ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ
Στις κοινωνίες των ανθρώπων, δεν υπήρχε πράξη, η οποία να τελείται χωρίς την συνοδεία τραγουδιών. Ολόκληρος ο βίος του ανθρώπου, γέννηση, βάπτιση, αρραβώνας, γάμος, θάνατος, εορτές, πανηγύρια, πόλεμοι, ξενιτιά, αρρώστιες, άθλοι, καθημερινότητα, χειρονακτική εργασία, επαγγέλματα, φύση κ.λπ. υποχρεωτικά συνοδεύονταν και κοσμούνταν από την δημοτική μας μούσα.
Ο Ελληνισμός ηττηθείς, μεν από τους Μωαμεθανούς ως κράτος, έμεινε όμως αήττητο ως Έθνος, και αυτό οφείλεται στην Θρησκεία, την γλώσσα και την παράδοση, τα οποία έμειναν ανεξίτηλα έως την ώρα του μεγάλου λυτρωμού. Ιδίως η δημοτική μας μούσα, συνέβαλε θετικότατα και κατάφερε και αποθανατίσει και να κρατήσει ζωντανή την Ιστορία, την Θρησκεία, το Έθνος και γενικά την Παράδοση.
Η επιβίωση, της Ελληνικής Παραδοσιακής Δημοτικής Μουσικής, δια μέσου των αιώνων και η μετάδοση της, από γενιά σε γενιά, νομίζω ότι βασίστηκε και κινήθηκε κυρίως στον προφορικό τομέα. Ο οποίος, προς διάσωση μέρους αυτής, από την ολέθρια επίδραση του χρόνου, επωμίσθηκε να διασώσει και συνάμα να παραδώσει τα δημοτικά μας τραγούδια, όχι μόνον ως στίχους αλλά και τους σκοπούς των.
Άλλος ένας δευτερεύοντας τομέας, με τεράστια προσφορά και ευθύνη, είναι η περισυλλογή και καταγραφή των στίχων και σε λίγες περιπτώσεις την μουσική αυτών, και έκδοση σε διάφορα βιβλία, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει με την σειρά του και αυτός, από γενιά σε γενιά, πιο άψογα αλλά και με περισσότερους στίχους, τα δημοτικά μας άσματα.
Η προφορική Δημοτική μουσική, πέραν από αυτά τα προτερήματα που την διακρίνουν, μειονέκτησε και συνεχίζει να μειονεκτεί κυρίως στην μη σωστή αναμετάδοση των στίχων των ασμάτων ως έχουν, αλλά όπως είναι αποδεδειγμένο επί το πλείστον, γίνεται ένα συνονθύλευμα λέξεων και μουσικής, που σταδιακά όπως έχουμε διαπιστώσει, αλλοιώνουν την αρχική του μορφή τους, με τραγικά αποτελέσματα ώστε σήμερα να εντοπίζουμε τραγούδια χωρίς νόημα, χωρίς την αρμόζουσα μουσική, αλλά με πλήθος από ιστορικά ή επεισοδιακά και λαογραφικά λάθη. Μόλις τον 18ον αιώνα, η γραπτή παράδοση, άρχισε να κάνει την πρώτα της βήματα, σαν μέσο και μετάδοσης και καταγραφής, με τη λεξιλογική και μουσική καταγραφή των δημοτικών μας ασμάτων.
Η μετάδοση, από περιοχή σε περιοχή και από γενιά σε γενιά, επιτυγχανόταν με την ανθρώπινη φωνή και τα παραδοσιακά μουσικά όργανα και με μια συνεχή επεξεργασία στο στόμα του λαού. Τοιουτοτρόπως, τα δημοτικά μας τραγούδια επιβίωσαν και διαιωνίστηκαν και σήμερα θεωρούνται ο κεντρικός μοχλός της ανάπτυξης και συντήρησης της μουσικής μας παράδοσης. Είναι δε πάρα πολύ δύσκολο και μάλλον αδύνατον ν’ ανιχνευτεί και να προσδιοριστεί η απαρχή των τραγουδιών.
Ωστόσο σε πάρα πολλά απ’ αυτά, όπως μεταδόθηκαν, μεταλλάχθηκαν και συντηρούνται μέχρι σήμερα, επιβιώνουν ιδιώματα ή ανακαλύπτουμε ίχνη παλαιοτέρων εποχών. Επί πλέον, η μουσικολογική έρευνα, της ρυθμικής τους δομής, αποκαλύπτει και προσδιορίζει ατράνταχτα στοιχεία, τα οποία μας οδηγούν στην αρχαιότητα, με ρίζες που έχουν αφετηρία την αρχαιοελληνική μουσική, χωρίς ωστόσο να έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε και το βάθος του χρόνου που φθάνουν οι αρχές τους.
Με τη διαρκή εξέλιξη τους και τον εμπλουτισμό τους με συνεχώς νεότερες, για κάθε εποχή δημιουργίες, έφθασαν μέχρι τις μέρες μας. Ο μηχανισμός παραγωγής τους παρέμεινε ο ίδιος, ζωντανός και μετά την απελευθέρωση και παραμένει αμετάβλητος μέχρι και σήμερα.
Ο λαός πάντοτε χρησιμοποιούσε τα ίδια ποιητικά και μουσικά μοτίβα, για να τραγουδήσει και τα νεότερα ιστορικά γεγονότα της Ελληνικής ζωής, όπως τραγούδησε και τα παλαιότερα. Έτσι, στη νεότερη εποχή, έχουμε τραγούδια για όλους τους μεταγενέστερους πολέμους, μέχρι και την μάστιγα των δύο τελευταίων αιώνων, τον ξενιτεμό, που ο λαός μας τον ονόμασε «μισό θάνατο».
Οι ταλαντούχοι λαϊκοί παραδοσιακοί μουσικοί, δεν έλειψαν από καμία εποχή. Συνεπώς, το δημοτικό τραγούδι, ποτέ δεν έπαψε να γεννιέται. Και σήμερα έχουμε παραγωγή πολλών νέων δημοτικοφανών τραγουδιών. Μόνον που αυτά δεν αναφέρονται σε επεισόδια, σε πολέμους, στην καθημερινότητα και σε λαογραφικά στοιχεία, παρά μόνον, καθώς έχει αποδειχθεί από τις συνεχείς αναλύσεις και καταγραφές, αναλώνονται στον έρωτα, στους καημούς και στον χωρισμό.
Το πλήθος του ρεπερτορίου αυτών των τραγουδιών, κατά κανόνα, είναι επώνυμα. Ενώ, ο λαός επιλέγει εκείνα ακριβώς που τον εκφράζουν, εκείνα που εισδύουν κατ’ ευθείαν στο βάθος της ψυχής του, και κυρίως εκείνα που του σερβίρουν στα μαζικά μέσα ενημέρωσης και σε κάθε περίπτωση, τα τραγουδάει απρόσωπα χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο παρά μόνο για τα ηλεκτρονικά ηχητικά ακούσματά του.
Έτσι, σιγά-σιγά, ξεχνάει δημιουργούς και συνθέτες και τα τραγούδια αυτά, παίρνουν το χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών με τελικό αποτέλεσμα να τα κάνει κτήμα του και σε τελική φάση να τα βαπτίζει πλέον ως δημοτικά τραγούδια. Στα νεότερα αυτά δημοτικά τραγούδια διακρίνουμε δύο κατηγορίες.
1. Στη πρώτη κατηγορία νομίζω ότι περιλαμβάνονται τα τραγούδια που οικοδομούνται ευθύς εξ αρχής με καινούργια μελωδική δομή και καινούργια θεματολογία και το άκουσμα τους είναι εντελώς νέο, με λαϊκή χροιά και δημοτικό ηχόχρωμα. Τα τραγούδια αυτά κυκλοφορούν στο εμπόριο επώνυμα ως νέες δημοτικές συνθέσεις και τραγουδιούνται αδιακρίτως μαζί με τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια. Είναι ευνόητο ότι με το χρόνο, πολλά από τα τραγούδια αυτά, θα περάσουν, ισότιμα με τα παλαιότερα τραγούδια, στο μεγάλο μουσικό χώρο της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης και θα τραγουδιούνται, χωρίς να αναφέρονται πλέον οι δημιουργοί του τραγουδιού, οι οποίοι θα περάσουν πλέον στην ανωνυμία και στη λήθη του παρελθόντος. Αναφερόμαστε βέβαια στις συνθέσεις εκείνες που όντως χαρακτηρίζονται από γνήσια παραδοσιακά στοιχεία Ελληνικού ύφους και ήθους, και διαθέτουν πράγματι αυθεντικά δείγματα ποιητικής και μουσικής δομής. Γιατί στις νεότερες συνθέσεις υπάρχει και ένας μεγάλος, δυστυχώς, αριθμός τελείως ακατάλληλων τραγουδιών που γράφονται για εμπορικούς και μόνο σκοπούς χωρίς να έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό με τα γνήσια δημοτικά μας τραγούδια. Τα τραγούδια αυτά, χωρίς να είναι υπερβολή, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε και «επικίνδυνα» καθόσον με τις ανούσιες μελωδίες τους και τους ανόητους και χαμηλής στάθμης στιχουργικές δομές τους, αλλοιώνουν και νοθεύουν το παραδοσιακό δημοτικό ηχόχρωμα και στην, κυριολεξία, παραχαράσσουν τις Εθνικές μας παραδόσεις. Στην ίδια αυτή «επικίνδυνη» ομάδα συμπεριλαμβάνονται βέβαια και όλα τα, απαράδεκτα από κάθε άποψη, «δήθεν» δημοτικοφανή τραγούδια με το χαρακτηριστικό έντονο ανατολίτικο ηχόχρωμα, τσιφτιτέλια κ.λπ., τα οποία τις περισσότερες φορές είναι διανθισμένα και με την γνωστή επωδό «αμάν-αμάν», που χαρακτηρίζει τους Μικρασιατικούς και Τούρκικους αμανέδες, οι οποίοι αποτελούν ασφαλώς μια άλλη κατηγορία τραγουδιών. Τα τραγούδια του είδους αυτού, τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται, δυστυχώς, στη πρώτη θέση του «ρεπερτορίου» πολλών μουσικών συγκροτημάτων σε «κοσμικές» και παντός είδους, χορευτικές συγκεντρώσεις Συλλόγων, Σωματείων και διαφόρων δημοτικών συγκροτημάτων σε λαϊκά πανηγύρια στην ύπαιθρο και σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Τραγουδιούνται και χορεύονται στο σύντομο ρυθμό του καλαματιανού χορού, είναι πολύ προσιτά στην εκτέλεση και γι’ αυτό, με πολύ ευκολία, σερβίρονται στο λαό σαν δημοτικά τραγούδια. Δυστυχώς αυτά όμως δεν είναι Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα περισσότερα κυρίως, είναι απομιμήσεις ξένων κυρίως ανατολίτικων τραγουδιών και δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την Ελληνική μουσική μας, διότι είναι παρείσακτα και μη αποδεκτά από την επίσημη μουσική μας παράδοση.
2. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται εκείνα τα τραγούδια, τα οποία γράφονται με προσαρμογή μιας νέας θεματολογίας πάνω σε κάποιο πολύ γνωστό παραδοσιακό δημοτικό μοτίβο. Έτσι, πολλές φορές, ακούμε μια γνωστή παραδοσιακή μελωδία με ποιητικό κείμενο νεώτερο και σύγχρονο. Αυτό το κάνουν πολλοί νεώτεροι δημοτικοί τραγουδοποιοί καλλιτέχνες γιατί είναι πολύ πιο εύκολο, από το να κάνουν σύνθεση νέων μελωδιών. Η τάση αυτή, που εμφανίζεται πολύ έντονα και με μεγάλη συχνότητα τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει δύο όψεις, την θετική και την αρνητική.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται, με μεγάλη μάλιστα συχνότητα, ένα ανησυχητικό, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, φαινόμενο, όσον αφορά την διατήρηση της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της δημοτικής μας παράδοσης.
Πολλά, πολύ παλαιά, παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια κάνουν την εμφάνιση τους στη σύγχρονη δισκογραφία διασκευασμένα και ριζικά αλλοιωμένα, όσον αφορά τη μελική τους δομή, από νεότερους δημοτικούς καλλιτέχνες τραγουδιστές ή οργανοπαίκτες.
Ιδιαίτερα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ορισμένοι μουσικοί, προσπάθησαν να εναρμονίσουν το δημοτικό μας τραγούδι, να το συγκεράσουν και να μεταβάλουν τον τρόπο ερμηνείας τους, μ’ αποτέλεσμα, οι παραποιημένες αυτές και νοθευμένες μουσικές δημιουργίες, να θυμίζουν περισσότερο δυτικές μελωδίες παρά εικόνες και μορφές της παραδοσιακής Ελληνικής ζωής.
Επίσης διάφοροι καλλιτέχνες μουσικοί δημοτικών τραγουδιών για διαφόρους λόγους εμπορικούς, μουσικούς κ.λπ. μεταποίησαν σημαντικά τους στίχους αρκετών τραγουδιών και τοιουτοτρόπως εξοστράκισαν την αυθεντικότητα και την ιστορικότητα του.
Αναφέρω δυο παραδείγματα παραποίησης δημοτικών τραγουδιών.
Σωστό
«Ο κάμπος μοσχοβόλησε απ’ τα πολλά λελούδια.
Κι εσύ δεν βγαίνεις να σε ιδώ μες την παλιά σου ρούγα…»
Λάθος
«Ο κάμπος ε-πρασίνισε απ’ τα πολλά λουλούδια.
Αμάν, κι εσύ δε βγαίνεις να σε ιδώ, γειτόνισσα καινούργια..».
Σωστό
Σαν πας πουλί μου, στη Φραγκιά, σαν πας στην Αγιά Μαύρα,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, το δόλιο Κατσαντώνη.
Λάθος
Σαν πας πουλί μου στο Μοριά, σαν πας στην Αγιά Λαύρα,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, κι αυτόν τον Κατσαντώνη.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, αφ’ ενός μεν τα τραγούδια αυτά χάνουν το μεγαλείο και τη χάρη της αυθεντικότητας, αφ’ ετέρου δε, ανεξέλεγκτα και εντελώς αυθαίρετα, γίνεται διαστρέβλωση και παραποίηση της Ελληνικής μουσικής μας παράδοσης.
Με τις παραποιημένες και νοθευμένες αυτές, τις δήθεν παραδοσιακές μελωδίες, καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλο κακό γίνεται στη διαμόρφωση του μουσικού αισθητήριου του λαού και κυρίως των νέων ανθρώπων, που αρχίζουν σιγά-σιγά να διαμορφώνουν τη μουσική τους αντίληψη για τη δημοτική μουσική μας παράδοση.
Το κακό όμως δεν εντοπίζεται μόνο σ’ αυτό το σημείο. Επανειλημμένα αντιμετωπίζουμε περιστατικά που αποβλέπουν στην αλλοίωση την παραποίηση και την αδιαφορία για την παράδοση και ιδίως για το τι αντιπροσωπεύει και τι επιδιώκει το δημοτικό μας τραγούδι. Δεν θ’ αναφερθώ σε περιστατικά που συνέβησαν και συμβαίνουν σε άλλες περιοχές αλλά σε δρώμενα που κατέγραψα στον τόπο μας και οπωσδήποτε χρειάζεται ένας μικρός σχολιασμός.
Πρόεδρος Δημοτικού συμβουλίου κατά την ομιλία του, σε επετειακή εκδήλωση την 25ην Μαρτίου, αναφέρθηκε με αντιστασιακά τραγούδια μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Εκπολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών Χορών, σε πολιτιστική εκδήλωση του πλαισιώθηκε για οικονομικούς λόγους από κομπανία Σέρβων. Ενώ ακόμη Πρόεδρος Συλλόγου Φίλων Παραδοσιακού Τραγουδιού κατά την επετειακή εκδήλωση της 25ης Μαρτίου, τραγούδησε και δημοσιεύω όπως ο ίδιος επιγραμματικά ανέφερε: «…το τραγούδι που θα σας ερμηνεύσω το έγραψε και το μελοποίησε ο (τάδε……) και είναι ένα πολύ ωραίο κλέφτικο δημοτικό...».
Ενώ πάλι σε επετειακή εκδήλωση 25ης Μαρτίου, πολιτιστικός σύλλογος βάπτισε και χόρεψε σαν επετειακό, το Ηπειρώτικο τραγούδι της Ξενιτιάς: «Γιάννη μου το μαντήλι σου…»
Τα παραποιημένα αυτά δημοτικά τραγούδια παρουσιάζονται και μάλιστα με τους αυθεντικούς παραδοσιακούς τους τίτλους, ως νεότερες επώνυμες συνθέσεις γνωστών τραγουδοποιών, και μουσικών κομπανιών.
Πολλά παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σχετικά. Πολλά γνήσια παραδοσιακά τραγούδια, κυκλοφορούν και τραγουδιούνται, αρκετά παραποιημένα, ως σύγχρονες συνθέσεις.
Θα πρέπει πάντως να παραδεχθούμε, χωρίς να είμαστε εντελώς απαισιόδοξοι, ότι όλες αυτές οι παρεκκλίσεις και ανοχές, καλλιεργούν και συντηρούν μια, πράγματι, νοσηρή και άκρως ανησυχητική κατάσταση, που έχει άμεση σχέση με την γνησιότητα και την αυθεντικότητα, της διαιωνιζόμενης δημοτικής μουσικής μας παράδοσης.
Η χρησιμοποίηση ποικίλων μουσικών οργάνων για τη συνοδεία και απόδοση των δημοτικών μας τραγουδιών έχει σαν συνέπεια να γινόμαστε μάρτυρες μιας προοδευτικής και σταθερής παραφθοράς και αλλοίωσης των παραδοσιακών ηχοχρωμάτων και των αυθεντικών και γνήσιων ακουσμάτων της δημοτικής μας μουσικής. Αυτό βέβαια έχει και μία ακόμη οδυνηρή συνέπεια. Τα εθνικά παραδοσιακά μας όργανα, λίγο-λίγο, εξαφανίζονται. Η εικόνα της παραδοσιακής ιδίως στεριανής δημοτικής κομπανίας με το κλαρίνο, την φλογέρα, το βιολί, το λαούτο, το σαντούρι και το τουμπελέκι, σιγά - σιγά απομακρύνεται και σε λίγα χρόνια θα μας έρχεται στο νου μας σαν μια ανάμνηση ενός μακρινού παρελθόντος. Στις σημερινές κομπανίες σπάνια συναντούμε βιολί και σχεδόν ποτέ σαντούρι. Ενώ αυτές ενισχύονται, με ντραμς, κιθάρες, ακορντεόν, πλήκτρα (synthesizers) ή keyboards, ηλεκτρικό μπάσο και μ’ άλλα με διάφορα εισαγόμενα και ηλεκτρονικά όργανα. Ακόμη και οι τραγουδιστές της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης, σταδιακά χάνουν, και αυτοί, το χρώμα τους και μεταλλάσσονται σύμφωνα με τις επιταγές των εκάστοτε συμφερόντων. Πολλοί, από τους νεότερους τραγουδιστές των δημοτικών μας τραγουδιών, φαίνεται σαν να στερούνται παραδοσιακών ακουσμάτων αυθεντικών ερμηνειών, από παλαιότερους ερμηνευτές που έχουν αφήσει εποχή στο δημοτικό μας τραγούδι. Δίνουν την εντύπωση, ότι μάλλον δεν έχουν την επίγνωση της ιδιαιτερότητας που έχει η ερμηνεία και απόδοση ενός παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, συγκριτικά με την ερμηνεία ενός έντεχνου κοσμικού τραγουδιού. Βασιζόμενοι στο χάρισμα της φωνητικής τους καλλιέπειας, και ιδιαίτερα στη βοήθεια των σύγχρονων ηλεκτρονικών ηχητικών μέσων, ερμηνεύουν εντελώς τεχνικά και μηχανικά τα δημοτικά μας τραγούδια, και τα αποδίδουν, φωνητικά μεν, εντυπωσιακά, απογυμνωμένα όμως από το μελωδικό ηχόχρωμα και τα χαρακτηριστικά τον λαϊκού ύφους που μαρτυρούν και προσδιορίζουν την γνησιότητα της μελωδίας και που χαρακτηρίζουν τα γνήσια και ανόθευτα δημοτικά μας τραγούδια.
Ακόμη θέλω να επισημάνω το σημερινό «κονσερβοποιημένο» μουσικό πρόγραμμα που χρησιμοποιείται κυρίως σε γάμους, κατά την συνεστίαση που δίδεται σε κέντρα διασκέδασης, μετά το πέρας του μυστηρίου. Μέχρι να εισέλθουν οι νεόνυμφοι στην αίθουσα ακούγεται απαλή ξενόφερτη μουσική. Μετά την είσοδο οι διαδικασίες είναι προκαθορισμένες και ο θεατρινισμός επικρατεί σ’ όλο του το μεγαλείο. μέχρι το πέρας του φαγητού. Έπειτα έρχεται η σειρά του εισαγόμενου χορού «μπλούζ». Το γλέντι, βασικά αρχίζει, όταν αρχίσουν να χορέψουν οι νεόνυμφοι με τους κουμπάρους και τους κοντινούς συγγενείς. Εκεί ακόμη έχει παραγραμματισθεί ποιο τραγούδι θα χορέψει έκαστος, και ποιος θα είναι ο ερμηνευτής. Συνήθως, στον τόπο μας, τον λόγο έχει η κα Έφη Θώδη (ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών) που είναι και η εύκολη λύση, χωρίς να θέλω να μειώσω και να κατηγορήσω την εν λόγω τραγουδίστρια. Έπειτα αρχίζει ένα συνονθύλευμα δημοτικών, δημοτικοφανών, λαϊκών, καγκέλιων, τσιφτετελιών, ανατολίτικων, ρεμπέτικων, ξενόφερτων, (ποτ- πουρί) και αλλοιωμένων τραγουδιών που θυμίζουν λαϊκή εμποροζωοπανήγυρη σ’ εποχές της τουρκοκρατίας. Οι χειριστές των ηλεκτρονικών μηχανημάτων, αναμετάδοσης της μουσικής, νομίζω ότι στερούνται βασικών γνώσεων της δημοτικής μουσικής ή εργάζονται σύμφωνα με τις ταγές της διεύθυνσης του εκάστοτε καταστήματος. Παράδειγμα, όταν κάποιος ανοίξει μια σαμπάνια, τότε αλλάζει το ρεπερτόριο και κάνουν την εμφάνισή τους τα βαριά ζεϊμπέκικα που αποβλέπουν στην αύξηση των εισπράξεων του καταστήματος, αδιαφορώντας καθολικά για την προγραμματισμένη και σωστή ροή του προγράμματος.
Επίσης θέλω να επισημάνω και άλλο ένα περιστατικό που με λύπησε από την συμπεριφορά δασκάλου στην βόρεια ορεινή Ηλεία: σε θάνατο υπερηλικιωμένης γυναίκας, μόλις εισήλθε η αδελφή, ο γιος της εκλιπούσας, δάσκαλος εν ενεργεία που προσποιείται ότι προωθεί την παράδοση τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας, την προειδοποίησε να μην ειπεί κανένα μοιρολόγι για την αδελφή της, διότι αυτό είναι ξεπερασμένο και ανάρμοστο και τέλος της ανέφερε, ότι αν δεν υπακούσει στην εντολή του, θα την έδιωχνε κακήν κακώς από την οικία του. Το τι επακολούθησε μετά ,είναι απερίγραπτο και λυπηρότατο.
Πέραν όλων αυτών όμως πάντοτε θα υπάρχουν λάτρεις και ζηλωτές των εθνικών μουσικών μας παραδόσεων, να συνδράμουν, να προωθούν και να στηρίζουν με κάθε μέσο, μέσα από καταγραφές, από σωματεία, συλλόγους και από διάφορες θέσεις υπηρεσιακές ή ερασιτεχνικές, το πολύτιμο αυτό εθνικό μας ανεξίτηλο μουσικό και μουσειακό κειμήλιο.
Στην εισαγωγή στο βιβλίο μου («Η ΗΛΕΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008), μεταξύ άλλων αναφέρω «…Τα δημοτικά τραγούδια είναι τα χρυσά στολίδια που φοράει μια γυναίκα. Τα σημερινά όμως τραγούδια, είναι σαν τα ψευδοκοσμήματα που λάμπουν, όταν τα φορέσει μια φορά, αλλά μετά τα πετά στη μπιζουτιέρα της και τα ξεχνά, γιατί πέρασε η μόδα τους και πλέον δεν της κάνουν. Ενώ τα χρυσά μένουν και φοριούνται κάθε στιγμή και σε όλες τις περιπτώσεις εμφάνισης και εντυπωσιασμού. Δεν αλλάζει η μόδα τους ποτέ, μένει πάντοτε σταθερή και αναλλοίωτη. Κι αν έχουμε και κάποιο πολύ παλιό, το κρατάμε σαν κειμήλιο και το φοράμε προς επίδειξη. Έτσι και τα δημοτικά τραγούδια είναι σαν το χρυσάφι, που λάμπει και δεν χάνει ποτέ την αξία του…»
Αξίζει πράγματι να επισημάνει κανείς και να επαινέσει το έργο και την προσφορά των, ανά την επικράτεια, αρκετών πολιτιστικών μουσικών Συλλόγων που υπηρετούν και καλλιεργούν την γνήσια παραδοσιακή Εθνική μας μουσική. Οι Σύλλογοι αυτοί προσπαθούν να κρατήσουν τις ρίζες μας, ώστε να μην εξαφανιστούν μέσα στην απύθμενη χοάνη του άκρατου υλισμού και της παγκοσμιοποίησης, που προσπαθεί να κατακλύσει την χώρα μας. Γενικά το έργο τους και η βοήθεια και συνεργασία των παραδοσιακών τραγουδιστών και οργανοπαικτών, διασώζουν και διαιωνίζουν τους μεγάλους θησαυρούς της δημοτικής μας μουσικής στη γνήσια μορφή τους, απαλλαγμένους από κάθε αλλοίωση και παραφθορά.
Υπάρχουν όμως και σύλλογοι, οι οποίοι έχουν λάβει λανθασμένη πορεία, λειτουργούν αρνητικά και προσπαθούν να προάγουν και να εδραιώσουν προσωπικά, είτε οικονομικά συμφέροντα, που όπως είναι φυσικό, βλάπτουν σημαντικά την παράδοση και ιδίως το αθάνατο δημοτικό μας τραγούδι.
Όμως το δημοτικό μας τραγούδι, γνήσιο και αυθεντικό, πέρασε πολλές φορές από τις συμπληγάδες πέτρες και ως ατίμητος θησαυρός, νομίζω ότι πάντα θα γεννιέται, θα ανανεώνεται, θα αγαπιέται, θα εγκαθιδρύεται και θα συντροφεύει τον Ελληνικό λαό, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του.
Η ιστορική εξέλιξη του δημοτικού μας τραγουδιού, αποδεικνύει ότι τ’ ακατάλληλα τραγούδια, ο λαός με το χρόνο τα απορρίπτει και τα αποβάλλει από τη ζωή του. Επιλέγει, κάθε φορά, και εντάσσει στην ζωντανή δημοτική μουσική μας παράδοση, εκείνα τα τραγούδια που εισδύουν στα βάθη της ψυχής του και τον εκφράζουν απόλυτα. Τοιουτοτρόπως η παραγωγή νεότερων δημοτικών τραγουδιών, με γνήσιο παραδοσιακό ηχόχρωμα και ελληνικό χαρακτήρα, ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει και να εμπλουτίζει τη δημοτική μουσική μας παράδοση. Και όπως πολύ σοφά έχει λεχθεί, το δημοτικό μας τραγούδι θα πεθάνει, όταν πεθάνει και ο τελευταίος Έλληνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου