακό όμως δεν εντοπίζεται μόνο σ’ αυτό το σημείο. Επανειλημμένα αντιμετωπίζουμε περιστατικά που αποβλέπουν στην αλλοίωση την παραποίηση και την αδιαφορία για την παράδοση και ιδίως για το τι αντιπροσωπεύει και τι επιδιώκει το δημοτικό μας τραγούδι. Δεν θ’ αναφερθώ σε περιστατικά που συνέβησαν και συμβαίνουν σε άλλες περιοχές αλλά σε δρώμενα που κατέγραψα στον τόπο μας και οπωσδήποτε χρειάζεται ένας μικρός σχολιασμός.
Πρόεδρος Δημοτικού συμβουλίου κατά την ομιλία του, σε επετειακή εκδήλωση την 25ην Μαρτίου, αναφέρθηκε με αντιστασιακά τραγούδια μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Εκπολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών Χορών, σε πολιτιστική εκδήλωση του πλαισιώθηκε για οικονομικούς λόγους από κομπανία Σέρβων. Ενώ ακόμη Πρόεδρος Συλλόγου Φίλων Παραδοσιακού Τραγουδιού κατά την επετειακή εκδήλωση της 25ης Μαρτίου, τραγούδησε και δημοσιεύω όπως ο ίδιος επιγραμματικά ανέφερε: «…το τραγούδι που θα σας ερμηνεύσω το έγραψε και το μελοποίησε ο (τάδε……) και είναι ένα πολύ ωραίο κλέφτικο δημοτικό...».
Ενώ πάλι σε επετειακή εκδήλωση 25ης Μαρτίου, πολιτιστικός σύλλογος βάπτισε και χόρεψε σαν επετειακό, το Ηπειρώτικο τραγούδι της Ξενιτιάς: «Γιάννη μου το μαντήλι σου…»
Τα παραποιημένα αυτά δημοτικά τραγούδια παρουσιάζονται και μάλιστα με τους αυθεντικούς παραδοσιακούς τους τίτλους, ως νεότερες επώνυμες συνθέσεις γνωστών τραγουδοποιών, και μουσικών κομπανιών.
Πολλά παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σχετικά. Πολλά γνήσια παραδοσιακά τραγούδια, κυκλοφορούν και τραγουδιούνται, αρκετά παραποιημένα, ως σύγχρονες συνθέσεις.
Θα πρέπει πάντως να παραδεχθούμε, χωρίς να είμαστε εντελώς απαισιόδοξοι, ότι όλες αυτές οι παρεκκλίσεις και ανοχές, καλλιεργούν και συντηρούν μια, πράγματι, νοσηρή και άκρως ανησυχητική κατάσταση, που έχει άμεση σχέση με την γνησιότητα και την αυθεντικότητα, της διαιωνιζόμενης δημοτικής μουσικής μας παράδοσης.
Η χρησιμοποίηση ποικίλων μουσικών οργάνων για τη συνοδεία και απόδοση των δημοτικών μας τραγουδιών έχει σαν συνέπεια να γινόμαστε μάρτυρες μιας προοδευτικής και σταθερής παραφθοράς και αλλοίωσης των παραδοσιακών ηχοχρωμάτων και των αυθεντικών και γνήσιων ακουσμάτων της δημοτικής μας μουσικής. Αυτό βέβαια έχει και μία ακόμη οδυνηρή συνέπεια. Τα εθνικά παραδοσιακά μας όργανα, λίγο-λίγο, εξαφανίζονται. Η εικόνα της παραδοσιακής ιδίως στεριανής δημοτικής κομπανίας με το κλαρίνο, την φλογέρα, το βιολί, το λαούτο, το σαντούρι και το τουμπελέκι, σιγά - σιγά απομακρύνεται και σε λίγα χρόνια θα μας έρχεται στο νου μας σαν μια ανάμνηση ενός μακρινού παρελθόντος. Στις σημερινές κομπανίες σπάνια συναντούμε βιολί και σχεδόν ποτέ σαντούρι. Ενώ αυτές ενισχύονται, με ντραμς, κιθάρες, ακορντεόν, πλήκτρα (synthesizers) ή keyboards, ηλεκτρικό μπάσο και μ’ άλλα με διάφορα εισαγόμενα και ηλεκτρονικά όργανα. Ακόμη και οι τραγουδιστές της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης, σταδιακά χάνουν, και αυτοί, το χρώμα τους και μεταλλάσσονται σύμφωνα με τις επιταγές των εκάστοτε συμφερόντων. Πολλοί, από τους νεότερους τραγουδιστές των δημοτικών μας τραγουδιών, φαίνεται σαν να στερούνται παραδοσιακών ακουσμάτων αυθεντικών ερμηνειών, από παλαιότερους ερμηνευτές που έχουν αφήσει εποχή στο δημοτικό μας τραγούδι. Δίνουν την εντύπωση, ότι μάλλον δεν έχουν την επίγνωση της ιδιαιτερότητας που έχει η ερμηνεία και απόδοση ενός παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, συγκριτικά με την ερμηνεία ενός έντεχνου κοσμικού τραγουδιού. Βασιζόμενοι στο χάρισμα της φωνητικής τους καλλιέπειας, και ιδιαίτερα στη βοήθεια των σύγχρονων ηλεκτρονικών ηχητικών μέσων, ερμηνεύουν εντελώς τεχνικά και μηχανικά τα δημοτικά μας τραγούδια, και τα αποδίδουν, φωνητικά μεν, εντυπωσιακά, απογυμνωμένα όμως από το μελωδικό ηχόχρωμα και τα χαρακτηριστικά τον λαϊκού ύφους που μαρτυρούν και προσδιορίζουν την γνησιότητα της μελωδίας και που χαρακτηρίζουν τα γνήσια και ανόθευτα δημοτικά μας τραγούδια.
Ακόμη θέλω να επισημάνω το σημερινό «κονσερβοποιημένο» μουσικό πρόγραμμα που χρησιμοποιείται κυρίως σε γάμους, κατά την συνεστίαση που δίδεται σε κέντρα διασκέδασης, μετά το πέρας του μυστηρίου. Μέχρι να εισέλθουν οι νεόνυμφοι στην αίθουσα ακούγεται απαλή ξενόφερτη μουσική. Μετά την είσοδο οι διαδικασίες είναι προκαθορισμένες και ο θεατρινισμός επικρατεί σ’ όλο του το μεγαλείο. μέχρι το πέρας του φαγητού. Έπειτα έρχεται η σειρά του εισαγόμενου χορού «μπλούζ». Το γλέντι, βασικά αρχίζει, όταν αρχίσουν να χορέψουν οι νεόνυμφοι με τους κουμπάρους και τους κοντινούς συγγενείς. Εκεί ακόμη έχει παραγραμματισθεί ποιο τραγούδι θα χορέψει έκαστος, και ποιος θα είναι ο ερμηνευτής. Συνήθως, στον τόπο μας, τον λόγο έχει η κα Έφη Θώδη (ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών) που είναι και η εύκολη λύση, χωρίς να θέλω να μειώσω και να κατηγορήσω την εν λόγω τραγουδίστρια. Έπειτα αρχίζει ένα συνονθύλευμα δημοτικών, δημοτικοφανών, λαϊκών, καγκέλιων, τσιφτετελιών, ανατολίτικων, ρεμπέτικων, ξενόφερτων, (ποτ- πουρί) και αλλοιωμένων τραγουδιών που θυμίζουν λαϊκή εμποροζωοπανήγυρη σ’ εποχές της τουρκοκρατίας. Οι χειριστές των ηλεκτρονικών μηχανημάτων, αναμετάδοσης της μουσικής, νομίζω ότι στερούνται βασικών γνώσεων της δημοτικής μουσικής ή εργάζονται σύμφωνα με τις ταγές της διεύθυνσης του εκάστοτε καταστήματος. Παράδειγμα, όταν κάποιος ανοίξει μια σαμπάνια, τότε αλλάζει το ρεπερτόριο και κάνουν την εμφάνισή τους τα βαριά ζεϊμπέκικα που αποβλέπουν στην αύξηση των εισπράξεων του καταστήματος, αδιαφορώντας καθολικά για την προγραμματισμένη και σωστή ροή του προγράμματος.
Επίσης θέλω να επισημάνω και άλλο ένα περιστατικό που με λύπησε από την συμπεριφορά δασκάλου στην βόρεια ορεινή Ηλεία: σε θάνατο υπερηλικιωμένης γυναίκας, μόλις εισήλθε η αδελφή, ο γιος της εκλιπούσας, δάσκαλος εν ενεργεία που προσποιείται ότι προωθεί την παράδοση τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας, την προειδοποίησε να μην ειπεί κανένα μοιρολόγι για την αδελφή της, διότι αυτό είναι ξεπερασμένο και ανάρμοστο και τέλος της ανέφερε, ότι αν δεν υπακούσει στην εντολή του, θα την έδιωχνε κακήν κακώς από την οικία του. Το τι επακολούθησε μετά ,είναι απερίγραπτο και λυπηρότατο.
Πέραν όλων αυτών όμως πάντοτε θα υπάρχουν λάτρεις και ζηλωτές των εθνικών μουσικών μας παραδόσεων, να συνδράμουν, να προωθούν και να στηρίζουν με κάθε μέσο, μέσα από καταγραφές, από σωματεία, συλλόγους και από διάφορες θέσεις υπηρεσιακές ή ερασιτεχνικές, το πολύτιμο αυτό εθνικό μας ανεξίτηλο μουσικό και μουσειακό κειμήλιο.
Στην εισαγωγή στο βιβλίο μου («Η ΗΛΕΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008), μεταξύ άλλων αναφέρω «…Τα δημοτικά τραγούδια είναι τα χρυσά στολίδια που φοράει μια γυναίκα. Τα σημερινά όμως τραγούδια, είναι σαν τα ψευδοκοσμήματα που λάμπουν, όταν τα φορέσει μια φορά, αλλά μετά τα πετά στη μπιζουτιέρα της και τα ξεχνά, γιατί πέρασε η μόδα τους και πλέον δεν της κάνουν. Ενώ τα χρυσά μένουν και φοριούνται κάθε στιγμή και σε όλες τις περιπτώσεις εμφάνισης και εντυπωσιασμού. Δεν αλλάζει η μόδα τους ποτέ, μένει πάντοτε σταθερή και αναλλοίωτη. Κι αν έχουμε και κάποιο πολύ παλιό, το κρατάμε σαν κειμήλιο και το φοράμε προς επίδειξη. Έτσι και τα δημοτικά τραγούδια είναι σαν το χρυσάφι, που λάμπει και δεν χάνει ποτέ την αξία του…»
Αξίζει πράγματι να επισημάνει κανείς και να επαινέσει το έργο και την προσφορά των, ανά την επικράτεια, αρκετών πολιτιστικών μουσικών Συλλόγων που υπηρετούν και καλλιεργούν την γνήσια παραδοσιακή Εθνική μας μουσική. Οι Σύλλογοι αυτοί προσπαθούν να κρατήσουν τις ρίζες μας, ώστε να μην εξαφανιστούν μέσα στην απύθμενη χοάνη του άκρατου υλισμού και της παγκοσμιοποίησης, που προσπαθεί να κατακλύσει την χώρα μας. Γενικά το έργο τους και η βοήθεια και συνεργασία των παραδοσιακών τραγουδιστών και οργανοπαικτών, διασώζουν και διαιωνίζουν τους μεγάλους θησαυρούς της δημοτικής μας μουσικής στη γνήσια μορφή τους, απαλλαγμένους από κάθε αλλοίωση και παραφθορά.
Υπάρχουν όμως και σύλλογοι, οι οποίοι έχουν λάβει λανθασμένη πορεία, λειτουργούν αρνητικά και προσπαθούν να προάγουν και να εδραιώσουν προσωπικά, είτε οικονομικά συμφέροντα, που όπως είναι φυσικό, βλάπτουν σημαντικά την παράδοση και ιδίως το αθάνατο δημοτικό μας τραγούδι.
Όμως το δημοτικό μας τραγούδι, γνήσιο και αυθεντικό, πέρασε πολλές φορές από τις συμπληγάδες πέτρες και ως ατίμητος θησαυρός, νομίζω ότι πάντα θα γεννιέται, θα ανανεώνεται, θα αγαπιέται, θα εγκαθιδρύεται και θα συντροφεύει τον Ελληνικό λαό, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του.
Η ιστορική εξέλιξη του δημοτικού μας τραγουδιού, αποδεικνύει ότι τ’ ακατάλληλα τραγούδια, ο λαός με το χρόνο τα απορρίπτει και τα αποβάλλει από τη ζωή του. Επιλέγει, κάθε φορά, και εντάσσει στην ζωντανή δημοτική μουσική μας παράδοση, εκείνα τα τραγούδια που εισδύουν στα βάθη της ψυχής του και τον εκφράζουν απόλυτα. Τοιουτοτρόπως η παραγωγή νεότερων δημοτικών τραγουδιών, με γνήσιο παραδοσιακό ηχόχρωμα και ελληνικό χαρακτήρα, ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει και να εμπλουτίζει τη δημοτική μουσική μας παράδοση. Και όπως πολύ σοφά έχει λεχθεί, το δημοτικό μας τραγούδι θα πεθάνει, όταν πεθάνει και ο τελευταίος Έλληνας.
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014
Τρίτη 22 Ιουλίου 2014
Ο ΣΚΕΝΤΖΟΣ
ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΤΟΥΤΟΥΝΗ
Ο Σκέντζος, έτσι έλεγαν τον ιδιοκτήτη ενός μπακάλικου σε κάποιο χωριό στην περιοχή της ορεινής Γορτυνίας, ήτανε καμιά σαρανταπενταριά χρονών, απλυτοβεδούρης, κουρούνης και ερμαδιακός. Ο μαύρος, είχε πέσει με τα μούτρα στα λεφτά και δεν τήραξε να παντρευτεί και ν’ αποκτήσει το λόγου του οικογένεια, γιατί καθώς μολογάγανε ήτανε ρογκάτσης. Ούλη του η αγάπη, ήτανε κάνα πεντάρι γάτες, που τις είχε συντροφιά στο μαγαζί, να πιάνουνε και κανένα καλομαθημένο πόντικα που έβρισκε τροφή και άσυλο στα εμπορεύματά του. Είχε το μοναδικό μπακάλικο στο χωριό και έγδερνε όλους τους μουστερήδες του, μιας και τότε δεν υπήρχανε αμάξια για να μετακινιέται ο κοσμάκης. Και ευτούνος, ο αθεόφοβος, το είχε εκμεταλλευτεί για τα καλά. Είχε σάξει δυνατό σακούλι και μάλιστα έκανε και τον τοκογλύφο όχι μόνο σ’ όλο το χωριό αλλά και στ’ άλλα τριγύρω χωριά. Οι συγχωριανοί δεν τον χωνεύανε καθόλου, αλλά από την άλλη τον είχανε και ανάγκη.
Στο χωριό εκείνο τον καιρό, ήτανε και μια χήρα κάπου στα σαράντα- σαράντα δύο της, καθάριο κορμί, μ’ ούλες τις χάρες, μπουκιά και συχώριο, ο Θεός να με συγχωρέσει. Είχε μείνει η μαύρη χήρα, κάνα δυο τρία χρόνια, γιατί ο μακαρίτης, μια μέρα του ’ξόμεινε στον λόγγο μια γεννημένη προβατίνα και εκείνη την καταραμένη ημέρα, ανοίξανε τα ουράνια, έβρεχε χωρίς σταματημό, νερό με το τουλουμι. Απολύθηκε ο μαύρος να την βρει και για να μην πάει γύρω- γύρω από το γιοφύρι, αναγκάστηκε να περάσει ένα κατεβασμένο λαγκάδι, σε μια μεριά που γνώριζε το πέρασμα, αλλά ξεγελάστηκε από το νερό και τον πήρε η κατεβασιά και πνίγηκε. Βλέπεις το γιοφύρι δεν ήτανε μακριά, αλλά πήγε να κόψει δρόμο χωρίς να λογαριάσει την ορμή του νερού και έτσι την πάτησε ο μακαρίτης.
Λοιπόν ο Σκέντζος, από εκείνη τη μέρα έγινε ζαβαΐτης και έβλεπε χήρα την μορόζα σαν ξερολούκουμο και κοκολογιότανε να την ζυγώσει και να της πει δυο καλές κουβέντες. Όμως η χήρα που να τον ζυγώσει, ήξερε του λόγου του τι σκατά κουμάσι ήτανε. Όμως με τον καιρό, η μαύρη δεν άντεξε στα τσαλιμάκια και έπεσε στα χέρια του Σκέντζου, για διαφόρους λόγους, είτε γιατί δεν είχε ψωμί τα ταγίσει τα δυο ορφανά της, είτε για τι δεν είχε άντρα στο κρεβάτι της, δεν νογάω να πω κουβέντα παραπέρα. Όμως που ν’ ανταμώσουν, στο χωριό, δεν κόταγες να κουνηθείς βήμα, θελά σε πάρουνε χαμπάρι και τότε ποιος ποταμός σε ξεπλένει. Κι αν σε έπιανε στο στόμα της η κοσόλα παπαδιά, άντε να γλιτώσεις.
Ήτανε μέσα τ’ Αλωνάρη πρου τ’ Άη- Λιός, ούλο το χωριό βρισκότανε έξω στα χωράφια τους στ’ αλώνια και ολημερίς αλωνίζανε τα γεννήματα, λιχνίζανε και το χαλούπωμα με τα ζα κουβαλάγανε τα γεννήματα στο χωριό. Ο Σκέντζος, ντάλα μεσημέρι, τρυπωμένος μέσα στο μαγαζί, κουσκούτευε περιμένοντας κανένα πελάτη. Όξω από το μαγαζί του, κάνα πεντάρι, πιτσιρίκια παίζανε κάτου από μια μεγάλη περιγουλιά, που είχε στην αυλή του μαγαζιού. Είχε κανονίσει το καταμεσήμερο, που δεν κυκλοφορούσε κανένας στο χωριό, να έρθει η χήρα τάχατις να ψωνίσει και στην συνέχεια να την σκαλώσει στην κάμαρά του. Έλα όμως που εκείνη δεν ερχότανε, γιατί έβλεπε τα τσορομπίλια που παίζανε τον κλίτσικα και το ένα ήτανε εκείνο το διαβολόπαιδο της παπαδιάς και ότι έβλεπε το αχρόνιαγο, το μαρτύραγε.
Ο Σκέντζος, κουκουνιάστηκε και τρωγόταν, δεν ήξερε πώς να βοριάσει ή να τα κογιονάρει, και να τα ξαποστείλει, δεν ήθελε να τα κεράσει καμιά καραμέλα γιατί ήτανε καρμίρης. Σκέφθηκε- ξανασκέφθηκε, αλλά τίποτα, στριφογύριζε σαν το φυλακισμένο τσακάλι, μέσα στο μαγαζί του, γιατί πέρναγε η ώρα και θα έχανε την ευκαιρία ν’ απαυτώσει την χήρα.
Κάποια στιγμή, ενώ στριφογύριζε, τα μάτια του λες και πετάξανε σπίθες, τα μούτρα αλλάξανε και φάνηκε χαρούμενος,, κάτι σκέφθηκε φαίνεται και βγήκε έξω φωνάζοντας τα παιδιά να έρθουν κοντά του. Μόλις μαζευτήκανε κοντά, τους λέγει:
- Ακούτε ρε διάβολοι, θέλω να πάτε και να μου μαζέψετε τζιτζίκια, θα σας δώσω μια δεκάρα για το κάθε μεγάλο και μια πεντάρα για κάθε μικρό. Όσα μου φέρετε τόσα θα πληρωθείτε. Αλλά κοιτάξτε τα θέλω ούλα ζωντανά. Πρώτα θα πάω να πλαγιάσω να κάνω γιόμα και σε κάνα δυο ώρες να τα φέρτε, γιατί μετά δεν τα δέχουμε.
- Καλά και τι τα θες Σκέντζο; Τον ρωτάει ευτούνος ο διαβολάκος της παπαδιάς.
- Να ταγίσω τις γάτες μου ρε ψωριάρη! Του απαντάει ο Σκέντζος.
- Θα μας πληρώσεις στα σίγουρα;
- Εσείς τι λέτε, να τις ταγίσω κάνα σκουράτζο τις γάτες; Τι λέτε εσείς, με συμφέρει;
Τα παιδιά αφού πεισθήκανε, απολυθήκανε στα σπίτια τους πήρανε από ένα κατσαρόλι το καθένα και μια πετσέτα του ψωμιού, τα σκεπάσανε περάσανε μια καλτσοδέτα γύρω από το κατσαρόλι να βαστάει το πανί μην φύγουνε τα τζιτζίκια και σάξανε κάτου στις αμυγδαλιές και στις καρυδιές, να μαζέψουνε όσα περισσότερα τζιτζίκια μπορούνε.
Η χήρα, που κρυφοκοίταζε από το παράθυρό της, μόλις είδε τα παιδιά να σκορπάνε, κατάλαβε ότι τα έδιωξε ο Σκέντζος. Χωρίς να χασομερήσει, πήρε το τράστο της και ζαγά- ζαγά πήγε στο μαγαζί, τάχατις για να ψωνίσει. Αυτός, την περίμενε πίσω από την πόρτα και μόλις μπήκε μέσα, γύρισε το κλειδί και την τράβηξε στην κάμαρά του. Πέρασε καμιά ώρα, και αφού βγάλανε τα μάτια τους, η χήρα κατέβηκε. Ο Σκέντζος, τότενες την αποζημίωσε, γιομίζοντας το τράστο της με ψώνια, εκείνη κορδωτή- κορδωτή, βγήκε από το μαγαζί και έσαξε κατά το κονάκι της, καμαρωτή σαν να μην συμβαίνει τίποτις.
Μετά από λίγο να σου και τα τσορομπίλια, με τα κατσαρόλια γιομάτα τζιτζίκια. Ο Σκέντζος, αμέριμνος έπινε το καφεδάκι του, στην αυλή του μαγαζιού κάτω από την περγουλιά. Μόλις είδε τα παιδιά γέλασε και τους είπε ότι τους την έσκασε, και τ’ αχούγιαξε να ξεκουμπιστούνε από την αυλή του, για να καθίσει να πιεί το καφεδάκι του χωρίς φωνές και φασαρίες.
Τι το θέλε και το έλεγε. Τα παιδιά, γίνανε μπαρούτι από τον θυμό τους και άρχισαν να τον βρίζουν ασταμάτητα. Ο Σκέντζος, πήρε το φλιτζάνι με το καφεδάκι του και χώθηκε μέσα στο πάγκο του, για δήθεν λογαριασμούς. Εκείνο το παιδί της παπαδιάς, όπως λέει και η παροιμία «παπά παιδί, διαβόλου αγγόνι», σκαρφίστηκε να του κάνουνε μια καρτσαφαλιά με τ’ άλλα τα παιδιά. Καθώς είδανε τις γάτες του Σκέντζου, να γυρνοβολάνε νηστικές στα πόδια του και να νιαουρίζουν, αμολύκανε τα τζιτζίκια, όλα μαζί μέσα στο μαγαζί και αφού βγήκαν απ’ όξω, κλείσανε και την εξώπορτα και μ’ ένα σκοινί δέσανε το ζεμπερέκι της οξώπορτας, μην την ανοίξει ο Σκέντζος.
Οι γάτες, μόλις αντιλήφθηκαν τα τζιτζίκια, απολύθηκαν μέσα στο μαγαζί και τα κυνηγούσαν επάνω στα ράφια, στα σακιά, αλλά και εκεί που προσπαθούσαν να γαντζωθούν τα τζιτζίκια για να γλιτώσουν από τα νύχια των γάτων. Ο Σκέντζος κατάλαβε τι θελα γίνει με τις πεινασμένες γάτες και άρπαξε το σάρωμα και τήραγε να τις κοπανήσει για να προλάβει το κακό που του έμελε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει τίποτις. Εν τω μεταξύ αγριέψανε οι γάτες από το κοπάνημα με το σάρωμα και έγινε το έλα να δεις, μαλινάρισε μέχρι να τις βγάλει όξω από το μαγαζί. Μέσα σε δέκα λεπτά το μαγαζί είχε γίνει άνω κάτω, λαμπόγιαλα, καθρεφτάκια, γυαλικά, χρώματα, αλατοπίπερα, ψιλικά, και ότι βρισκότανε στα ράφια, όλα γίνανε λες και πέρασε σίφουνας μέσα από το μαγαζί. Ο Σκέντζος, έσκασε από το κακό του κι από το πάθημα του από τα παιδιά. Μάζεψε ούλα τα σάψαλα και κλείστηκε μέσα για καμιά δεκαριά μέρες, χωρίς ν’ ανοίξει το μαγαζί, από την ντροπή του. Η παπαδιά, που έμαθε τα πάντα περί της χήρας αλλά και για τα ανδραγαθήματα των παιδιών, μόλις άνοιξε το μαγαζί πήγε τον βρήκε με κατεβασμένη την μουτσούνα χωρίς να βγάνει λέξη, τότε γέλασε και του είπε:
- Άμ! Σκέντζο μου «Όποιος θέλει να φιλήσει, θα δεινοπαθήσει».
Και έτσι ο Σκέντζος, όχι μόνο ξεδιάλυνε στην ποντικομαμή την παπαδιά, το νταραβέρι με την χήρα, έπαθε και την τρανή ζημιά με τις γάτες, αλλά και τέλος ντροπιάστηκε σ’ ούλο το χωριό, για το χουνέρι που του κάνανε τα παιδιά. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα την πάθαινε τέτοια χοντρή ζημιά από τα τζιτζίκια.
Απλυτοβεδούρης, ο = ο άπλυτος, ο βρωμερός.
Αχουγιάζω, = φωνάζω δυνατά, μαλώνω.
Βοριάζω, = στριμώχνω.
Ερμαδιακός, ο = ο μοναχικός.
Ζαβαΐτης, ο = ο ενοχλητικός.
Ζαγά, = αργά, προφυλακτικά.
Ζεμπερέκι, το = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας, για άνοιγμα και κλείσιμο.
Καρμίρης, ο = τσιγκούνης.
Καρτσαφαλιά, η = η διαολιά, η ζαβολιά.
Κλίτσικας, ο = παιδικό παιχνίδι που παίζεται μ’ ένα ραβδί και μ’ ένα μικρότερο ξύλο.
Κογιονάρω,= καλοπιάνω, προσπαθώ με τεχνάσματα να πείσω ή να κατευθύνω κάποιον.
Κοκολογιέμαι, = ζητάω ερωτικό σύντροφο (μεταφ. Θέλω κοκό).
Κοσόλα, η = η κουτσομπόλα.
Κουκουνιάζομαι, = ζητάω ερωτικό σύντροφο.
Κουμάσι, το = το σπίτι των γουρουνιών.
Κουρούνης, ο = ο μεμονωμένος άνθρωπος, ο ατημέλητος.
Κουσκουτεύω, = γυρνάω όλη μέρα πέρα- δώθε στο σπίτι, χωρίς να κάνω καμιά ουσιαστική εργασία.
Μαλινάρισε, = τρομοκρατήθηκε.
Μορόζα, η = η αστεφάνωτη σπιτωμένη γυναίκα.
Μουστερής, ο = ο πελάτης.
Ντάλλα μεσημέρι, = καταμεσήμερο.
Ρογκάτσης, ο = ο μονάρχις, ο έχων ένα όρχι.
Σάψαλα, τα = τα λιωμένα, θρυμματισμένα πράγματα.
Σκουράντζος, ο = η ρέγγα.
Τσαλικάκι, το = κόλπο.
Τσορομπίλι, το = το πολύ μικρό παιδί, ή πράγμα.
Χαλούπωμα, = λίγο μετά την δύση του ήλιου που αρχίζει να σκοτεινιάζει.
Ο Σκέντζος, έτσι έλεγαν τον ιδιοκτήτη ενός μπακάλικου σε κάποιο χωριό στην περιοχή της ορεινής Γορτυνίας, ήτανε καμιά σαρανταπενταριά χρονών, απλυτοβεδούρης, κουρούνης και ερμαδιακός. Ο μαύρος, είχε πέσει με τα μούτρα στα λεφτά και δεν τήραξε να παντρευτεί και ν’ αποκτήσει το λόγου του οικογένεια, γιατί καθώς μολογάγανε ήτανε ρογκάτσης. Ούλη του η αγάπη, ήτανε κάνα πεντάρι γάτες, που τις είχε συντροφιά στο μαγαζί, να πιάνουνε και κανένα καλομαθημένο πόντικα που έβρισκε τροφή και άσυλο στα εμπορεύματά του. Είχε το μοναδικό μπακάλικο στο χωριό και έγδερνε όλους τους μουστερήδες του, μιας και τότε δεν υπήρχανε αμάξια για να μετακινιέται ο κοσμάκης. Και ευτούνος, ο αθεόφοβος, το είχε εκμεταλλευτεί για τα καλά. Είχε σάξει δυνατό σακούλι και μάλιστα έκανε και τον τοκογλύφο όχι μόνο σ’ όλο το χωριό αλλά και στ’ άλλα τριγύρω χωριά. Οι συγχωριανοί δεν τον χωνεύανε καθόλου, αλλά από την άλλη τον είχανε και ανάγκη.
Στο χωριό εκείνο τον καιρό, ήτανε και μια χήρα κάπου στα σαράντα- σαράντα δύο της, καθάριο κορμί, μ’ ούλες τις χάρες, μπουκιά και συχώριο, ο Θεός να με συγχωρέσει. Είχε μείνει η μαύρη χήρα, κάνα δυο τρία χρόνια, γιατί ο μακαρίτης, μια μέρα του ’ξόμεινε στον λόγγο μια γεννημένη προβατίνα και εκείνη την καταραμένη ημέρα, ανοίξανε τα ουράνια, έβρεχε χωρίς σταματημό, νερό με το τουλουμι. Απολύθηκε ο μαύρος να την βρει και για να μην πάει γύρω- γύρω από το γιοφύρι, αναγκάστηκε να περάσει ένα κατεβασμένο λαγκάδι, σε μια μεριά που γνώριζε το πέρασμα, αλλά ξεγελάστηκε από το νερό και τον πήρε η κατεβασιά και πνίγηκε. Βλέπεις το γιοφύρι δεν ήτανε μακριά, αλλά πήγε να κόψει δρόμο χωρίς να λογαριάσει την ορμή του νερού και έτσι την πάτησε ο μακαρίτης.
Λοιπόν ο Σκέντζος, από εκείνη τη μέρα έγινε ζαβαΐτης και έβλεπε χήρα την μορόζα σαν ξερολούκουμο και κοκολογιότανε να την ζυγώσει και να της πει δυο καλές κουβέντες. Όμως η χήρα που να τον ζυγώσει, ήξερε του λόγου του τι σκατά κουμάσι ήτανε. Όμως με τον καιρό, η μαύρη δεν άντεξε στα τσαλιμάκια και έπεσε στα χέρια του Σκέντζου, για διαφόρους λόγους, είτε γιατί δεν είχε ψωμί τα ταγίσει τα δυο ορφανά της, είτε για τι δεν είχε άντρα στο κρεβάτι της, δεν νογάω να πω κουβέντα παραπέρα. Όμως που ν’ ανταμώσουν, στο χωριό, δεν κόταγες να κουνηθείς βήμα, θελά σε πάρουνε χαμπάρι και τότε ποιος ποταμός σε ξεπλένει. Κι αν σε έπιανε στο στόμα της η κοσόλα παπαδιά, άντε να γλιτώσεις.
Ήτανε μέσα τ’ Αλωνάρη πρου τ’ Άη- Λιός, ούλο το χωριό βρισκότανε έξω στα χωράφια τους στ’ αλώνια και ολημερίς αλωνίζανε τα γεννήματα, λιχνίζανε και το χαλούπωμα με τα ζα κουβαλάγανε τα γεννήματα στο χωριό. Ο Σκέντζος, ντάλα μεσημέρι, τρυπωμένος μέσα στο μαγαζί, κουσκούτευε περιμένοντας κανένα πελάτη. Όξω από το μαγαζί του, κάνα πεντάρι, πιτσιρίκια παίζανε κάτου από μια μεγάλη περιγουλιά, που είχε στην αυλή του μαγαζιού. Είχε κανονίσει το καταμεσήμερο, που δεν κυκλοφορούσε κανένας στο χωριό, να έρθει η χήρα τάχατις να ψωνίσει και στην συνέχεια να την σκαλώσει στην κάμαρά του. Έλα όμως που εκείνη δεν ερχότανε, γιατί έβλεπε τα τσορομπίλια που παίζανε τον κλίτσικα και το ένα ήτανε εκείνο το διαβολόπαιδο της παπαδιάς και ότι έβλεπε το αχρόνιαγο, το μαρτύραγε.
Ο Σκέντζος, κουκουνιάστηκε και τρωγόταν, δεν ήξερε πώς να βοριάσει ή να τα κογιονάρει, και να τα ξαποστείλει, δεν ήθελε να τα κεράσει καμιά καραμέλα γιατί ήτανε καρμίρης. Σκέφθηκε- ξανασκέφθηκε, αλλά τίποτα, στριφογύριζε σαν το φυλακισμένο τσακάλι, μέσα στο μαγαζί του, γιατί πέρναγε η ώρα και θα έχανε την ευκαιρία ν’ απαυτώσει την χήρα.
Κάποια στιγμή, ενώ στριφογύριζε, τα μάτια του λες και πετάξανε σπίθες, τα μούτρα αλλάξανε και φάνηκε χαρούμενος,, κάτι σκέφθηκε φαίνεται και βγήκε έξω φωνάζοντας τα παιδιά να έρθουν κοντά του. Μόλις μαζευτήκανε κοντά, τους λέγει:
- Ακούτε ρε διάβολοι, θέλω να πάτε και να μου μαζέψετε τζιτζίκια, θα σας δώσω μια δεκάρα για το κάθε μεγάλο και μια πεντάρα για κάθε μικρό. Όσα μου φέρετε τόσα θα πληρωθείτε. Αλλά κοιτάξτε τα θέλω ούλα ζωντανά. Πρώτα θα πάω να πλαγιάσω να κάνω γιόμα και σε κάνα δυο ώρες να τα φέρτε, γιατί μετά δεν τα δέχουμε.
- Καλά και τι τα θες Σκέντζο; Τον ρωτάει ευτούνος ο διαβολάκος της παπαδιάς.
- Να ταγίσω τις γάτες μου ρε ψωριάρη! Του απαντάει ο Σκέντζος.
- Θα μας πληρώσεις στα σίγουρα;
- Εσείς τι λέτε, να τις ταγίσω κάνα σκουράτζο τις γάτες; Τι λέτε εσείς, με συμφέρει;
Τα παιδιά αφού πεισθήκανε, απολυθήκανε στα σπίτια τους πήρανε από ένα κατσαρόλι το καθένα και μια πετσέτα του ψωμιού, τα σκεπάσανε περάσανε μια καλτσοδέτα γύρω από το κατσαρόλι να βαστάει το πανί μην φύγουνε τα τζιτζίκια και σάξανε κάτου στις αμυγδαλιές και στις καρυδιές, να μαζέψουνε όσα περισσότερα τζιτζίκια μπορούνε.
Η χήρα, που κρυφοκοίταζε από το παράθυρό της, μόλις είδε τα παιδιά να σκορπάνε, κατάλαβε ότι τα έδιωξε ο Σκέντζος. Χωρίς να χασομερήσει, πήρε το τράστο της και ζαγά- ζαγά πήγε στο μαγαζί, τάχατις για να ψωνίσει. Αυτός, την περίμενε πίσω από την πόρτα και μόλις μπήκε μέσα, γύρισε το κλειδί και την τράβηξε στην κάμαρά του. Πέρασε καμιά ώρα, και αφού βγάλανε τα μάτια τους, η χήρα κατέβηκε. Ο Σκέντζος, τότενες την αποζημίωσε, γιομίζοντας το τράστο της με ψώνια, εκείνη κορδωτή- κορδωτή, βγήκε από το μαγαζί και έσαξε κατά το κονάκι της, καμαρωτή σαν να μην συμβαίνει τίποτις.
Μετά από λίγο να σου και τα τσορομπίλια, με τα κατσαρόλια γιομάτα τζιτζίκια. Ο Σκέντζος, αμέριμνος έπινε το καφεδάκι του, στην αυλή του μαγαζιού κάτω από την περγουλιά. Μόλις είδε τα παιδιά γέλασε και τους είπε ότι τους την έσκασε, και τ’ αχούγιαξε να ξεκουμπιστούνε από την αυλή του, για να καθίσει να πιεί το καφεδάκι του χωρίς φωνές και φασαρίες.
Τι το θέλε και το έλεγε. Τα παιδιά, γίνανε μπαρούτι από τον θυμό τους και άρχισαν να τον βρίζουν ασταμάτητα. Ο Σκέντζος, πήρε το φλιτζάνι με το καφεδάκι του και χώθηκε μέσα στο πάγκο του, για δήθεν λογαριασμούς. Εκείνο το παιδί της παπαδιάς, όπως λέει και η παροιμία «παπά παιδί, διαβόλου αγγόνι», σκαρφίστηκε να του κάνουνε μια καρτσαφαλιά με τ’ άλλα τα παιδιά. Καθώς είδανε τις γάτες του Σκέντζου, να γυρνοβολάνε νηστικές στα πόδια του και να νιαουρίζουν, αμολύκανε τα τζιτζίκια, όλα μαζί μέσα στο μαγαζί και αφού βγήκαν απ’ όξω, κλείσανε και την εξώπορτα και μ’ ένα σκοινί δέσανε το ζεμπερέκι της οξώπορτας, μην την ανοίξει ο Σκέντζος.
Οι γάτες, μόλις αντιλήφθηκαν τα τζιτζίκια, απολύθηκαν μέσα στο μαγαζί και τα κυνηγούσαν επάνω στα ράφια, στα σακιά, αλλά και εκεί που προσπαθούσαν να γαντζωθούν τα τζιτζίκια για να γλιτώσουν από τα νύχια των γάτων. Ο Σκέντζος κατάλαβε τι θελα γίνει με τις πεινασμένες γάτες και άρπαξε το σάρωμα και τήραγε να τις κοπανήσει για να προλάβει το κακό που του έμελε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει τίποτις. Εν τω μεταξύ αγριέψανε οι γάτες από το κοπάνημα με το σάρωμα και έγινε το έλα να δεις, μαλινάρισε μέχρι να τις βγάλει όξω από το μαγαζί. Μέσα σε δέκα λεπτά το μαγαζί είχε γίνει άνω κάτω, λαμπόγιαλα, καθρεφτάκια, γυαλικά, χρώματα, αλατοπίπερα, ψιλικά, και ότι βρισκότανε στα ράφια, όλα γίνανε λες και πέρασε σίφουνας μέσα από το μαγαζί. Ο Σκέντζος, έσκασε από το κακό του κι από το πάθημα του από τα παιδιά. Μάζεψε ούλα τα σάψαλα και κλείστηκε μέσα για καμιά δεκαριά μέρες, χωρίς ν’ ανοίξει το μαγαζί, από την ντροπή του. Η παπαδιά, που έμαθε τα πάντα περί της χήρας αλλά και για τα ανδραγαθήματα των παιδιών, μόλις άνοιξε το μαγαζί πήγε τον βρήκε με κατεβασμένη την μουτσούνα χωρίς να βγάνει λέξη, τότε γέλασε και του είπε:
- Άμ! Σκέντζο μου «Όποιος θέλει να φιλήσει, θα δεινοπαθήσει».
Και έτσι ο Σκέντζος, όχι μόνο ξεδιάλυνε στην ποντικομαμή την παπαδιά, το νταραβέρι με την χήρα, έπαθε και την τρανή ζημιά με τις γάτες, αλλά και τέλος ντροπιάστηκε σ’ ούλο το χωριό, για το χουνέρι που του κάνανε τα παιδιά. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα την πάθαινε τέτοια χοντρή ζημιά από τα τζιτζίκια.
Απλυτοβεδούρης, ο = ο άπλυτος, ο βρωμερός.
Αχουγιάζω, = φωνάζω δυνατά, μαλώνω.
Βοριάζω, = στριμώχνω.
Ερμαδιακός, ο = ο μοναχικός.
Ζαβαΐτης, ο = ο ενοχλητικός.
Ζαγά, = αργά, προφυλακτικά.
Ζεμπερέκι, το = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας, για άνοιγμα και κλείσιμο.
Καρμίρης, ο = τσιγκούνης.
Καρτσαφαλιά, η = η διαολιά, η ζαβολιά.
Κλίτσικας, ο = παιδικό παιχνίδι που παίζεται μ’ ένα ραβδί και μ’ ένα μικρότερο ξύλο.
Κογιονάρω,= καλοπιάνω, προσπαθώ με τεχνάσματα να πείσω ή να κατευθύνω κάποιον.
Κοκολογιέμαι, = ζητάω ερωτικό σύντροφο (μεταφ. Θέλω κοκό).
Κοσόλα, η = η κουτσομπόλα.
Κουκουνιάζομαι, = ζητάω ερωτικό σύντροφο.
Κουμάσι, το = το σπίτι των γουρουνιών.
Κουρούνης, ο = ο μεμονωμένος άνθρωπος, ο ατημέλητος.
Κουσκουτεύω, = γυρνάω όλη μέρα πέρα- δώθε στο σπίτι, χωρίς να κάνω καμιά ουσιαστική εργασία.
Μαλινάρισε, = τρομοκρατήθηκε.
Μορόζα, η = η αστεφάνωτη σπιτωμένη γυναίκα.
Μουστερής, ο = ο πελάτης.
Ντάλλα μεσημέρι, = καταμεσήμερο.
Ρογκάτσης, ο = ο μονάρχις, ο έχων ένα όρχι.
Σάψαλα, τα = τα λιωμένα, θρυμματισμένα πράγματα.
Σκουράντζος, ο = η ρέγγα.
Τσαλικάκι, το = κόλπο.
Τσορομπίλι, το = το πολύ μικρό παιδί, ή πράγμα.
Χαλούπωμα, = λίγο μετά την δύση του ήλιου που αρχίζει να σκοτεινιάζει.
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΤΡΕΙΑΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΤΡΕΙΑΣ
Η παράδοση αναφέρει ότι η ημέρα της Αποκριάς, είναι μια διαφορετική από τις άλλες και δια μέσω των Αποκριάτικων εκδηλώσεων, οι συμμετέχοντες με τον τρόπο τους, ξεσκεπάζουν τον εαυτόν τους σατιρίζοντας, επιδεικνύοντας και αναδεικνύοντας προσωπικότητες, παράπονα, προβλήματα, βλέψεις, θέσεις, σκέψεις, τάσεις, ικανότητες, αισθήματα, καθημερινότητα, μορφές και επεισόδια.
Ένα από τα πολλά σκωπτικά τραγούδια που τραγουδιούνται και χορεύονται στην Βόρεια ορεινή Ηλεία, είναι και αυτό το τραγούδι της κακοπαντρειάς. Το τραγούδι καταγράφηκε στην περιοχή της Πηνείας, του νομού Ηλείας, και θεωρείται εξαίρετο και μοναδικό στο είδος του, όπου τραγουδιόταν και χορευόταν μόνο κατά τις αποκριές από άνδρες και γυναίκες.
Γενικά στον συγκεκριμένο χορό πιάνονται (συμμετέχουν) όσοι –ες έχουν πανδρευτεί με προξενιό και κυρίως παρά την θέληση τους. Ο χορός, δεν έχει χρονικά όρια και χορεύεται από ακαθόριστο αριθμό χορευτών. Αναφέρεται, ότι πρώτα το χόρευαν ξεχωριστά οι άνδρες, τραγουδώντας τα δικά τους λόγια. Και μόλις τελείωναν και κόπαζε το στάχτωμα, το αλεύρωμα, ή και το μουτζούρωμα, τότε αναλάμβαναν οι γυναίκες τον δικό τους χορό.
Γενικά ο χορός είναι ο ίδιος, η μόνη διαφορά εντοπίζεται μόνο στα λόγια των ανδρών από αυτά των γυναικών. Όλοι οι χορευτές πιάνονταν με τα χέρια, όπως συνήθως πιάνονται στα τραγούδια της Πελοποννήσου, στο ύψος της μέσης και το τραγουδούσαν άρχοντος από τον πρωτοχορευτή ή πρωτοχορεύτρια.
Το ανδρικό τραγούδι, άρχιζε τραγουδώντας όλοι μαζί: «Μαυρομαλλούσες και ξανθιές με βάλανε στην μέση, για να διαλέξω μάνα μου, απ’ ούλες ποια μ’ αρέσει».
Και στην συνέχεια με την χορευτική σειρά, ο πρώτος τραγουδώντας άρχιζε με τον εξής στίχο:
«Να διαλέξω την Ελένη, κάπως δεν με παραθέλει».
Τότε, όλοι οι υπόλοιποι πλην αυτού, πάντα τραγουδώντας επαναλάμβαναν τον ίδιο στίχο . Έπειτα συνέχιζε ο επόμενος, πάντα εμπλέκοντας το όνομα της γυναίκας του και πάλι επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι και συνεχιζόταν ούτω καθεξής μέχρι να τελειώσουν όλοι οι χορευτές.
Σημείωση, ο κάθε χορευτής οπωσδήποτε έπρεπε ν’ αναφέρει τ’ όνομα της γυναίκας του. Εάν κάποιος, από λάθος ή σκόπιμα, δεν ανέφερε το όνομα της γυναίκας του, τότε οι υπόλοιποι τον έδιωχναν από τον χορό, και τον φώναζαν σώγαμπρο. Εάν μεταξύ αυτών συμμετείχε και κάποιος ανύπανδρος -η, πάντοτε προσπαθούσε ν’ αναφέρει κάποιο ουδέτερο γυναικείο -ανδρικό όνομα. Πάντως οι ανύπανδροι, και οι ερωτευμένοι δεν ανέφεραν τ’ όνομα της αγαπητικιάς για να μην κινήσει υποψίες στο χωριό του. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις, όπου πολλοί με αυτό το τραγούδι έβρισκαν την ευκαιρία να δημοσιοποιήσουν τα αισθήματά τους και να προχωρήσουν σε γάμο. Ο χορός, γινόταν στην πλατεία και στην ομήγυρη τον παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων και οι γυναίκες των χορευτών, όπου η κάθε μια άκουγε τις σκέψεις, τα παράπονα, και την εκτίμηση του άνδρα της προς αυτήν .
Μαυρομαλλούσες και ξανθιές με βάλανε στην μέση
να διαλέξω μάνα μου απ’ ούλες ποια μ’ αρέσει.
Να διαλέξω την Ελένη, κάπως δεν με παραθέλει,
να διαλέξω την Βασίλω, σκιάζομαι μην φάω ξύλο,
να διαλέξω την Διαμάντω, θα μου κάνει το κουμάντο,
να διαλέξω την Χρυσούλα, θε να μου τα φάει ούλα,
να διαλέξω την Μαρία ,θα το παίζει και κυρία,
να διαλέξω την Σωτήρω, θα μου κάνει τον τρίτο γύρω,
να διαλέξω την Θανάσω, θα με κάνει να σκάσω,
να διαλέξω την Αλέξω, θα με κλείνει το βράδυ έξω.
να διαλέξω την Φροσύνη, δεν τις έχω εμπιστοσύνη,
να διαλέξω την Θεώνη, ούλη μέρα θα θυμώνει,
να διαλέξω την Ασημίνα, θα με κόψει η πείνα,
να διαλέξω την Πηνελόπη, πάνε χαμένοι ούλοι οι κόποι,
να διαλέξω την Βαγγελιώ, ούλη μέρα κουτσομπολιό,
να διαλέξω την Αντιγόνη, ούλο στρώνει και ξεστρώνει,
να διαλέξω, την Αστέρω, θα με κάνει να υποφέρω,
να διαλέξω την Κυπαρίσσω, την άλλη μέρα θα χωρίσω,
να διαλέξω την Παγώνα, δεν βγάνω τον Χειμώνα,
να διαλέξω την Σταμάτω, θε να σκούζω σαν τον γάτο,
να διαλέξω την Τασία, ούλη μέρα φασαρία,
να διαλέξω την Ζαχάρω, δεν την θέλω να την πάρω,
να διαλέξω την Φώτο, θα με χωρίσει με το πρώτο,
να διαλέξω την Τρυφώνη, ούτε πλένει ούτε ζυμώνει,
να διαλέξω την Κανέλλα, δεν την θέλω την τεμπέλα,
να διαλέξω την Θανάσω, ότι έχω το χάσω,
να διαλέξω την Βάγια, θε να μου κάνει μάγια,
να διαλέξω την Βασιλική, θα με βάλει φυλακή,
να διαλέξω την Σταμάτα, πάνε χαράμι τα δόλια νιάτα.
Μόλις τέλειωνε και ο τελευταίος, τότε όλοι μαζί χωρίς ν’ αφήσουν τα χέρια, ακολουθούσαν τον πρωτοχορευτή, ο οποίος ανάστρεφε το χορό προς τα έξω, εξακολουθώντας το κύκλο του χορού με αντίθετη πορεία και με γυρισμένα τα σώματα και τα πρόσωπα προς τα έξω, να κοιτάζουν τους θεατές και συνάμα και τις γυναίκες τους, όπου τους παρακολουθούσαν όλοι μαζί. Πραγματοποιώντας αυτή την κίνηση, που για πρώτη φορά συμβαίνει σε ελληνικό παραδοσιακό χορό, τραγουδούσανε τους επόμενους στίχους χωρίς να χορεύουν:
«Τούτ’ ήταν που και αμάν- αμάν
τούτ’ ήταν που λέγανε,
τούτ’ ήταν που λέγανε
και μου την παινεύανε».
Και έπειτα ερχόταν η απάντηση τραγουδιστά, από τις γυναίκες τους και από τους υπόλοιπους θεατές, κάπως κοροϊδευτικά:
«Μην το λέτε, μην το λέτε, η αγάπη δεν ξεχνιέται».
Στην συνέχεια, οι γυναίκες, μετά το πέρας του τραγουδιού, έπαιρναν στάχτη και αλεύρι και τα εκσφενδόνιζαν προς τους άνδρες τους, για να στραβωθούν και να μην βλέπουν. Αυτό γινότανε σαν τιμωρία, λόγω του ότι έπρεπε πρώτα να ιδούν τις γυναίκες τους, πριν τις παντρευτούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις κρατούσαν σβησμένα κάρβουνα στα χέρια και τους μουτζούρωναν.
Έπειτα, και οι γυναίκες με την σειρά τους έπιαναν το χορό και σατίριζαν τις ιδιομορφίες και τα ελαττώματα των ανδρών τους, με τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο.
«Κιοτήδες και παλικαράδες με βάλανε στην μέση
να διαλέξω μάνα μου απ’ ούλους ποιος μ’ αρέσει».
Να διαλέξω τον Βαγγέλη, κάπως δεν με παραθέλει
να διαλέξω τον Θανάση, αχ ο μούλος θα με σκάσει
να διαλέξω, τον Αντώνη, κάθε μέρα θα θυμώνει
να διαλέξω τον Δημήτρη, θα με κλείσει μες το σπίτι.
να διαλέξω τον Αλέκο, θα με πατάει στο σβέρκο,
να διαλέξω τον Γιάννη, θα μου λείπει το φουστάνι,
να διαλέξω τον Ζαχαρία, ούλη μέρα φασαρία,
να διαλέξω τον Λιά, θα με φάει η ζαλιά,
να διαλέξω Ντίνο, θε να με χορταίνει ξύλο,
να διαλέξω τον Μιχάλη, δεν θα μετρώ το χάλι,
να διαλέξω τον Θέμη θε να με αφήκει έρμη,
να διαλέξω το Νικολή, θα μου σκάσει την χολή,
να διαλέξω τον Πολυχρόνη, ούλη μέρα θα θυμώνει,
να διαλέξω τον Σωτήρη, δεν μου κάνει το χατίρι
να διαλέξω, τον Τριάντο, θα μου κάνει αυτός κουμάντο,
να διαλέξω τον Λευτέρη, θα με κόψει με το μαχαίρι
να διαλέξω, τον Γιωργάκη, θα με τρώει το σαράκι,
να διαλέξω τον Αρμένη, τι κακό με περιμένει,
να διαλέξω τον Βασίλη, θα μου ψήσει ψάρι στα χείλη,
να διαλέξω τον Μελέτη, θα να με ’χει υπερέτη,
να διαλέξω τον Μεγακλή, ούλη μέρα φυλακή
να διαλέξω τον Κώστα, θα με φάει η φτώχεια,
να διαλέξω τον Πετρή, δεν θα έχω ούτε βρακί,
να διαλέξω τον Αντρέα, τρεις και την κακιά του μέρα,
να διαλέξω, τον Σπύρο, θα με στέλνει όλο στο μύλο,
να διαλέξω τον Παναγιώτη, θα μου φάει την νιότη.
Μόλις τέλειωνε και η τελευταία, τότε όλες μαζί χωρίς ν’ αφήσουν τα χέρια, ακολουθούσαν την πρωτοχορεύτρια, η οποία ανάστρεφε το χορό προς τα έξω, της εξακολουθώντας το κύκλο του χορού, με αντίθετη πορεία και με γυρισμένα τα σώματα και τα πρόσωπα προς τα έξω, να κοιτάζουν τους θεατές και συνάμα και τους άνδρες τους, που τις παρακολουθούσαν όλοι μαζί. Πραγματοποιώντας αυτή την κίνηση τραγουδάνε τους επόμενους στίχους χωρίς να χορεύουν:
«Τούτος ήταν που και αμάν- αμάν
τούτος ήταν που λέγανε,
τούτος ήταν που λέγανε
και μου τον παινεύανε».
Και έπειτα ερχόταν η απάντηση τραγουδιστά από τους άνδρες τους και από τους υπόλοιπους θεατές, κάπως κοροϊδευτικά:
«Μην το λέτε, μην το λέτε, η αγάπη δεν ξεχνιέται».
Τέλος μικροί- μεγάλοι, άνδρες- γυναίκες, έμπαιναν στο χορό και ξεκινούσε το μεγάλο γλέντι, της Αποκριάς.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΤΡΕΙΑΣ
Η παράδοση αναφέρει ότι η ημέρα της Αποκριάς, είναι μια διαφορετική από τις άλλες και δια μέσω των Αποκριάτικων εκδηλώσεων, οι συμμετέχοντες με τον τρόπο τους, ξεσκεπάζουν τον εαυτόν τους σατιρίζοντας, επιδεικνύοντας και αναδεικνύοντας προσωπικότητες, παράπονα, προβλήματα, βλέψεις, θέσεις, σκέψεις, τάσεις, ικανότητες, αισθήματα, καθημερινότητα, μορφές και επεισόδια.
Ένα από τα πολλά σκωπτικά τραγούδια που τραγουδιούνται και χορεύονται στην Βόρεια ορεινή Ηλεία, είναι και αυτό το τραγούδι της κακοπαντρειάς. Το τραγούδι καταγράφηκε στην περιοχή της Πηνείας, του νομού Ηλείας, και θεωρείται εξαίρετο και μοναδικό στο είδος του, όπου τραγουδιόταν και χορευόταν μόνο κατά τις αποκριές από άνδρες και γυναίκες.
Γενικά στον συγκεκριμένο χορό πιάνονται (συμμετέχουν) όσοι –ες έχουν πανδρευτεί με προξενιό και κυρίως παρά την θέληση τους. Ο χορός, δεν έχει χρονικά όρια και χορεύεται από ακαθόριστο αριθμό χορευτών. Αναφέρεται, ότι πρώτα το χόρευαν ξεχωριστά οι άνδρες, τραγουδώντας τα δικά τους λόγια. Και μόλις τελείωναν και κόπαζε το στάχτωμα, το αλεύρωμα, ή και το μουτζούρωμα, τότε αναλάμβαναν οι γυναίκες τον δικό τους χορό.
Γενικά ο χορός είναι ο ίδιος, η μόνη διαφορά εντοπίζεται μόνο στα λόγια των ανδρών από αυτά των γυναικών. Όλοι οι χορευτές πιάνονταν με τα χέρια, όπως συνήθως πιάνονται στα τραγούδια της Πελοποννήσου, στο ύψος της μέσης και το τραγουδούσαν άρχοντος από τον πρωτοχορευτή ή πρωτοχορεύτρια.
Το ανδρικό τραγούδι, άρχιζε τραγουδώντας όλοι μαζί: «Μαυρομαλλούσες και ξανθιές με βάλανε στην μέση, για να διαλέξω μάνα μου, απ’ ούλες ποια μ’ αρέσει».
Και στην συνέχεια με την χορευτική σειρά, ο πρώτος τραγουδώντας άρχιζε με τον εξής στίχο:
«Να διαλέξω την Ελένη, κάπως δεν με παραθέλει».
Τότε, όλοι οι υπόλοιποι πλην αυτού, πάντα τραγουδώντας επαναλάμβαναν τον ίδιο στίχο . Έπειτα συνέχιζε ο επόμενος, πάντα εμπλέκοντας το όνομα της γυναίκας του και πάλι επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι και συνεχιζόταν ούτω καθεξής μέχρι να τελειώσουν όλοι οι χορευτές.
Σημείωση, ο κάθε χορευτής οπωσδήποτε έπρεπε ν’ αναφέρει τ’ όνομα της γυναίκας του. Εάν κάποιος, από λάθος ή σκόπιμα, δεν ανέφερε το όνομα της γυναίκας του, τότε οι υπόλοιποι τον έδιωχναν από τον χορό, και τον φώναζαν σώγαμπρο. Εάν μεταξύ αυτών συμμετείχε και κάποιος ανύπανδρος -η, πάντοτε προσπαθούσε ν’ αναφέρει κάποιο ουδέτερο γυναικείο -ανδρικό όνομα. Πάντως οι ανύπανδροι, και οι ερωτευμένοι δεν ανέφεραν τ’ όνομα της αγαπητικιάς για να μην κινήσει υποψίες στο χωριό του. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις, όπου πολλοί με αυτό το τραγούδι έβρισκαν την ευκαιρία να δημοσιοποιήσουν τα αισθήματά τους και να προχωρήσουν σε γάμο. Ο χορός, γινόταν στην πλατεία και στην ομήγυρη τον παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων και οι γυναίκες των χορευτών, όπου η κάθε μια άκουγε τις σκέψεις, τα παράπονα, και την εκτίμηση του άνδρα της προς αυτήν .
Μαυρομαλλούσες και ξανθιές με βάλανε στην μέση
να διαλέξω μάνα μου απ’ ούλες ποια μ’ αρέσει.
Να διαλέξω την Ελένη, κάπως δεν με παραθέλει,
να διαλέξω την Βασίλω, σκιάζομαι μην φάω ξύλο,
να διαλέξω την Διαμάντω, θα μου κάνει το κουμάντο,
να διαλέξω την Χρυσούλα, θε να μου τα φάει ούλα,
να διαλέξω την Μαρία ,θα το παίζει και κυρία,
να διαλέξω την Σωτήρω, θα μου κάνει τον τρίτο γύρω,
να διαλέξω την Θανάσω, θα με κάνει να σκάσω,
να διαλέξω την Αλέξω, θα με κλείνει το βράδυ έξω.
να διαλέξω την Φροσύνη, δεν τις έχω εμπιστοσύνη,
να διαλέξω την Θεώνη, ούλη μέρα θα θυμώνει,
να διαλέξω την Ασημίνα, θα με κόψει η πείνα,
να διαλέξω την Πηνελόπη, πάνε χαμένοι ούλοι οι κόποι,
να διαλέξω την Βαγγελιώ, ούλη μέρα κουτσομπολιό,
να διαλέξω την Αντιγόνη, ούλο στρώνει και ξεστρώνει,
να διαλέξω, την Αστέρω, θα με κάνει να υποφέρω,
να διαλέξω την Κυπαρίσσω, την άλλη μέρα θα χωρίσω,
να διαλέξω την Παγώνα, δεν βγάνω τον Χειμώνα,
να διαλέξω την Σταμάτω, θε να σκούζω σαν τον γάτο,
να διαλέξω την Τασία, ούλη μέρα φασαρία,
να διαλέξω την Ζαχάρω, δεν την θέλω να την πάρω,
να διαλέξω την Φώτο, θα με χωρίσει με το πρώτο,
να διαλέξω την Τρυφώνη, ούτε πλένει ούτε ζυμώνει,
να διαλέξω την Κανέλλα, δεν την θέλω την τεμπέλα,
να διαλέξω την Θανάσω, ότι έχω το χάσω,
να διαλέξω την Βάγια, θε να μου κάνει μάγια,
να διαλέξω την Βασιλική, θα με βάλει φυλακή,
να διαλέξω την Σταμάτα, πάνε χαράμι τα δόλια νιάτα.
Μόλις τέλειωνε και ο τελευταίος, τότε όλοι μαζί χωρίς ν’ αφήσουν τα χέρια, ακολουθούσαν τον πρωτοχορευτή, ο οποίος ανάστρεφε το χορό προς τα έξω, εξακολουθώντας το κύκλο του χορού με αντίθετη πορεία και με γυρισμένα τα σώματα και τα πρόσωπα προς τα έξω, να κοιτάζουν τους θεατές και συνάμα και τις γυναίκες τους, όπου τους παρακολουθούσαν όλοι μαζί. Πραγματοποιώντας αυτή την κίνηση, που για πρώτη φορά συμβαίνει σε ελληνικό παραδοσιακό χορό, τραγουδούσανε τους επόμενους στίχους χωρίς να χορεύουν:
«Τούτ’ ήταν που και αμάν- αμάν
τούτ’ ήταν που λέγανε,
τούτ’ ήταν που λέγανε
και μου την παινεύανε».
Και έπειτα ερχόταν η απάντηση τραγουδιστά, από τις γυναίκες τους και από τους υπόλοιπους θεατές, κάπως κοροϊδευτικά:
«Μην το λέτε, μην το λέτε, η αγάπη δεν ξεχνιέται».
Στην συνέχεια, οι γυναίκες, μετά το πέρας του τραγουδιού, έπαιρναν στάχτη και αλεύρι και τα εκσφενδόνιζαν προς τους άνδρες τους, για να στραβωθούν και να μην βλέπουν. Αυτό γινότανε σαν τιμωρία, λόγω του ότι έπρεπε πρώτα να ιδούν τις γυναίκες τους, πριν τις παντρευτούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις κρατούσαν σβησμένα κάρβουνα στα χέρια και τους μουτζούρωναν.
Έπειτα, και οι γυναίκες με την σειρά τους έπιαναν το χορό και σατίριζαν τις ιδιομορφίες και τα ελαττώματα των ανδρών τους, με τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο.
«Κιοτήδες και παλικαράδες με βάλανε στην μέση
να διαλέξω μάνα μου απ’ ούλους ποιος μ’ αρέσει».
Να διαλέξω τον Βαγγέλη, κάπως δεν με παραθέλει
να διαλέξω τον Θανάση, αχ ο μούλος θα με σκάσει
να διαλέξω, τον Αντώνη, κάθε μέρα θα θυμώνει
να διαλέξω τον Δημήτρη, θα με κλείσει μες το σπίτι.
να διαλέξω τον Αλέκο, θα με πατάει στο σβέρκο,
να διαλέξω τον Γιάννη, θα μου λείπει το φουστάνι,
να διαλέξω τον Ζαχαρία, ούλη μέρα φασαρία,
να διαλέξω τον Λιά, θα με φάει η ζαλιά,
να διαλέξω Ντίνο, θε να με χορταίνει ξύλο,
να διαλέξω τον Μιχάλη, δεν θα μετρώ το χάλι,
να διαλέξω τον Θέμη θε να με αφήκει έρμη,
να διαλέξω το Νικολή, θα μου σκάσει την χολή,
να διαλέξω τον Πολυχρόνη, ούλη μέρα θα θυμώνει,
να διαλέξω τον Σωτήρη, δεν μου κάνει το χατίρι
να διαλέξω, τον Τριάντο, θα μου κάνει αυτός κουμάντο,
να διαλέξω τον Λευτέρη, θα με κόψει με το μαχαίρι
να διαλέξω, τον Γιωργάκη, θα με τρώει το σαράκι,
να διαλέξω τον Αρμένη, τι κακό με περιμένει,
να διαλέξω τον Βασίλη, θα μου ψήσει ψάρι στα χείλη,
να διαλέξω τον Μελέτη, θα να με ’χει υπερέτη,
να διαλέξω τον Μεγακλή, ούλη μέρα φυλακή
να διαλέξω τον Κώστα, θα με φάει η φτώχεια,
να διαλέξω τον Πετρή, δεν θα έχω ούτε βρακί,
να διαλέξω τον Αντρέα, τρεις και την κακιά του μέρα,
να διαλέξω, τον Σπύρο, θα με στέλνει όλο στο μύλο,
να διαλέξω τον Παναγιώτη, θα μου φάει την νιότη.
Μόλις τέλειωνε και η τελευταία, τότε όλες μαζί χωρίς ν’ αφήσουν τα χέρια, ακολουθούσαν την πρωτοχορεύτρια, η οποία ανάστρεφε το χορό προς τα έξω, της εξακολουθώντας το κύκλο του χορού, με αντίθετη πορεία και με γυρισμένα τα σώματα και τα πρόσωπα προς τα έξω, να κοιτάζουν τους θεατές και συνάμα και τους άνδρες τους, που τις παρακολουθούσαν όλοι μαζί. Πραγματοποιώντας αυτή την κίνηση τραγουδάνε τους επόμενους στίχους χωρίς να χορεύουν:
«Τούτος ήταν που και αμάν- αμάν
τούτος ήταν που λέγανε,
τούτος ήταν που λέγανε
και μου τον παινεύανε».
Και έπειτα ερχόταν η απάντηση τραγουδιστά από τους άνδρες τους και από τους υπόλοιπους θεατές, κάπως κοροϊδευτικά:
«Μην το λέτε, μην το λέτε, η αγάπη δεν ξεχνιέται».
Τέλος μικροί- μεγάλοι, άνδρες- γυναίκες, έμπαιναν στο χορό και ξεκινούσε το μεγάλο γλέντι, της Αποκριάς.
Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014
ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ
Αβραμόπουλος = σιντριβάν αμπράμ αγά.
Αιρ κοντίσιον = αραλίκ ντουλάπ.
Αισθητικός χειρούργος = χανούμ τομάρ χασάπ.
Αναπηρική σύνταξη = σακάτ μπαξίς.
Ανδρικό μοναστήρι = τσουτσούν στράφ σαράι.
Ανεργία = ταμάμ τσογλάν κεσάτι.
Απλοί πολίτες = φουκαρά ασκέρ.
Αρραβώνας = μπεμπέκ καπάρογλου
Ασθενοφόρο = σακάτ αραμπά.
Αυλοίοι = πατσαβούρ ασκέρ.
Βενιζέλος = μπακλαβά μπέη.
Βέρα = μπουνταλά χαλκά.
Βιάγκρα = μαρκάλ μπαρούτ.
Βιβλιάριο απόρων κορασίδων = μπατίρ τεφτέρ χανούμ.
Βόρθρος = σκατά χαβούζ ταμπούρ.
Βουλευτές = τσογλάν σινάφι.
Βουλή = νταβατζή ζουλάπ αχούρ.
Βρακί = μπαγάδ ταγάρ.
Γεροντοκόρη = τσουτσού γιοκ.
Γεροντοκόρος = τσουτσούν ράφι.
Γκέι = τονπαίρνωγλου τσογλάν.
Γραφείο εφημερίδας = κουμάς τσαντίρ μασάλι χαμπέρ.
Γυναικολόγος = γυρωμούν ντοκτόρ.
Δανειολήπτης = μπατίρ μουστερί.
Δάσκαλος = τσογλάν αγά.
Δεσπότης = μαυρίλ φαγάν εφέντης.
Δήμαρχος = τσοπάν ογλού.
Δημόσιο = ρουσφέτ τσιμπούς.
Δημόσιος υπάλληλος= ραχάτογλου εμίν αγά.
Διαδήλωση = χαβελέ μπουλούκ.
Δυνάμεις Καταδρομών = μπαμπές ασκέρ.
Έδρα εφημερίδας = τσαντίρ μαχαλά χαμπέρ.
Εθνικό χρέος = γιουνάν φέσι.
Εκπτώσεις = ξεφτίλ μπίρ παρά.
Έκτακτος φόρος = σιχτίρ ρεφενέ πεσκέσι.
Ελικόπτερο = ζουζούν σαμαντά.
Εντερολόγος = πατσά ντοκτόρ.
Θησαυροφυλάκιο= σεντούκ παρά.
Θωρηκτό= τσαμπουκά παπόρ.
Κανόνι = σαμαντά μπουρί.
Καραμανλής = ατζαμή μεμέτ εφέντη.
Καρατζαφέρης = γλυκάνογλου σοφρά.
Κηπουρός = ζαρζαβάτ γκιούλ μπαξέ τσογλάν.
Κιοτής = καραπουτσκλάν.
Κόκορας = πουλακίδ νταβαντζή.
Κολομπαράς = ροδέλ μασούρ μπιχτέρ.
Κουρέας = τσουλούφ μερεμέτ.
Κουρτίνα = οντάς μπουρνούζι.
Κουτσομπόλα = χανούμ μαχαλά χαμπέρ.
Κρατική μηχανή = τσαπατσούλ συμφέρογλου ασκέρ.
Κρεβατοκάμαρα = μαρκάλ οντάς.
Κριάρι = νταβαντζή χανούμ μπέέέ!
Κυβέρνηση = μπουλούκ ντιβάνι σινάφι.
Κυλότα = κωλομούν ταγάρ.
Κυτίο παραπόνων = σιχτίρ σεβντά ντουλάπ.
Λάδωμα = μπαξίς χατίρ.
Λαθρομετανάστης = μπατίρ μουσαφίρ.
Λίμνη των κύκνων = χαβούζ παπί.
Λουκάνικο = σουτζούκ τσουτσούν.
Μαζί τα φάγαμε = γιουνάν ρεφενέ.
Μακιγιάζ = μερεμέτ χανούμ σοβά.
Μαλάκας = χερογλυκάνογλου τσογλάν.
Μαλακία= τσουτσού νταχτιρντί.
Μάστορας = μερεμέτ μπαγαπόντ.
Μαύρα χρήματα = κελεπούρι μπαξίς.
Μεταμόσχευση οργάνων = τράμπα μεζέ.
Μητσοτάκης = γκαντέμ πασά.
Μιχαλολιάκος = νταβαντζή εφέντη.
Μνημόνιο = μπαξίς χουνέρι.
Μουνί = τσουτσούν μεζέ.
Μουνί γριάς = τσαλακομούν.
Μουρλός = ζουρλούμ κολοκύθ.
Μπουζουξίδικο = μπαγλαμά αχούρ.
Ναυμαχία = καϊκ καυγά.
Νεκροταφείο = ψοφίμ μπουντρούμ μαχαλάς.
Νεκροτόμος = ψοφίμ χασάπ.
Νοσοκομείο = σακάτ οντάς.
Οικονομικό άγχος = ξεφτίλ παρά σεκλέτ.
Παγάκι = μπούζ κεφτέ.
Πάγκαλος = μαζιταφαγάμ εφένδ μπέη.
Παιδίατρος = τσογλάν ντοκτόρ.
Παντελόνι = σαλβάρ ασκί.
Παπανδρέου = σουρταφέρτ παπάρογλου.
Παπαντζής = κολιτσίν εφφέ.
Παρακράτηση χρημάτων = παρά φέσι
Παρθένος άνδρας = τσουτσούν χαράμ.
Πεθερά = σιχτίρ χανούμ.
Περίπτερο = τσουτσούνι μπαράκα.
Περιφερειάρχης = σατράπ τσουτσούνι.
Πεταλούδα = εμπριμέ κουνούπ.
Ποδοσφαιριστής = μεσούτ ταβάζ.
Ποτό = ζουρλούμ νερό.
Πουταναριό = τσουτσουν χάνι χανούμ.
Προεκλογικές δεσμεύσεις = μπαλαμούτ ταξίμ.
Προφυλακτικό = τσουτσούν φερετζές.
Πρώτη νύχτα του γάμου= τσουτσούν σεφτέ.
Ραδιόφωνο = τζερτζελέ μαραφέτ.
Σαμαράς = σαχλαμάρογλου εφένδης.
Σεξουαλικός ανίκανος = τσουτσούν φουκαράς.
Σουτιέν = μαστάρ ντορβάς, ή μαστάρ τουλούμ.
Σπέρμα = τσουτσούν σιρόπ.
Στομάχι = σκατά σκεμπές αμπάρι.
Στομαχολόγος = πατσά ντοκτόρ.
Στρίγκ = ξεφτίλ ταγαρομούν.
Στριπτιτζού = ντάχ-ντιριντάχτα τσιτσίδ.
Συνοικία γύφτων = καραμαχαλά γιουσουρούμ τσαντίρ.
Σχολείο = τσογλάν μαντρί.
Σώγαμπρος = τσουτσούν μουσαφίρ.
Σωματοφύλακας = μπουλούκ ζαγάρ εφέντ.
Ταμείο ανεργίας = φουκαρά χαρτζιλίκ.
Τανκ= σαματά τουτού.
Τεμπέλης = ξαπλώνογλου αγάς.
Τζίτζικας = γλετζέ ζουζούν.
Τηλεδιάσκεψη = παρτούζ τελεφόν.
Τηλεόραση = μπανιστίρ ντουλάπ.
Τρελός = ζουρλούμ τενεκές.
Τσίπρας = παπαρ-ούν μπουμπούκι.
Τσοχατζόπουλος = μπατίρ μπαγλαρούν εφένδης.
Υποβρύχιο = μπουρμπουλίθρ παπόρ, ή μπαμπές παπόρ.
Υποτίμηση = στράφ παράς.
Υπουργείο = ρουσφέτ τσιφλίκι.
Υπουργός = γιαλαντζί πατριώτ.
Υποψήφιοι βουλευτές = σαβούρ ρεμπεσκιέ ασκέρ.
Φέρετρο = ψοφίμ ντουλάπ.
Φυλακή = μπαγλαρούν σαράι.
Χήρα = τσουτσούν μπατίρ.
Ψυγείο = τουρτούρ ντουλάπ.
Ωρολόγι = μπακίρ μπιχλιμπίδ χαϊμαλί ζουζούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)