ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΤΟ ΘΥΜΙΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ
Κατά την β’ τουρκοκρατία, η Ηλεία απαρτιζόταν από δυο επαρχίες. Η πρώτη ήταν αυτή της Γαστούνης, με έδρα την Γαστούνη και περιλάμβανε την βόρεια Ηλεία και ορισμένα χωριά της Αχαΐας και της Αρκαδίας και η δεύτερη ήταν η επαρχία Φαναρίου με έδρα το Φανάρι της Ανδρίτσαινας. Όλες οι επαρχίες, επί τουρκοκρατίας, ονομαζόταν καζάδες. Ο καζάς της Γαστούνης, ήταν ο μεγαλύτερος σε έκταση και καταλάμβανε όλον τον σημερινό νομό κι επιπλέον εδάφη εκτός αυτού και είχε πρωτεύουσα την Γαστούνη. Την περίοδο αυτή, στον καζά, είχαν εγκατασταθεί πολλοί Οθωμανοί, ιδίως στην πόλη της Γαστούνης, με αρχηγούς την οικογένεια των Χοτομαναίων (Otoman) , ενώ οι προύχοντες (κοτζαμπάσηδες), της Γαστούνης, προέρχονταν από την οικογένεια Σισίνη. Περιφερειακά, σχεδόν σ’ όλους τους οικισμούς, είχαν εδραιωθεί αρκετοί αγάδες, συγγενείς και ευνοούμενοι της οικογενείας των Χοτομαναίων.
Μεταξύ του χωριού Σώστι και του εγκαταλειμμένου σήμερα οικισμού Ακοβίτη και συγκεκριμένα στην σημερινή τοποθεσία Λαβδαίικα, είχε εδραιωθεί ένα σημαντικότατο τσιφλίκι από κάποιον Αγά τον Μουσταφά Μπαϊρακτάρ ή Μπαϊρακτάρη της φάρας των Χοτομαναίων. Το τσιφλίκι του, νότια είχε ως φυσικό όριο τον χείμαρρο Κουρλέσα και βόρεια έφτανε πέρα από το χωριό Σώστι, κοντά στο Γαστουναίικο (Πηνειός) ποτάμι. Απ’ ανατολάς, συνόρευε με τις παρυφές του σημερινού χωριού Χάβαρι και δυτικά ενδιάμεσα από τα χωριά Αμπελόκαμπος (πρ. Καρακούζι) και Κόροιβος (πρ. Κελεβή). Ο Μουσταφά αγάς, βασικά ήταν άνθρωπος φιλόθρησκος, αλλά νταής, κάπου- κάπου όμως έπεφτε και σε δρόμο, ενώ ήταν και μεγάλος συμφεροντολόγος. Αγάπαγε πολύ την γη ως περιουσία, ήθελε να την διαφεντεύει και να την έχει αβέρτικη και πάντοτε προσπαθούσε να την αυγατίσει όσο περισσότερο μπορούσε. Λέγεται, ότι κάποτε έστειλε με το έτσι θέλω και οργώσανε τα χωράφια από την άλλη μεριά της Κουρλέσας στην τοποθεσία Κακάβι, στα Καρζέϊκα (ιδιοκτησίας του Καρζή) με σκοπό να τα καταπατήσει.
Ο Καρζής, μόλις αντιλήφθηκε την αβανιά του Μουσταφά, έχασε το τζαβάτι του, απείλησε τους εργάτες και τους σμπάριασε μ’ ένα σισανέ. Ο Μουσταφάς, δεν έχαψε την ντροπή και πήρε καμιά δεκαριά καβαλαραίους, τράβηξε και πήγε στο χάνι του Καρζή και τον απειλούσε ότι θα κάψει όχι μόνο το χάνι, αλλά και τον Αγιάννη, αν τον παρενοχλήσει πάλι. Ο Καρζής που δεν φοβότανε τις απειλές του αγά, όση ώρα του μιλούσε, στεκότανε με ψηλά το κεφάλι, αγέρωχος και χωρίς να τα χάσει γυρίζει και του λέει:
- Αγά μου, αγροίκα! Αν κάψεις το χάνι, θα βλάψεις μόνο εμένα, αλλά αν κάψεις τον Άγιο, θα έχεις να κάνεις με τον Θεό μου, και τότενες κακομοίρη μου βρες λαγούμι να τρουπώσεις, γιατί ποιος σε γλιτώνει από την οργή του!
Ευτούνα τα τρανά λόγια του Καρζή, σάματις προβληματίσανε τον Μουσταφά και χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, πισωγύρισε τ’ άλογό του και το ασκέρι του, και πήρανε τη στράτα ντουγρού για το τσιφλίκι του. Ο γέρο-Καρζής, κατάλαβε ότι έχει ανοίξει μάγγανα με τον Μουσταφά και μη έχοντας άλλη επιλογή και για ν’ αποφύγει τον κουτσούρεμα της περιουσίας του, σκέφθηκε πονηρά και αφού συναντήθηκε με τον παπά του Καλιτσαίου Αγιώργη, έκανε ένα γιαλαντζί παραχωρητήριο της περιουσίας του, στο εκκλησάκι του Αγιάννη. Έπειτα κάλεσαν τον κατή της Γαστούνης, να δικάσει την κτηματική διαφορά τους. Ο κατής, σαν δίκαιος άνθρωπος που ήτανε, δικαίωσε την εκκλησία του Αγιάννη ως Βακούφιο και έλυσε μια για πάντα την διαφορά, ευτυχώς για τον γέρο- Καρζή έβγαλε το άχτι του, που είχε σύνορο το λαγκάδι και δεν καρβουνιαζότανε . Από τότε και πέρα ο Μουσταφάς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για τον Καρζή που με την πονηριά αυτή του στράβωσε τα σχέδια, αλλά τον θαύμαζε κιόλας για την εξυπνάδα του.
Ο Μουσταφάς, είχε παντρευτεί την Εμινέ, κόρη του Σελίμ από του Μπαλί (Πηνείας) και είχε αποκτήσει και ένα παιδί τον Οσμάν. Ήταν πλούσιος και μεγάλος γλεντζές, ταλαντούχος τραγουδιστής και ζούσε ευτυχισμένος με την οικογένειά του. Τα τραπεζώματα και τα νταούλια δεν απόλειπαν ποτέ από την αυλή του, κι όταν μερακλωνόταν, έπιανε και κάτι αμανέδες που σειόταν ο τόπος.
Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που μια μέρα ο Οσμάν το μονάκριβο παιδί του, γιορτόπιασμα, κοτζάμ παιδαρέλι εννιά χρονών, ένα λεβεντόπαιδο μαυριδερούλι, που χαιρόσουνα να το χουζουρεύεις. Ήρθε όμως ο κακός καιρός και το παιδί αρρώστησε από λοιμική , έγινε σαν σπαρματσέτο και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί στα πόδια του, λες και το έδερνε κάποιο τρανό κουσούρι. Τα κουτσομπολιά παίρνανε και δίνανε τρογύρω από το σαράγι. Άλλοι λέγανε ότι ήταν μαγεμένο, άλλοι ότι είχε το κακό σπυρί, κι ο καθένας έλεγε ότι του κατέβαινε εκείνη την ώρα.
Ο Μουσταφάς δεν έμεινε άπραγος, το πήγε στην Γαστούνη στον ντατόρο τον Σισίνη, έστειλε και φέρανε έναν από το Ζάντε (Ζάκυνθος), παράγγειλε στ’ Αντρώνι να φέρουνε τον γέρο κομπογιαννίτη Πανάγο Σίνο, έστειλε το μπιστικό του στις Λουκάβιτσες και φέρανε την γριά Σύρμω του Γιάνναρου, την μάγισσα , να του λύσει τα μάγια, αλλά τίποτις. Μετά μάθανε ότι στην Παλιόπολη ήτανε κάποιος φαρμακοτρίφτης και φέρανε τον Παρασκευά τον Ζούδιαρη να τον γιάνει με τα γιατρικά βοτάνια του, αλλά και κείνος μάταια. Σαν κοπιάσανε ούλοι τους στο κονάκι του, φάγανε, ήπιανε, τους περιποιηθήκανε, πήρανε και το τρανό μπαξίσι τους και ο Οσμάν πάλε τα ίδια και χειρότερα, το μονάκριβο παλικάρι του, κατέπεσε ζιαμπούνης και βερέμης και δεν ξανά ματάσωσε να βγει από τον οντά του, λες και το έδερνε το χτικιό.
Στο κονάκι του Μουσταφάγα Μπαϊρακτάρη, είχε πέσει μουγκαμάρα, γιότσα κι ένα τρανό μαράζ και ντέρτι. Τώρα δεν ακουγόντουσαν τραγούδια, ακόμη και οι ταβουλαραίοι, σιγά- σιγά, αποκόψανε να ζυγώνουν πια στο τσιφλίκι. Ο μερακλής αγάς, τώρα σκεφτικός, σαν κυδώνι μαραγκιασμένο, στεκότανε πάνου στο χαγιάτι του μπροστά από την πλεχταριά και αγνάντευε στο τρανό τσιφλίκι τους ραγιάδες εργάτες, που γυρνοβολάγανε σαν τα μερμήγκια να θερίζουν και να συνάζουν τα γεννήματα στ’ αλώνια του. Που και που τράβαγε καμιά ρουφηξιά από τον ναργιλέ του και ένα βαρύ αγκομαχητό έβγαινε από τα βαριά σωθικά του.
-Σήκω αγά μου! Τζιριμόνιαζε η Εμινέ Χανούμ. Σήκω αγά μου μην κουσκουτεύεις άλλο, άμε, να πάμε Ρωμαίικο στον Αγιάννη. Αύριο το γιορτάζουνε οι Ρωμιοί, άμε το ’πε κι ο μπαμπαλής κι άμα θέλει ο Αλλάχ, θα νταβραντίσει το λιονταράκι μας.
Ο αγάς της έδωκε μια φουντουλιά και της λέει:
-Τι τσαμπουνάς ωρέ; Κοτζάμ Θεός είναι και ο δικός μας, Θεός και του ραγιά. Άμα νόγαγε θα μας έγιανε το παιδί μας. Άει! Σύρε στον οντά σου κι άσε με στο κασαβέτ μου, αφού ο αναφακάς μας έτσι έγραψε.
Η Εμινέ, έριξε το γιασμάκι της κι αποτραβήχτηκε κλαίγοντας στον οντά της. Ο Αγάς βαρύς και σκεφτικός, έσαξε το σαρίκι του, ροβόλησε τα σκαλούνια να πάει κάτου από την τρανή βελανιδιά, να καπνίσει το τσιμπούκι του. Στο μυαλό του στριφογύριζαν σαν το μελίσσι τα λόγια της Εμινέ. Έδειχνε σάματις να πίστευε στον Θεό των ραγιάδων, αλλά δεν ήθελε να δώσει τράτο και να τον πάρουνε παρά ματιού οι δικοί του και τον κάνουνε ρεζίλι. Δεν πρόλαβε ν’ αποκιώσει το τσιμπούκι του, όταν άκουσε την καμπάνα του Αγιάννη να βαρεί. Τότε, σκέφθηκε ότι ταχιά το γιορτάζουμε ευτούνοι οι αναθεματισμένοι οι Ρωμιοί και φώναξε τον γιαβέρη του να ζυγώσει κοντά.
-Χάσο! Έέέ… ρε Χάσο!
-Στις προσταγές σου Αγά μου!
-Σέλωσ’ ωρέ Χάσο, σέλωσ’ τον ψαρή μου, ’τοίμασε και ένα του λόγου σου, να σεργιανίσουμε μέχρι τα ρωμέϊκα, έτσι να ξεσκοτίσω μια σταλιά, δεν αντέχω άλλο.
Ο Χάσο, τσακίστηκε και σέλωσε τ’ άλογα, τα στόλισε με χαϊμαλιά και τσάκα- τσάκα και τα έφερε σιμά στον δέντρο που ήτανε ο αφέντης του.
-Πάμε ωρέ! Ντουγρού για το Ρωμαίικο από ’κεί στον Αγιάννη.
Καβαλήσανε τ’ άλογα και τραβήξανε κατά τ’ Ακοβίτη. Μπροστά ο αγάς με τον ψαρή και πίσω ο Χάσο, βαρέσανε τ άλογα ν’ αναγκάσουνε και πήρανε το τρανό μονοπάτι να προλάβουνε τον παπά. Μόλις διάηκαν τον μαχαλά, χωθήκανε στα ρουμάνια, τρουπώσανε στον βορό και περάσανε το γούπατο στον λαιμό του λαγκαδιού, κι όταν ξελογγιάσανε ξαγναντήσανε στο τούμπι στη Βίγλα. Εκεί φάνηκε το εκκλησάκι του Αγιάννη, ασβεστωμένο, κάτασπρο σαν το χιόνι, στριμωγμένο στην λαγκαδιά, κρυμμένο μέσα στα τρανά δέντρα και στα γέρικα πλατάνια.
Ο αγάς, κοντοκράτησε το γκέμι του ψαρή, χουζούρεψε για λίγο την εκκλησιά, γύρισε στον γιαβέρη του και του λέει:
-Ωρέ Χάσο, τι ’μολογάς του λόγου σου; Λες να είναι καλύτερος από τον εδικόνε μας θεό, ευτούνος των γκιαούρηδων;
-Ένα πράμα είναι ούλοι τους αφέντη μου!
-Μωρέ τι τσαμπουνάς; Άμα είναι ένα πράμα ούλοι τους τότενες που πάμε;
-Πάμε αγά μου, πάμε κι ο Αλλάχ είναι τρανός.
-Δεν το λες μόνο εσύ, δεν το λες ωρέ Χάσο, ωρέ μου το ’πανε κι άλλοι!
Βάρεσε τον ψαρή του και τραβήξανε ντουγρού για την εκκλησιά. Μόλις τους πήρανε χαμπάρι οι προσκυνητάδες, αλαφιαστήκανε σαν τ’ αγρίμια μέσα και όξω απ’ την εκκλησιά. Οι περισσότεροι ήσαντε Καλιτσαίοι, κάμποσοι Κουκλακιώτες , λίγοι Ακοβιταίοι πέντε έξι από τα Καμίνια , κι άλλοι τόσοι από τον Μπελεκανιό , είχανε πλημμυρίσει την εκκλησία μέσα και απ’ όξω. Σαν κοντοζύγωσε, ο αγάς, σήκωσε το δεξί του χέρι και τους καθησύχασε. Ο μπεσαλής χαντζής, που είχε φερθεί πονηρά και τον είχε δαμάσει με τον δικό του τρόπο, βγήκε μπροστά απ’ ούλους, πήρε τον λόγο και κοροϊδευτικά χαιρέτισε τον αγά και τον συνοδό του.
-Καλώς ορίσατε αγά μου, κοπιάστε, ο Αγιάννης να σας έχει καλά, ζαμάνια είχαμε να χαρούμε την αφεντιά σας!
Ο αγάς, κατέβηκε από το άλογο του αντιχαιρέτισε, άφησε τα γκέμια στον Χάσο και λέγει:
-Αφερίμ αφερίμ! Χρόνια σας πολλά, ωρέ Ρωμιοί, χρόνια πολλά το πανηγύρι σας.
-Ποιος καλός αγέρας, σας έσαξε κατά εδώ αφέντη μου;
-Κασαβέτ και σουβή χαντζάκο μου! Μα τον Αλλάχ τρανό μαράζ!
Ο χαντζής, που είχε κλείσει πλέον τα διδόμενα μαζί του, μετά το δικαστήριο, τον κάλεσε να κάτσουνε ανακούρκουδα, στα στρωμένα σκουτιά και ν’ ακουμπίσει στο σοφρά τους, κάτου από τον τρανό γεροπλάτανο να κουβεντιάσουνε.
Ο αγάς έκατσε, αλλά δεν έβγαλε άχνα για το παιδί του, περίμενε τον παπά να τελειώσει τον εσπερινό και να μιλήσουνε για τον Οσμάν.
Όταν τέλειωσε, ο παπάς, χωρίς να συμβαίνει τίποτα, βγήκε με το ραχάτι του από την εκκλησία, τους καλησπέρισε όλους και πήγε στην παρέα του αγά.
-Πολλά τα έτη σου αγά μου! Τρανή μας τιμή, να είναι η αφεντιά σου στο πανηγύρι μας.
-Χρόνια πολλά του λόγου σου παπά μου, ο τρανός Αλλάχ να σ’ έχει καλά.
Και πριν μπει στο μουσαβερλέ, ο αγάς, έκανε νόημα στον παπά να ξακρίσουνε από τον κόσμο και να κουβεντιάσουνε. Ο παπάς αγέρωχος, δέχθηκε και ξακρίσανε κάτω από μια τρανή καρυδιά να κουβεντιάσουνε.
-Παπά μου, ένα χουσμέτ σου ζητάω, και σαν ξύπνιος άνθρωπος που είσαι, δεν πρέπει να μου τ’ αρνηθείς.
-Πρώτα ν’ ακούσω αγά μου και μετά θα πράξω, ότι με φωτίσει ο Άγιος.
-Παπά μου, τρανή συμφορά έπεσε στο κονάκι μου. Έχω τώρα, τρεις τζελχιτζέδες (φεγγάρια) άρρωστο τον μονάκριβο Οσμανάκι μου, το πιλάλησα σ’ ούλο τους ντατόρους, μα γιατρειά δεν βρήκα πουθενά. Λένε, τάχατις, ότι ο δικός σας Θεός, μπορεί να μου το υγιάνει. Και ευτούνη την χάρη θέλω, να σου το φέρω, να μου το βλογίσεις να υγιάνει.
-Όχι αγά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτις του λόγου μου!
- Γιαβάς- γιαβάς παπά μου! Γιατί τίποτις, ψυχούλα είναι κι ευτούνο. Τάχατις δεν πρέπει να σώσουμε μια ψυχούλα;
-Ψυχούλες ήσαντε και τα δικά μας τα παιδιά, που τα μαζώνουτε για του λόγου σας. Αλλά άκου αφέντη μου, πρώτα πρέπει να το βαφτίσω και να το φέρω στον δρόμου του δικού μας Θεού, και μετά θα κάνω ότι προστάζει ο Χριστός μας.
Και σαν παμπόνηρος άνθρωπος που ήτανε, με ευτούνο το τερτίπι, άρπαξε την ευκαιρία να αλλαξοπιστήσει το αγαδόπλο.
-Μα τον Αλλάχ, αυτό δεν γίνεται παπά μου, όχι, όχι, όχι!!! Ευτούνο βγάλτο από το διαβολοκέφαλό σου, του λόγου μου δεν γίνουμαι ούτε ρεζίλι, μ’ ούτε και ραγιάς!
-Αγά μου, να ξέρεις ότι, ο Αγιάννης, άγιασε γιατί βάφτισε το δικό μας Χριστό, κι άμα δεν το βαφτίσουμε δεν γίνεται η χάρη μας. Σύρε και βρες άλλον Άγιο, εγώ δεν μπορώ να τα βάλω ούτε με τον Άγιο μου, αλλά και ούτε με τον Προφήτη σου.
Ο αγάς, δεν απάντησε στον παπά, παρά μόνο, φώναξε τον Χάσο χαιρετίσανε, καβαλήσανε τ’ άλογα και χωρίς να βγάλουνε μιλιά, γίνανε αμολόγητοι, για να γυρίσουνε στο κονάκι του.
Η Εμινέ χανούμ, που είχε μπει στην κούτρα του Μουσταφά, καρτερούσε στο κονάκι, πως και πως πίσω από τα καφάσια και καθότανε σ’ αναμμένα κάρβουνα, το πισωγύρισμα του. Σαν τον είδε να ξαναφαίνεται από τα Ακοβίτικα, έριξε το γιασμάκι της και ροβόλησε τα σκαλούνια και βγήκε στην αυλή να προϋπαντήσει τον άνδρα της. Ο αγάς γινωμένος παρτάλι, με σκυμμένο το κεφάλι ξεπέζεψε και ζύγωσε σιμά της. Η Εμινέ, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγε καλά. Τον ρώτησε μια και δυο και τρεις φορές, αυτός δεν άνοιξε το στόμα του, μόνο αναστέναζε βαριά, λες και είχε πέσει τρανό θανατικό στο κονάκι του. Μόλις μπήκανε στον οντά τους, ο αγάς βάρεσε κάνα δυο φορές το κεφάλι του στο τσιατουμά και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Εμινέ, τον έβαλε να ξαπλώσει στα ατλάζια και αφού τον ηρέμησε τον έβαλε και της είπε τι έγινε κατά γράμμα.
-Δεν μου το ’κανε το χατίρι ο διαβολόπαπας. Τάχατις λέει δεν μαγαρίζει την εκκλησιά του μ’ άπιστους. Ξεροκέφαλα ζαγάρια ευτούνοι οι αναθεματισμένοι οι Ρωμιοί, Εμινέ μου, ξεροκέφαλοι ανάθεμά τους γκάβαλα έχουν στα κεφάλια τους, ότι τρουπώσει στην κούτρα τους, θέλουνε να το βγάλουνε πέρα. Άκου τι μου είπε. Ντεμέκ, πρώτα να το λαδώσω και μετά θα μου του υγειάνει. Μα τον Αλλάχ! Ο διαβολόπαπας με τσάκωσε σα ζουλάπ’, εγώ κοτζάμ βεζίρης να τραβήξω τέτοια ντροπή λιγούρα;
Εκείνη όμως δεν το έβαλε κάτου, μόλις έκιωσε την κουβέντα του, ο Μουσταφάς, χαραμπουλιάζει με τις παλάμες της τα χέρια του και του άρχισε το λακιρντί:
-Αμάν αφέντη μου, άκου και μένα, μάνα του είμαι, και εγώ πονάω πλιότερο από του λόγου σου. Να πάμε να το βρέξουμε για να το σώσουμε, ας γίνει και Ρωμιός και ότι θέλει ο Αλλάχ. Εγώ, το παιδί μου θέλω να ζήσει, τίποτις άλλο. Άμα τ’ αφήκουμε, θα λαλήσουνε κάργιες στο κονάκι μας. Άει! Σύρε να βάλεις τελάλη σ’ ούλο το τσιφλίκι, να διαλαλήσουν ότι εμείς, όχι μόνο θα το βαφτίσουμε, αλλά και θα το γιορτάσουμε κιόλας.
-Τι τσαμπουνάς Εμινέ, ζουρλάθηκες μπίτ σουλτάνα μου;
-Δεν ζουρλάθηκα αγά μου, άμα χάσουμε το μπιρμπίλι μας, τότε θα ζουρλαθούμε! Πάμε να το βαφτίσουμε, μπορεί να είναι και τρανό θέλημα του Προφήτη μας.
Ο αγάς ακούγοντας τα λόγια της Εμινέ, πήρε στροφή, άλλαξε γνώμη και της έγνεψε εντάξει.
-Αν είναι σουλτάνα μου να σώσουμε το λιονταράκι μας, να το βαπτίσουμε, ταχιά κιόλας.
Βγήκε αλλιώτικος, από τον οντά του, κάλεσε τον μπιστικό του και τον έστειλε στου Καλίτσα, να ανταμώσει τον παπά. Ο μπιστικός καβάλησε τ’ άλογο και πήγε και βρήκε τον παπά και του είπε ότι ταχιά κιόλας, ανήμερα τα Αγιαννιού του Ριγανά, μετά την λειτουργία, ο αγάς θέλει να βαπτίσει το παιδί του στον Αγιάννη. Ο παπάς δέχθηκε με χαρά, όχι μόνο γιατί πέρασε το δικό του, αλλά θα βάφτιζε ένα αφεντόπουλο Χριστιανό. Μόλις έφυγε ο μπιστικός του αγά, ο παπάς, έστριψε προς την μεριά που έπεφτε ο Αγιάννης, έκανε τον σταυρό του, έπιασε χαϊδευτικά τα γένια του και λέει:
-Αμ’ που θα μου πήγαινες άπιστο σκυλί, ο Αγιάννης, ταχιά, θα κάνει το θάμα του και θα έχει να το ’μολογάει ούλος ο ντουνιάς! Συγχώρεσέ με, Αγιάννη μου, καμιά φορά σάματις δεν ξέρω του λόγου μου τι λέω και να παραλογίζουμαι!
Απ’ την ώρα, που γύρισε ο μπιστικός, στο τσιφλίκι, αρχίσανε να ετοιμάζουν το κονάκι, φέρανε αρνιά από τα στανοτόπια και κάνα δυο- τρία χοντρά. Την άλλη μέρα, από το μούχρωμα, το κονάκι βούιζε σαν μελίσσι, που συγυρίζανε. Μόλις βάρεσε για τα καλά ο ήλιος, κίνησε μια τρανή πομπή, από καμιά πενηνταριά νοματαίους, με την συνοδεία πέντε- έξι τζοχαντζαραίων, Τούρκοι και Ρωμιοί μαζί με τα σελωμένα άλογα και με τα πολύχρωμα υφαντά χράμια στα σαμάρια, σάξανε για τον Αγιάννη. Μπροστά πήγαιναν κάνα δυο-τρεις ντελήδες, πίσω ο αγάς και η Εμινέ και σ’ ένα αραβικό άλογο, ο Οσμάν, στολισμένος μ’ ακριβά σκουτιά, αλλά και μαραζωμένος, ίσα- ίσα που στεκότανε όρθιο το κορμάκι του και πίσω ούλη η συνοδεία. Η Εμινέ είχε προστάξει τις δούλες της και είχαν παρασκευάσει μπακλαβάδες (διπλωτά γλυκά) και τα πήρε μαζί της για να κεράσει τους προσκυνητές και όσους παρευρεθούν στο μυστήριο της βάπτισης του Οσμάν. Σαν φθάσανε στην εκκλησιά, ξεπεζέψανε και δέσανε τ’ άλογα κάτου από τα σκιερά δέντρα. Οι προσκυνητάδες του Αγιάννη καρτερούσανε γύρω από την εκκλησία πως και πώς να δούνε να βαπτίζεται ένα τουρκόπουλο. Ο παπάς, με πέντε έξι άλλους, τους περίμενε μέσα στην εκκλησία. Μόλις ζυγώσανε χαιρετηθήκανε και μπήκανε στην εκκλησία, αρχίνησε αμέσως το μυστήριο της βάπτισης.
-Και τ’ όνομα αυτού;
- Γιάννης! Πετάγεται ο χαντζής.
Ο Αγάς, ξαφνιάστηκε απ’ αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, ταράχτηκε και κόμπιασε η φωνή του. Η Εμινέ που στεκότανε σιμά του, γύρισε τον τήραξε κατάματα και τον πάτησε στο πόδι, πείθοντάς τον μ’ αυτήν της την κίνηση, να συμφωνήσει με τον χαντζή και τον παπά.
-Γιάννης, παπά μου, Γιάννης και ο Άγιος σας μακάρι να μου το υγιάνει! Συμπληρώνει βαριά ο Αγάς.
Μόλις τέλειωσε το μυστήριο, ο παπάς τους ευχήθηκε να τους ζήσει και γλήγορη ανάρρωση. Εν τω μεταξύ είχε φέρει μαζί του κι ένα αγιασμένο μανδύα όπου ντύσανε τον νεοφώτιστο μετά την βάπτιση του.
Έπειτα ζήτησε απ’ όλους τους εκκλησιαζόμενους να βγουν έξω από τον ναό, ενώ κράτησε τον νεοφώτιστο Γιάννη μέσα και τον οδήγησε μπροστά στην εικόνα του Αγίου και αφού τον ευλόγησε τρεις φορές, τον πέρασε μέσα από την Ωραία Πύλη και μετά, κρατώντας τον από το χέρι, τον πήγε στο πηγάδι , και ζήτησε να τον πλύνουν με τ’ αγιασμένο νερό του Άγιου. Μετά κάνανε ένα γιατροσόφι, δηλαδή τον επλύνανε με ζουμί από βρασμένη τσουκνίδα και χαμομήλι, για τα σπυριά που είχε βγάλει στο κορμάκι του, μετά τον μπουχίσανε με νερό από τον Άγιο. Αφού τον άφησαν για λίγο, το αλείψανε με βαλσαμόλαδο , το σκούπισαν με μια μεγάλη χιονάτη μπόλια, και μετά την κρέμασαν στα κλαδιά μιας κουτσουπιάς, που ήτανε στην όχθη του λαγκαδιού.
Τέλος, ο παπάς, τους ευλόγησε και δια χειραψίας τους χαιρέτισε όλους, τους ευχήθηκε να τους ζήσει το νέο όνομα και τους πρότεινε να φκιάσουνε το γιατροσόφι της λοιμικής και να το τρίβουνε για λίγες ημέρες. Επίσης, τους ανέφερε, ότι την επόμενη Κυριακή να φέρουν το παιδί να το μεταλάβουν με την Θεία Κοινωνία, αλλά πρέπει ένα βράδυ να κοιμηθεί μέσα στον ναό, την άλλη μέρα να του κάνουν το ίδιο γιατροσόφι και να το ξανά πλύνουν με το αγιασμένο νερό του πηγαδιού. Ο αγάς θέλησε να δώσει ένα καλό φιλοδώρημα στον παπά, μα αυτός αρνήθηκε πεισματικά λέγοντας:
-Ο Αγιάννης, αγά μου ούτε το ρέγαλό σου θέλει, αλλά ούτενες να τον τζολεύεις.
Οι τούρκοι, αφού πρώτα ευχαρίστησαν, όλους όσους παρευρέθηκαν στο μυστήριο, τους κάλεσαν να παρευρεθούν στο γλέντι που ετοίμαζαν στο κονάκι και αποχώρησαν. Οι μόνοι που τους ακολούθησαν μετά από συνεννόηση με μια κλεφτή μάτια, ήτανε ο Καρζής που ήτανε κουμπάρος και ο παπάς.
Βάλανε το παιδί στ’ άλογό του και κινήσανε γοργά για το κονάκι. Μόλις φθάσανε, οι σοφράδες με τα φαγητά ήτανε έτοιμα για το φαγοπότι και το τρανό γλέντι, που θ’ ακολουθούσε. Ο Οσμάν (Γιάννης) φαινότανε κουρασμένος και η Εμινέ το πήγε στον οντά του και το ξαπλώσανε πάνω σ’ ένα ντιβάνι με σελτέ κι αφού το τρίψανε με το γιατροσόφι της λοιμικής, τον άφησαν να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί. Το γλέντι κράτησε μέχρι τα χαράματα, αλλά δεν είχε τρανό ξεφάντωμα όπως παλιά, έγινε λες και το κάνανε με το ζόρι. Την άλλη μέρα η Εμινέ, πρωί- πρωί μπήκε στον οντά του Γιάννη. Το παιδί κοιμότανε του καλού καιρού και σιμά του ήτανε καθισμένη η Φατμέ, η παραμάνα του, η Εμινέ την είδε αλλαγμένη και απόρησε.
-Τι συμβαίνει Φατμέ μου πως είναι το μπιρμπίλι μας;
- Σουλτάνα μου! Είναι πολύ καλύτερα και σάματις αρχίζουν να μαζώνουν τα σπιθούρια του.
Η Εμινέ δεν πίστεψε στα λόγια της, γονάτισε σιμά στο παιδί της και σιγά- σιγά σήκωσε το σκέπασμα και τήραγε μια- μια τις πληγές του παιδιού.
-Φατμέ μου, να σε φιλήσω, το παιδί μου θα γίνει γρήγορα καλά. Άει! Καημένε Αγιάννη μου, έκανες το θάμα σου! Το ’ξερα ότι του λόγου σου δεν θα μου χάλαγες το χατίρι! Και έκανε τον σταυρό της.
Η Φατμέ, μόλις είδε την αφέντρα της, να κάνει το σημείο του σταυρού, τα ’χασε, έκανε κάνα δυο βήματα προς τα πίσω και καθώς έδειχνε αλαφιασμένη, της λέγει με τρανή απορία.
-Σουλτάνα μου!!! Δεν πιστεύω στα μάτια μου, ακουμπέτ, ξέχασες τον Προφήτη μας και πήγες με τον Ρωμαίϊκο Θεό;
-Εσένα Φατμέ κάνε ότι σου κατεβάσει. Εγώ, να ξέρεις ότι μόνο στον Θιό των Ρωμιών έχω υποχρέωση και τώρα που γνοιάστηκα κατάλαβα ότι του λόγου του είναι ο αληθινός Θεός.
Μέσα σε λίγες μέρες στο κονάκι γυρίσανε πάλι χαρές. Ο Οσμάν, καρδάμωσε και έγινε καλά και όπως ήτανε παλιά. Ο αγάς, τον ξαναπήγε στον Αγιάννη, στη γιορτή του Θερμολόγου και κάνανε πάλι το ίδιο γιατροσόφι. Από εκείνη την ημέρα και μετά ο Μουσταφάς και η Εμινέ δώσανε εντολή, όλοι να τον λένε Γιάννη και όχι πια Οσμάν.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο Μουσταφάς, μετά από μουσαβερλέ της Εμινέ, πήγε στην Γαστούνη και βρήκε ένα γυρολόγο χρυσικό Στεμνιτσιώτη, και παράγγειλε ένα ολόχρυσο θυμιατό, τεφαρίκι γιομάτο βαράκι και σεντέφι για τον Άγιο. Τον επόμενο Γενάρη στην γιορτή τ’ Αγιαννιού του Βαφτιστή, το χρυσό θυμιατό βρισκότανε στα χέρια του παπά. Ο παπάς μόλις πήρε το δώρο του Μουσταφά, ρούτζωσε και λέγει του Μουσταφά.
-Αγά μου! Ο Άγιος δεν θέλει τζοβαΐρια και μαλάματα. Το μόνο που θέλει είναι να κάμετε μια σταλιά νισάφ και μη μας χαλάτε τις εκκλησιές μας, γιατίίί…, άμα τις γκρεμίσετε θα λείψουν και σε μας, αλλά να ξέρεις του λόγου σου, θα λείψουν και σε σας.
Ο Αγάς, αντιλήφθηκε τα λίγα λόγια του παπά, πόσα πολλά εννοούσανε, τον αποχαιρέτισε και έφυγε για το κονάκι του.
Από εκείνη την ημέρα, όποτε γινόταν εκκλησιασμός στον Αγιάννη, ο Γιάννης και η Εμινέ όχι μόνον ποτέ δεν έλειψαν από αυτόν, αλλά και κάθε χρόνο τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, προσφέρανε όλα τα φαγητά και τα κρασιά δωρεάν στους προσκυνητές. Λέγεται δε μέχρι και το 1820, από βραδύς παραμονή τ’ Αγιαννιού, φέρνανε μαλάθες με καρβέλια ψωμί, βαρέλες με κρασί και σφαχτά και τα σφάζανε κάτω από τα δέντρα, και στην συνέχεια τα έβραζαν μέσα στα τρανά χαλκωματένια κακάβια, ούλη την νύκτα, για να είναι έτοιμα το πρωί μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς, που ακολουθούσε το μεγάλο φαγοπότι και πανηγύρι.
Μετά την επανάσταση του 1821, κατά τις επιδρομές του τουρκοαιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ Πασά, ο τόπος δεινοπάθησε από τις ληστρικές. Ο διοικητής του 4ου Αιγυπτιακού Συντάγματος Χουσεΐν Μπέης, ανώτατος αξιωματούχος του, μαζί με τον Λαλαίο Φεϊζούλ- Αγά, και τον Τζιαφέρ Φιδά , ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη του προσκυνήματος, από τις αρχές του Νοεμβρίου του 1825, αρχόμενοι από τα καμποχώρια της Γαστούνης εκστράτευσαν κατά της περιοχής μας και προς την Πηνεία.
Συγκεκριμένα την Δευτέρα στις 9 Νοεμβρίου 1825, σύλησαν και στην συνέχεια πυρπόλησαν το μικρό εκκλησάκι του Αγιάννη.
Επίσης και μια δεύτερη επιχείρηση έγινε και τον Γενάρη του 1826. Όμως όπως αποδείχθηκε κάποιοι έντιμοι και ευλαβείς ενορίτες, είχαν φροντίσει να κρύψουν σε ασφαλές σημείο εκτός του ναού το Θυμιατό και τις εικόνες, μέχρι να περάσει η συμφορά και μετά την απελευθέρωση τα επανατοποθέτησαν πάλι στην θέση τους.
Το χρυσοποίκιλτο Θυμιατό, ήταν η ζωντανή απόδειξη και σήμερα θα λέγαμε, το σήμα κατατεθέν του θαυματουργού Αγιάννη, και υπήρχε στον Ναό μέχρι 1909, όπου εκδηλώθηκε ένας μεγάλος και καταστρεπτικός σεισμός. Συγκεκριμένα, την νύχτα της 1ης προς την 2α Ιουλίου του 1909, ημέρα Τετάρτη προς την Πέμπτη και ώρα 02:05 (δύο και πέντε), μετά τα μεσάνυχτα, πραγματοποιήθηκε κυματοειδής σεισμός, διαρκείας ένδεκα δευτερολέπτων της ώρας, μ’ επίκεντρο το χωριό Χάβαρι και έπληξε τα χωριά Άγιος Ιωάννης, Λόπεσι (σημ. Κρυονέρι), Μουζίκα (σημ. Δαφνιώτισσα), Μπεζαΐτι (σημ. Κεραμιδιά), Ντάμουζα (σημ. Δάφνη), Παλιόπολη (σημ. Ήλιδα), Μπουχιώτη (σημ. Αυγείον), Σώστι και τους οικισμούς γύρω από το Χάβαρι, Κοκλάκι, Σεϊνταίικα, Τσιχλαίικα, Μπεκιαραίικα και Ακοβίτη.
Μεταξύ των άλλων κτιρίων, του οικισμού, καταστράφηκε ολοσχερώς και ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη. Το θυμιατό, μετά την ολική καταστροφή, μας είναι άγνωστο τι απέγινε. Η παράδοση αναφέρει ότι εκλάπη μέσα από τα ερείπια, αμέσως μετά τον καταστροφικό σεισμό, σίγουρα από κάποιον ιερόσυλο, που γνώριζε την ύπαρξή του αλλά και την θέση, όπου επιμελώς το προφύλασσε και με μεγάλη ευλάβεια, ο ιερέας του Αγιάννη Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου , από την Τοπόστα Καλαβρύτων, που από το 1903 είχε αναλάβει καθήκοντα ιερέως της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Αβανιά, η = αδικία.
Αβέρτος, ο = ανεμπόδιστος τόπος, μπόλικος.
Ακουμπέτ = τελικά.
Ανακούκουρδα = κάθισμα σταυροπόδι επί του εδάφους.
Αναφακάς, ο = το τυχερό.
Ασκέρι, το = (τουρκ.) στρατός
Ατλάζι, το = μεταξωτό ύφασμα.
Αυγατίζω = αυξάνω.
Βαράκι, το = λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
Βερέμης, ο = ασθενικός, δύστροπος, μελαγχολικός.
Βιλαέτι, το = διοικητική περιφέρεια κατά την Τουρκοκρατία.
Βορός, ο = το στενό πέρασμα, η περαταριά.
Γαρδαμώνω, = ανακτώ δυνάμεις.
Γεννήματα, τα = η παραγωγή σιτηρών.
Γιαβέρης, ο = σωματοφύλακας.
Γιαλαντζί, επίθ. άκλ., = οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.
Γιασμάκι, = καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
Γκάβαλα, τοα= περιττώματα αλόγων, ημιόνων και γαϊδάρων.
Γιορτόπιασμα, το = το συλληφθέν ανθρώπινο έμβρυο κατά εορτάσιμη ημέρα.
Γιότσα, η = η αποπληξία.
Γκέμι, το = ηνίο, χαλινάρι.
Γλεντζές, o = δημώδης έκφραση που αφορά χαρακτηρισμό ατόμου με πολύ συχνή συμμετοχή σε έντονες διασκεδάσεις (γλέντι), συνήθως με ποτό χορό και τραγούδι, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτής.
Γούπατο, το = το κοίλωμα, ο χαμηλός τόπος.
Ζαμάνια, = (τουρκ. zaman) χρόνος, εποχή, περίοδος.
Ζιαμπούνης = ισχνός.
Ζουλάπι, το = το άγριο ζώο. Ως χαρακτηρισμός προσώπου, δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση, για κάποιον που με τρόπο πανούργο προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάποιον.
Κακάβι, το = μεγάλο μεταλλικό καζάνι.
Κάργια, η = το κοράκι.
Κασαβέτι, το ουσ. = λύπη, θλίψη.
Κοπιάσανε, = περάσανε, ήλθαν.
Κουσκουτεύω = αργοπορώ.
Κουσούρι, το = ελάττωμα του χαρακτήρα, η μη σωματική αρτιότητα.
Λαγούμι, το = η υπόγεια σήραγγα, η υπόγεια φωλιά των αγρίων ζώων.
Λακιρντί, το = η φλυαρία, ομιλία.
Λιόστα, η = το φυτό χαμολεύκι.
Μαγαρίζω, = βρωμίζω, αφήνω βρωμιές, προκαλώ μόλυνση.
Μαγκούτα, η = το φυτό Κώνειον.
Μαλάθα, η = μεγάλο καλαμένιο καλάθι, κατασκευασμένο ειδικά για την προστασία του ψωμιού με σκέπασμα. Κυρίως εκεί προφύλασσαν το ψωμί από την επιδρομή των ποντικών.
Μαραγκιασμένο, το = το μαραμένο.
Μασκαρλίκι, το = η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός.
Μουσαβερλές, ο = η συζήτηση, η ρουφιανιά, η κρυφή κουβέντα.
Μούχρωμα, το = το λυκόφως.
Μπαξίσι, το = το φιλοδώρημα.
Μπαμπαλής = ο πολύ γέροντας, ο σοφός άνθρωπος.
Μπεσαλής, ο = ο άνθρωπος που κρατεί τον λόγο του.
Μπιρμπίλι, το = (τουρκ. bülbül) το αηδόνι.
Μπιστικός, ο = ο έμπιστος.
Μπουχίζω, = καταβρέχω.
Νογάω, = γνωρίζω, δύναμαι, μπορώ.
Νταβραντίζω = αναρρώνω.
Νταής, ο = ο ψευτοπαλληκαράς.
Ντατόρος, ο = ο γιατρός.
Ντουγρού = ευθεία.
Ναργιλές = η περσική πίπα.
Νισάφι = δικαιοσύνη, έλεος.
Οντάς, ο = το υπνοδωμάτιο.
Παρτάλι, το = το ράκος, το κουρέλι.
Ρέγαλο, το = το φιλοδώρημα.
Ρεζίλι, = η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα.
Ρουσούμπελη, η = ο ερυσίπελας, το ανεμοπύρωμα.
Ρουμάνι, το = το πυκνό δάσος.
Σαρίκι, = ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.
Σελτές, ο = είναι ένα σεντόνι βαμβακερό με περιφερειακό λάστιχο που αγκαλιάζει και καλύπτει το στρώμα για μεγαλύτερη προστασία και ευκολία.
Σεντέφι, = το μαργαριτάρι.
Σερμπέτι, = είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού.
Σισανές, ο = πυροβόλο εμπροσθογεμές μακρύκανο όπλο.
Σμπαριάζω, = τουφεκίζω.
Σουβή, η = συμφορά.
Σοφράς, ο = τραπέζι χωρίς πόδια, κυρίως κατασκευαζόταν στρογγυλός.
Σπιθούρια, τα = δερματικά εξανθήματα με πληγές.
Σφαχτά, τα = τα σφάγια.
Τερτίπι, το = η ευκαιρία.
Τεφαρίκι, = πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.
Τζαβάτι, το = η υπομονή.
Τζιριμονιάζω, = γκρινιάζω.
Τζολεύω = πειράζω, ενοχλώ.
Τούμπι, το = γήλοφος, μικρό χωμάτινο ύψωμα.
Τσατμάς, ο = είδος λεπτού ξύλινου τοίχου, φτιαγμένος από καλάμια και αμμοκονίαμα.
Τσιφλίκι, = μεγάλο αγρόκτημα κατά την Τουρκοκρατία.
Φουντουλιά, η = σπρωξιά.
Χαϊμαλί, το = το στολίδι, τα περιδέραια από χάνδρες που κρεμούσαν στον λαιμό των αλόγων.
Χαν(ι)τζής, ο = ιδιοκτήτης χανιού, ο πανδοχέας, ο ξενοδόχος.
Χανούμισσα, η = μουσουλμάνα γυναίκα, κυρία.
Χουζούρι, το = η ανάπαυση.
Χουσμέτι, = η εξυπηρέτηση.
Χράμι, το = υφαντό που κάλυπταν τα σαμάρια των υποζυγίων, για την μεταφορά ανθρώπων κατά τις επίσημες εκδηλώσεις.
Χτικιό, το = η εκτική νόσος
ΠΗΓΕΣ:
(-Λάσκαρης Νικόλαος, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», Πύργος Ηλείας 1903-1910 [διάφορα τεύχη].
-Χρυσανθακόπουλος Γεώργιος, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», εν Αθήναις 1950.
-Μιχαήλ Γ. Δημητρόπουλος [Μιχαλάκου], «Το Χάβαρι και οι Χαβαραίοι», Πάτρα 1991.
-«Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.
-Κ. Φωκίωνος Π. Κοτζαγεώργης, «Η Επαρχιακή Διοίκηση», τομ. 285, ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπία.
-Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Οικιστικά Στοιχεία & Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας & Ελίσσας», έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας.
-Μιντζόπουλος Παύλος, «Μουσουλούμπεη [Λευκοχώρι] Ηλείας», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2006.
-Ντίνος Δ. Ψυχογιός, «Ηλειακά», περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
-Σαρρής Νεοκλής, «Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος», εκδόσεις Ηρόδοτος.
-Καρνάρος Κ. Λεωνίδας, «Αμαλιάδα 1821-1914», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
-Ψυχογιός Δ. Ντίνος, «Ο Κώδικας της Παναγίας της Λεχαινίτισσας και τα Λεχαινά», Πάτρα 1950.
- Δάβος Βύρων, «Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Αθήνα 1996
- Μπωζούρ Φελίξ ,«Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία [1787 – 1797]», Παρίσι έτος VIII [1800], εκδόσεις Αφων Τολίδη Αθήνα 1974.
- Γιοβάς Παναγιώτης, «Τα Σαβάλια Ηλείας», Αθήνα 2005.
- Βερνίκος Νικόλαος, «Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου – υπό Γαλλική κυριαρχία», εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1997.
- Σιμόπουλος Κυριάκος «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700 – 1800, ενάτη έκδοση, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001.
- Δάβος Βύρων, «Η Ζωή των Κατοίκων της Ηλείας κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα 1993.
- Παπανδρέου Γεώργιος Δ. Φ. Γυμνασιάρχης, «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990.
- «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, εν Αθήναις 1950
- «Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.
- «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις Κολοκοτρώνης, 1958.
- Παναγιωτόπουλος Βασίλης «Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας», Αθήνα 1985.
-Επίσης κατά καιρούς έλαβα πληροφορίες από τους:
Αθανασόπουλος Γεώργιος [Χατζάκος], Δρουμπούκη Αριστέα, Καρακίτσος Δημήτριος [Μίμης], Καρακίτσος Ιωάννης, Καρακίτσος Τρύφωνας, Κυβερνήτης Ι. Άγγελος, Λαγός Χρήστος, Λαδάς Δημήτριος ιερέας, Μαραφούντζας Διονύσιος, Μπουσδούκος Κωνστ. Φώτιος, Νικολόπουλος Αθαν. Κώστας, Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, Παπανδρικόπουλος Ιωάννης, Παπαντωνοπούλου Κούλα, Ρέγκλης Διον. Δημήτριος, Σαχλάς Χρ. Ιωάννης, Τσιχλιάς Χρ. Άγγελος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου