Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Γράφει ο Ηλίας Τουτούνης

ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Μια φορά σ’ ένα χωριό γινότανε ένας τρικούβερτος γάμος. Η νύφη, γύρω στα δεκαοχτώ της χρόνια, πεντάμορφη σαν νεράιδα, έλαμπε από χαρά. Την ημέρα του γάμου, οι φιλενάδες της ανύπαντρες κοπέλες του χωριού, όπως συνηθιζόταν είχανε μαζευτεί στο σπίτι της και αφού κλειστήκανε στο δωμάτιό της νύφης για να την στολίσουν. Όταν ήρθε η ώρα, για να την ντύσουν, η νύφη εμπιστευτικά ρωτούσε τις φιλενάδες της, άραγε, τι βρακί να φορέσει για την πρώτη φορά που θα κοιμηθεί με τον άνδρα της. Οι κοπέλες ανάλογα με το γούστο που είχε η καθεμιά πρότεινε και το βρακί σε κατασκευή και χρώμα. Η μια πρότεινε άσπρο, η άλλη έλεγε μαύρο, άλλη, κόκκινο, άλλη κίτρινο, άλλη εμπριμέ, άλλη δαντελωτό, άλλη λαμέ μεταξωτό και όλες εξέφρασαν την άποψή τους σχετικά με αυτό.
Εφόσον δεν κατέληξαν πουθενά και είχαν διαφορετικές απόψεις και απόρίες, σκέφθηκαν να καλέσουν μια παντρεμένη να την ρωτήσουν διότι αυτή είχε την εμπειρία και μπορούσε να τους λύσει την απορία. Τοιουτοτρόπως, μια από αυτές βγήκε από τον οντά που στόλιζαν την νύφη και ζήτησε από μια μεσόκοπη γυναίκα (ελευθέρας βοσκής) να μπει στο δωμάτιο για να την ρωτήσουν κάτι. Αυτή δέχθηκε και μόλις μπήκε στο δωμάτιο της νύφης, την ρώτησαν τι χρώμα και σχήμα βρακί πρέπει να φορέσει η νύφη για την πρώτη ερωτική επαφή με τον γαμπρό, αναφέροντας ότι όλες είχαν διαφορετικές απόψεις περί του είδους και του χρώματος.
Αυτή που ήτανε μπασμένη και γνώριζε πολύ καλά το τι θα ακολουθήσει, γυρίζει και τους λέγει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο:
-Κορίτσια αν και δεν γνωρίζετε, ακούστε! Τίποτα δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο, τι κόκκινο, τι άσπρο, τι μαύρο τι κίτρινο τι δαντελωτό,τι λαμέ, τι λουλουδιαστό κι αν φορέσει το γαμήσι η νύφη, απόψε δεν το γλιτώνει με τίποτα!

Η παροιμιώδη φράση αναφέρεται σχετικά με τα κόμματα που ψηφίζουμε, που ότι κι αν ψηφίσουμε γενικά το πήδημα δεν θα το αποφύγουμε.




Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΝ 5ον π.Χ.
Το Ελληνικό Δίκαιο που ίσχυε τον 5ον π.Χ. αιώνα, δηλαδή τον Χρυσούν Αιώνα της Δημοκρατίας, πριν (2.500) δυόμιση χιλιάδες χρόνια περίπου. Σε περίπτωση που κάποιος πολίτης ήθελε να ασχοληθεί με τα κοινά και να εκλεγεί βουλευτής, ο Αθηναϊκός νόμος απαιτούσε τα εξής:
1. Να είναι Έλλην πολίτης.
2. Να κατέχει την Ελληνική Θρησκεία και Παιδεία.
3. Να μην είναι ΚΙΝΑΙΔΟΣ.
4. Να καταγραφεί ΟΛΟΚΛΗΡΗ η περιουσία του, έως και τα σανδάλια που φοράει, καθώς και η οικογενειακή του περιουσία.
Εάν τηρούνται όλα αυτά, τότε ο εν λόγω πολίτης μπορούσε να γίνει βουλευτής. Αν ο κύριος αυτός, όντας βουλευτής πρότεινε και περνούσε νόμο ο οποίος αποδεικνυόταν οικονομικά ζημιογόνος για το κράτος της Αθήνας, τότε έπρεπε να κατασχεθεί από την καταγεγραμμένη περιουσία του και ΟΛΟ το ποσόν, μέχρι και τα σανδάλια που κατεγράφησαν, κατά το οποίο ζημιώθηκε οικονομικά η Αθήνα. Και αν υπήρχαν υπόλοιπα και αδυνατούσε να τα καλύψει, έπρεπε να τα εξοφλήσει, ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ.
Αν ο νόμος που πρότεινε και πέρασε ο βουλευτής αυτός, ζημίωνε ΗΘΙΚΑ την Αθήνα, η ποινή ήταν: «ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ ΤΕΛΕΥΘΗΣΑΤΩ!!! (δηλ. θάνατος).
ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ Ελλάδα τον 5ον π.Χ. ΑΙΩΝΑ
Πηγή: Ρητορικός Λόγος υπέρ Μαντιθέου, του Λυσία.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ
Δυο χρόνια πριν την μεγάλη επανάσταση του 1821, οργανώθηκε από την Δημητσανίτικη οικογένεια των Σπηλιωτοπουλαίων, η μαζική παραγωγή μπαρούτης, που έμελλε να παίξει σπουδαίο ρόλο στην υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Το 1819 οι Σπηλιωτοπουλαίοι σε συνάντηση που είχαν με τον πρόκριτο Αθανάσιο Αντωνόπουλο, του εκμυστηρεύτηκαν τις σκέψεις τους και την απόφασή τους να οργανώσουν την πυριτιδοποιία, με ανακατασκευή των παλιών μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας και λειτουργία νέων, ώστε ν' αυξηθεί η παραγωγή μπαρούτης, ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες όσο το δυνατότερο μπορεί της επερχόμενης επανάστασης. Εφόσον εξασφάλισαν την συμμετοχή μερικών κατοίκων, προμηθεύτηκαν αρκετές ποσότητες νίτρου και θειαφιού. Στην συνέχεια επισκεύασαν και έθεσαν σε λειτουργία, τους δυο παλιούς και ερειπωμένους μπαρουτόμυλους του Ανανία Λαμπάρδη, που βρίσκονται στο κεφαλάρι του Αγιάννη εκεί που είναι σήμερα το Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας και τους μετέτρεψαν τους αλευρόμυλους σε μπαρουτόμυλους. Τα στοιχεία αυτά μας βοηθούν να τεκμηριώσουμε αυτό που επαναλαμβάνεται, ότι η Ελληνική επανάσταση ήταν τυχαία και όχι προσχεδιασμένη.

Κατά τις παραμονές της επανάστασης, ο προδότης Δημητσανίτης έμπορος Κώστας Τζανής, παρουσιάσθηκε στο σαράγι της Τριπολιτσάς, όπου συνάντησε τον Νετζίπ- εφένδη και του ανέφερε, ότι στην Δημητσάνα λειτουργούν παράνομα οι μπαρουτόμυλοι και παράγουν μπαρούτη, για την αναμενόμενη ελληνική επανάσταση. Οι Τούρκοι που διακρίνονταν για την μεγάλη αμέλεια και αφέλειά τους, μετά από παρατεταμένη ολιγωρία, απέστειλαν έναν μπουσαμπίρη (ανακριτή), με συνοδεία αξιωματικών και αρκετών στρατιωτών, με σκοπό να διεξάγουν παρατεταμένες έρευνες και να προχωρήσουν στις ανάλογες ανακρίσεις, συλλήψεις, ακόμη και εκτελέσεις. Όμως ο πιστός πατριώτης στο Έθνος, Δραγουμάνος της Τριπολιτσάς Σταύρος Ιακωβάκης, που είχε διεισδύσει στο περιβάλλον του πασά, υπόκλεψε τις μυστικές πληροφορίες, που έφθασαν στο σαράγι και έγκαιρα ειδοποίησε τους Δημητσανίτες για τα τεκταινόμενα. Οι Δημητσανίτες μόλις πληροφορήθηκαν από τους ανθρώπους του Ιακωβάκη τις βουλές του σαραγιού, πρόλαβαν και με κάθε μυστικότητα και επιμέλεια και εξαφάνισαν κάθε τεκμήριο, που θα πρόδιδε την παραγωγή και αποθήκευση της μπαρούτης.


Όταν έφθασαν οι Τούρκοι, στην Δημητσάνα, ναι μεν βρήκαν τους μπαρούτ χαμέ (μπαρουτόμυλους), αλλά από μπαρούτη ούτε ίχνος. Όμως δεν εφησύχασαν και διεξήγαν έρευνες σε αρκετά σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια, σπηλιές και σε αγροικίες, αλλά μάταια όλες οι έρευνες, ούτε εκεί δεν βρήκαν ίχνος μπαρούτης. Οι Δημητσανίτες, τους ανέφεραν ότι όλα αυτά ήσαν διαδόσεις του Αλή πασά των Ιωαννίνων, για να θολώσει τα νερά, περί επικείμενης επανάστασης στον Μοριά και να επιστρέψει πάλι στην έδρα του την Τριπολιτσά ο Χουρσίτ πασάς, που είχε διαταχθεί από την Υψηλή Πύλη να εκστρατεύσει κατά του Αλή πασά. Οι τούρκοι, καθώς ήταν ευκολόπιστοι, έμειναν στις φθηνές δικαιολογίες των Δημητσανιτών, σφράγισαν τους μύλους και αποχώρησαν ικανοποιημένοι, εφόσον φορτώθηκαν με υποσχέσεις και αρκετά δώρα.
Κατά τα τέλη του Γενάρη του 1821, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι φήμες και οι πληροφορίες για εξέγερση στον Μοριά, οι Τούρκοι άρχισαν να παίρνουν αυστηρά μέτρα για να εμποδίσουν τυχόν επανάσταση. Ένα από αυτά τα μέτρα, ήταν να σφραγίσουν όλους τους μπαρουτόμυλους, μεταξύ αυτών και τους ονομαστούς μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας. Όταν η εξέγερση των Ελλήνων άρχισε να φουντώνει, οι Δημητσανίτες επανέφεραν πάλι τους μπαρουτόμυλους σε κατάσταση λειτουργίας και άρχισαν την μαζική παραγωγή μπαρούτης, για τις ανάγκες της επανάστασης.

Οι Τούρκοι φοβούμενοι ακόμη περισσότερο, ότι αν εκραγεί επανάσταση δεν θα μπορέσουν να ελέγξουν την παραγωγή της μπαρούτης στην Δημητσάνα, σκέφθηκαν να στερήσουν τους μπαρουξήδες και για τούτο ζήτησαν επτά μπαρουξήδες (τεχνίτες μπαρούτης) να πάνε στην Τριπολιτσά με την δικαιολογία για να φτιάξουν μπαρούτη όπου θα την έστελναν στον Χουρσίτ πασά στην Ήπειρο που πολεμούσε τον Αλή πασά. Όμως αυτοί στην πραγματικότητα είχαν δυο λόγους για αυτή την πράξη. Ο ένας ήταν να στερήσουν τους καλύτερους μπαρουξήδες από τους επαναστατημένους Έλληνες και ο δεύτερος να τους χρησιμοποιήσουν με σκοπό να παρασκευάζουν μπαρούτη για λογαριασμό του τουρκικού στρατού στην Τρίπολη, εκεί που θα ήταν το κέντρο επιχειρήσεων στον Μοριά. Με αυτή την κίνηση ήθελαν να μάθουν την τέχνη παρασκευής της μπαρούτης αλλά και ταυτόχρονα να τους κρατήσουν ως ομήρους, για τυχόν έναρξη της επανάστασης.
Όμως αυτή η μοιραία και λανθασμένη κίνηση των τούρκων, έμελλε να τους βλάψει σε μεγάλο ποσοστό και αντιθέτως να ωφελήσει σημαντικά την Ελληνική επανάσταση. Όντως οι πατριώτες Δημητσανίτες, συνεδρίασαν μυστικά και στην συνέχεια έστειλαν στην Τριπολιτσά επτά μπαρουξήδες, τον Νικόλα Λαμπάρδη, τον Ευθύμιο Πάλλα, τον Πολυχρόνη Παρασκευόπουλο, τον Παναγή Παρασκεύοπουλο, τον Γιάννη Κουτσούκο, τον Νικολή Πετρόπουλο και τον Παναγιώτη Μαλεβίτη, με οδηγίες να παρασκευάζουν μπαρούτη κακής ποιότητας. Οι μπαρουξήδες, αν και γνώριζαν την επικινδυνότητα της αποστολής των, έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους προς την πατρίδα και στην μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821), όπως είναι γνωστό οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Αναφέρεται μάλιστα, ότι πολλά τουφέκια τουρκικά βούλωσαν και τα κανόνια αστοχούσαν και αυτό αποδόθηκε στην κακής ποιότητας μπαρούτη.
«...τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκινούν νέα επίθεση και χρησιμοποιούν τα 4 κανόνια τους χωρίς επιτυχία, λόγω της νωπής μπαρούτης... Στην μάχη που κράτησε εικοσιτρείς ώρες, σκοτώθηκαν 514 Τούρκοι και τραυματίστηκαν 635, οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν λίγο αργότερα από μολυσματικές ασθένειες. Ενώ 4 Έλληνες μόνο σκοτώθηκαν και 17 τραυματίστηκαν. Τα τουρκικά όπλα που συγκεντρώθηκαν ήταν αρκετά για να εξοπλισθούν με ατομικό οπλισμό 4.000 άνδρες, συνάμα στα πολεμικά λάφυρα ήσαν και 4 πεδινά κανόνια και 18 σημαίες».
Ήταν η πρώτη φορά που οι Έλληνες αγωνίσθηκαν σε κατά παράταξη μάχη και νίκησαν τον εκπαιδευμένο και πλήρες εξοπλισμένο τουρκικό στρατό.
Μέρος της πανωλεθρίας των Τούρκων, οφειλόταν στην οργανωμένη δολιοφθορά που υπέστη ο τουρκικός στρατός στα πυρομαχικά του. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για την πορεία της επανάστασης αλλά και για την Άλωση της Τριπολιτσάς, αφού οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια: «Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Οι Τούρκοι όταν αντιλήφθηκαν, ότι η μπαρούτη που χρησιμοποίησαν κατά την μάχη, ήταν κακής ποιότητας, έχοντας άγριες διαθέσεις, κάλεσαν τους μπαρουξήδες να τους δώσουν τις ανάλογες εξηγήσεις. Οι μπαρουξήδες ατάραχοι, χωρίς φόβο και ενδοιασμούς, παρουσιάσθηκαν εμπρός στον Νετζίπ- εφένδη και ισχυρίσθηκαν ότι η μπαρούτη χρησιμοποιήθηκε πρόωρα, πριν καλά προλάβει να ωριμάσει (σημ. ότι απαιτείται ορισμένος καιρός μετά την παραγωγή της για να ψηθεί, όπως ο μούστος). Ο Νετζίπ- εφένδης, φαίνεται ότι δεν πείσθηκε, στις εξηγήσεις που του έδωσαν οι μπαρουξήδες και τους παρέπεμψε στον μπουσαμπίρη. Ο τούρκος μπουσαμπίρης, τους χώρισε μεταξύ τους και πραγματοποίησε πολύωρη και σκληρή ανάκριση. Κατά την πολύωρη ανάκριση σ' όλους τους μπαρουξήδες -κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των- δεν αποδόθηκαν ευθύνες, διότι όλοι παρά τις ανακριτικές πιέσεις, ισχυρίσθηκαν την μη ωριμότητα της μπαρούτης. Δηλαδή η επίσημη δικαιολογία όλων των μπαρουξήδων, ήταν ότι η μπαρούτη χρησιμοποιήθηκε γρήγορα, πριν προλάβει να «ωριμάσει», και γι' αυτό δεν είχε την γνωστή αποτελεσματικότητα, «διότι ήταν μούστος ακόμη».
Όντως όλη αυτή η προσχεδιασμένη καλομελετημένη και οργανωμένη επιχείρηση δολιοφθοράς, αυτών των επτά ηρώων μπαρουξήδων, μέσα στην καρδιά του τουρκοκρατούμενου Μοριά, διεξήχθη με πλήρη μυστικότητα και συνέβαλε οριστικά, στην τεράστια ήττα που έπαθαν οι Τούρκοι στο Βαλτέτσι και σηματοδότησε το τέλος της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα και από την άλλη έδωσε τεράστιο θάρρος στους Έλληνες, οι οποίοι με την σειρά τους εκδίωξαν τους Τούρκους για πάντα από τον τόπο τους.
Παρ' όλα αυτά ακόμη μέχρι σήμερα, η πατρίδα δεν καταδέχθηκε, να τιμήσει αυτούς τους επτά Δημητσανίτες ήρωες καθώς αρμόζει σ' αυτούς που πολέμησαν με τον δικό τους τρόπο τον κατακτητή. Ίσως, αν δεν υπήρχε αυτή η οργανωμένη δολιοφθορά, στην καρδιά του τουρκικού στρατού, τα γεγονότα να είχαν πάρει άλλη τροπή. Και αν χανόταν η Ιστορική μάχη του Βαλτετσίου, μπορεί να μην έπεφτε ποτέ και η Τριπολιτσά.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝH

Μετά την ήττα του Παπαφλέσσα, οι Δεληγιάννηδες, οι γιοι του Κολοκοτρώνη και ο Ζαΐμης, επεδίωξαν να καταλάβουν την Τρίπολη όπου είχε εγκατασταθεί το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και τα υπολείμματα των δυνάμεων του Παπαφλέσσα.
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ξεκίνησε από τους Λάκκους με προορισμό την Τρίπολη. Στο χωριό Βουνό, το στρατιωτικό του σώμα, πανικοβλήθηκε από ψευδή είδηση για αιφνιδιαστική εχθρική επίθεση και διαλύθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1824, και κατευθύνθηκε προς το χωριό Συλίμνα, με τους Θ. Ρηγόπουλο, Ιωάν. Βανικιώτη και Αναστ. Σαμαρίνη, όπου βρισκόταν ο πατέρας του. Στον δρόμο, καθώς περνούσε δίπλα από ένα ξερολάγκαδο, μια σφαίρα σφηνώθηκε στο έδαφος μπροστά από το άλογο του Πάνου. Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου προήλθε ο πυροβολισμός και είδε δυο Βουλγάρους (με αρχηγό τον Χατζηχρήστο) που διακρίνονταν από τα σαρίκια που έφεραν.
Στις παραινέσεις των τριών συντρόφων του να φύγουν, ο Πάνος, απήντησε πως από την ντροπή που είχε υποστεί εκείνη την ημέρα θα προτιμούσε να είχε σκοτωθεί. Υπονοούσε την διάλυση του σώματός του. Τότε ακούστηκε και δεύτερος πυροβολισμός και ο Πάνος έπεσε νεκρός. Η σφαίρα του τρύπησε τον κρόταφο και βγήκε από το σαγόνι. Αμέσως μετά, εμφανίσθηκαν από τον χείμαρρο περίπου 25 Βούλγαροι με επικεφαλής τον ομοεθνή τους Κότζιο. Οι σύντροφοι του Πάνου, μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψης έφυγαν. Οι Βούλγαροι τότε, λαφυραγώγησαν τον νεκρό αρχηγό αφαιρώντας του ακόμη και τα ρούχα του. Αφού τον άφησαν εκεί, πήγαν στην Τρίπολη ν’ αναγγείλουν το γεγονός και την επιτυχία τους.
Το πλήγμα για τον Κολοκοτρώνη ήταν συνταρακτικό, γιατί θεωρούσε τον Πάνο ως τον κύριο συνεχιστή του. Έθλιβε δε τον Γέρο επιπλέον το γεγονός ότι ο Πάνος δεν έπεσε μαχόμενος εναντίον του εχθρού, αλλά σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης είχε την μοίρα των γιων των μεγάλων ανδρών.

1. ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Δε φταίει, Πάνο, η διοίκηση, δε φταίει ο Κουντουριώτης,
τα φταίει, Πάνο, η Πάναινα, η παλιό- Μπουμπουλίνα,
π’ ολημερίς του έλεγε, π’ ολημερίς του λέει:
- Πάνο, δεν πας στον πόλεμο, δεν πας να πολεμήσεις,
που ντρόπιασες το σόι σου, τους Κολοκοτρωναίους;
Κι εκείνος τόμου τ’ άκουσε, πολύ βαριά του φάνει
και του σεΐζη μίλησε και του σεΐζη λέει:
- Σεΐζη, σέλωσε τ’ άλογο και φόρεσ’ του το γκέμι
και βάλ’ του τη χρυσή χασά, τις ασημένιες σκάλες,
στον πόλεμο θα πάω.

(Γεωργία Ταρσούλη, «Μοραΐτικα Τραγούδια», βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, σελ. 46, αρ. 60, Αθήνα 1944)
.-.

2. (ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΘΕΤΑΙ)

Κολοκοτρώνης κάθεται σε ριζιμιό λιθάρι
και όλο συλλογιότανε το όνειρο που είδε.
Και του Γενναίου φώναξε και του Γενναίου λέει:
- Γενναίο, είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρο μου,
είδα και κάηκε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου,
τάχα καλά είναι ο Πάνος μας κι αυτός ο αδερφός μας;
- Τον Πάνο τον σκότωσαν μες στης βουλής τ’ ασκέρι.

(Σοφοκλής Γ. Δημητρακόπουλος, «Ιστορία και δημοτικό τραγούδι», σελ. 93, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998)
.-.

3. (ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ)

Καλώς ορίστε φίλοι μου, φίλοι μου και δικοί μου,
για κάτσετε, ’συχάσετε, να φάμε και να πιούμε,
να ειπώ κι εγώ τα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.
Σκοτώσανε τον Πάνο μου, σκότωσαν το παιδί μου.
Δεν ήταν βόλι τούρκικο, δεν ήταν του μουρτάτη,
παρά ’ταν από φίλους μας κι από τους συγγενήδες.

(Το τραγούδησε η Αντιγόνη Προκόπη από το χωριό Δάφνη Αμαλιάδας).
.-.

4. (ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ)

Καλώς ορίστε φίλοι μου, φίλοι μου και δικοί μου,
για κάτσετε, ’συχάσετε, να φάμε και να πιούμε,
να ειπώ κι εγώ τα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.
Της Αλεξάνδρας τα βουνά, χιόνια ’ναι γιομισμένα.
Συν δυο, συν τρεις δεν περπατούν…

(Π. Δ. Παπαδημητρακόπουλου, «Η Δάφνη των Καλαβρύτων», σελ. 795, Θεσσαλονίκη 1977)

Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών, αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Μοραΐτες με έκπληξη παρατήρησαν ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών, αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες του.
Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα.
Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των συμμάχων τους Σαρδελιάνων.
Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα, όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών συνέβησαν ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλείται το φουστάνι της Ζαΐμενας».
Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιανναίων, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και τα παλικάρια του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσαν παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.
Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι: «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε της σύλληψης, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο στην Ιερά Μονή Χρυσοποδαρίτισσας Αχαΐας και οδηγήθηκε πεζός στη Γαστούνη, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιου κύρους. Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, παραδίνεται στις αρχές και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, ρίχτηκε από την Ακρόπολη, στις 26 Ιουνίου 1825, και άφησε την τελευταία του πνοή. Στον λαό διαδόθηκε ότι πήγε να δραπετεύσει και τσακίστηκε, όμως υπεύθυνος για τον θάνατο του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Ιωάννης Γκούρας.
Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της, η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντα της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν εκτελεστικό τους όργανο.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΘΥΜΙΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ

ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ

ΤΟ ΘΥΜΙΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΗ
Κατά την β’ τουρκοκρατία, η Ηλεία απαρτιζόταν από δυο επαρχίες. Η πρώτη ήταν αυτή της Γαστούνης, με έδρα την Γαστούνη και περιλάμβανε την βόρεια Ηλεία και ορισμένα χωριά της Αχαΐας και της Αρκαδίας και η δεύτερη ήταν η επαρχία Φαναρίου με έδρα το Φανάρι της Ανδρίτσαινας. Όλες οι επαρχίες, επί τουρκοκρατίας, ονομαζόταν καζάδες. Ο καζάς της Γαστούνης, ήταν ο μεγαλύτερος σε έκταση και καταλάμβανε όλον τον σημερινό νομό κι επιπλέον εδάφη εκτός αυτού και είχε πρωτεύουσα την Γαστούνη. Την περίοδο αυτή, στον καζά, είχαν εγκατασταθεί πολλοί Οθωμανοί, ιδίως στην πόλη της Γαστούνης, με αρχηγούς την οικογένεια των Χοτομαναίων (Otoman) , ενώ οι προύχοντες (κοτζαμπάσηδες), της Γαστούνης, προέρχονταν από την οικογένεια Σισίνη. Περιφερειακά, σχεδόν σ’ όλους τους οικισμούς, είχαν εδραιωθεί αρκετοί αγάδες, συγγενείς και ευνοούμενοι της οικογενείας των Χοτομαναίων.
Μεταξύ του χωριού Σώστι και του εγκαταλειμμένου σήμερα οικισμού Ακοβίτη και συγκεκριμένα στην σημερινή τοποθεσία Λαβδαίικα, είχε εδραιωθεί ένα σημαντικότατο τσιφλίκι από κάποιον Αγά τον Μουσταφά Μπαϊρακτάρ ή Μπαϊρακτάρη της φάρας των Χοτομαναίων. Το τσιφλίκι του, νότια είχε ως φυσικό όριο τον χείμαρρο Κουρλέσα και βόρεια έφτανε πέρα από το χωριό Σώστι, κοντά στο Γαστουναίικο (Πηνειός) ποτάμι. Απ’ ανατολάς, συνόρευε με τις παρυφές του σημερινού χωριού Χάβαρι και δυτικά ενδιάμεσα από τα χωριά Αμπελόκαμπος (πρ. Καρακούζι) και Κόροιβος (πρ. Κελεβή). Ο Μουσταφά αγάς, βασικά ήταν άνθρωπος φιλόθρησκος, αλλά νταής, κάπου- κάπου όμως έπεφτε και σε δρόμο, ενώ ήταν και μεγάλος συμφεροντολόγος. Αγάπαγε πολύ την γη ως περιουσία, ήθελε να την διαφεντεύει και να την έχει αβέρτικη και πάντοτε προσπαθούσε να την αυγατίσει όσο περισσότερο μπορούσε. Λέγεται, ότι κάποτε έστειλε με το έτσι θέλω και οργώσανε τα χωράφια από την άλλη μεριά της Κουρλέσας στην τοποθεσία Κακάβι, στα Καρζέϊκα (ιδιοκτησίας του Καρζή) με σκοπό να τα καταπατήσει.
Ο Καρζής, μόλις αντιλήφθηκε την αβανιά του Μουσταφά, έχασε το τζαβάτι του, απείλησε τους εργάτες και τους σμπάριασε μ’ ένα σισανέ. Ο Μουσταφάς, δεν έχαψε την ντροπή και πήρε καμιά δεκαριά καβαλαραίους, τράβηξε και πήγε στο χάνι του Καρζή και τον απειλούσε ότι θα κάψει όχι μόνο το χάνι, αλλά και τον Αγιάννη, αν τον παρενοχλήσει πάλι. Ο Καρζής που δεν φοβότανε τις απειλές του αγά, όση ώρα του μιλούσε, στεκότανε με ψηλά το κεφάλι, αγέρωχος και χωρίς να τα χάσει γυρίζει και του λέει:
- Αγά μου, αγροίκα! Αν κάψεις το χάνι, θα βλάψεις μόνο εμένα, αλλά αν κάψεις τον Άγιο, θα έχεις να κάνεις με τον Θεό μου, και τότενες κακομοίρη μου βρες λαγούμι να τρουπώσεις, γιατί ποιος σε γλιτώνει από την οργή του!
Ευτούνα τα τρανά λόγια του Καρζή, σάματις προβληματίσανε τον Μουσταφά και χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, πισωγύρισε τ’ άλογό του και το ασκέρι του, και πήρανε τη στράτα ντουγρού για το τσιφλίκι του. Ο γέρο-Καρζής, κατάλαβε ότι έχει ανοίξει μάγγανα με τον Μουσταφά και μη έχοντας άλλη επιλογή και για ν’ αποφύγει τον κουτσούρεμα της περιουσίας του, σκέφθηκε πονηρά και αφού συναντήθηκε με τον παπά του Καλιτσαίου Αγιώργη, έκανε ένα γιαλαντζί παραχωρητήριο της περιουσίας του, στο εκκλησάκι του Αγιάννη. Έπειτα κάλεσαν τον κατή της Γαστούνης, να δικάσει την κτηματική διαφορά τους. Ο κατής, σαν δίκαιος άνθρωπος που ήτανε, δικαίωσε την εκκλησία του Αγιάννη ως Βακούφιο και έλυσε μια για πάντα την διαφορά, ευτυχώς για τον γέρο- Καρζή έβγαλε το άχτι του, που είχε σύνορο το λαγκάδι και δεν καρβουνιαζότανε . Από τότε και πέρα ο Μουσταφάς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για τον Καρζή που με την πονηριά αυτή του στράβωσε τα σχέδια, αλλά τον θαύμαζε κιόλας για την εξυπνάδα του.
Ο Μουσταφάς, είχε παντρευτεί την Εμινέ, κόρη του Σελίμ από του Μπαλί (Πηνείας) και είχε αποκτήσει και ένα παιδί τον Οσμάν. Ήταν πλούσιος και μεγάλος γλεντζές, ταλαντούχος τραγουδιστής και ζούσε ευτυχισμένος με την οικογένειά του. Τα τραπεζώματα και τα νταούλια δεν απόλειπαν ποτέ από την αυλή του, κι όταν μερακλωνόταν, έπιανε και κάτι αμανέδες που σειόταν ο τόπος.
Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που μια μέρα ο Οσμάν το μονάκριβο παιδί του, γιορτόπιασμα, κοτζάμ παιδαρέλι εννιά χρονών, ένα λεβεντόπαιδο μαυριδερούλι, που χαιρόσουνα να το χουζουρεύεις. Ήρθε όμως ο κακός καιρός και το παιδί αρρώστησε από λοιμική , έγινε σαν σπαρματσέτο και δεν μπορούσε ούτε να σταθεί στα πόδια του, λες και το έδερνε κάποιο τρανό κουσούρι. Τα κουτσομπολιά παίρνανε και δίνανε τρογύρω από το σαράγι. Άλλοι λέγανε ότι ήταν μαγεμένο, άλλοι ότι είχε το κακό σπυρί, κι ο καθένας έλεγε ότι του κατέβαινε εκείνη την ώρα.
Ο Μουσταφάς δεν έμεινε άπραγος, το πήγε στην Γαστούνη στον ντατόρο τον Σισίνη, έστειλε και φέρανε έναν από το Ζάντε (Ζάκυνθος), παράγγειλε στ’ Αντρώνι να φέρουνε τον γέρο κομπογιαννίτη Πανάγο Σίνο, έστειλε το μπιστικό του στις Λουκάβιτσες και φέρανε την γριά Σύρμω του Γιάνναρου, την μάγισσα , να του λύσει τα μάγια, αλλά τίποτις. Μετά μάθανε ότι στην Παλιόπολη ήτανε κάποιος φαρμακοτρίφτης και φέρανε τον Παρασκευά τον Ζούδιαρη να τον γιάνει με τα γιατρικά βοτάνια του, αλλά και κείνος μάταια. Σαν κοπιάσανε ούλοι τους στο κονάκι του, φάγανε, ήπιανε, τους περιποιηθήκανε, πήρανε και το τρανό μπαξίσι τους και ο Οσμάν πάλε τα ίδια και χειρότερα, το μονάκριβο παλικάρι του, κατέπεσε ζιαμπούνης και βερέμης και δεν ξανά ματάσωσε να βγει από τον οντά του, λες και το έδερνε το χτικιό.
Στο κονάκι του Μουσταφάγα Μπαϊρακτάρη, είχε πέσει μουγκαμάρα, γιότσα κι ένα τρανό μαράζ και ντέρτι. Τώρα δεν ακουγόντουσαν τραγούδια, ακόμη και οι ταβουλαραίοι, σιγά- σιγά, αποκόψανε να ζυγώνουν πια στο τσιφλίκι. Ο μερακλής αγάς, τώρα σκεφτικός, σαν κυδώνι μαραγκιασμένο, στεκότανε πάνου στο χαγιάτι του μπροστά από την πλεχταριά και αγνάντευε στο τρανό τσιφλίκι τους ραγιάδες εργάτες, που γυρνοβολάγανε σαν τα μερμήγκια να θερίζουν και να συνάζουν τα γεννήματα στ’ αλώνια του. Που και που τράβαγε καμιά ρουφηξιά από τον ναργιλέ του και ένα βαρύ αγκομαχητό έβγαινε από τα βαριά σωθικά του.
-Σήκω αγά μου! Τζιριμόνιαζε η Εμινέ Χανούμ. Σήκω αγά μου μην κουσκουτεύεις άλλο, άμε, να πάμε Ρωμαίικο στον Αγιάννη. Αύριο το γιορτάζουνε οι Ρωμιοί, άμε το ’πε κι ο μπαμπαλής κι άμα θέλει ο Αλλάχ, θα νταβραντίσει το λιονταράκι μας.
Ο αγάς της έδωκε μια φουντουλιά και της λέει:
-Τι τσαμπουνάς ωρέ; Κοτζάμ Θεός είναι και ο δικός μας, Θεός και του ραγιά. Άμα νόγαγε θα μας έγιανε το παιδί μας. Άει! Σύρε στον οντά σου κι άσε με στο κασαβέτ μου, αφού ο αναφακάς μας έτσι έγραψε.
Η Εμινέ, έριξε το γιασμάκι της κι αποτραβήχτηκε κλαίγοντας στον οντά της. Ο Αγάς βαρύς και σκεφτικός, έσαξε το σαρίκι του, ροβόλησε τα σκαλούνια να πάει κάτου από την τρανή βελανιδιά, να καπνίσει το τσιμπούκι του. Στο μυαλό του στριφογύριζαν σαν το μελίσσι τα λόγια της Εμινέ. Έδειχνε σάματις να πίστευε στον Θεό των ραγιάδων, αλλά δεν ήθελε να δώσει τράτο και να τον πάρουνε παρά ματιού οι δικοί του και τον κάνουνε ρεζίλι. Δεν πρόλαβε ν’ αποκιώσει το τσιμπούκι του, όταν άκουσε την καμπάνα του Αγιάννη να βαρεί. Τότε, σκέφθηκε ότι ταχιά το γιορτάζουμε ευτούνοι οι αναθεματισμένοι οι Ρωμιοί και φώναξε τον γιαβέρη του να ζυγώσει κοντά.
-Χάσο! Έέέ… ρε Χάσο!
-Στις προσταγές σου Αγά μου!
-Σέλωσ’ ωρέ Χάσο, σέλωσ’ τον ψαρή μου, ’τοίμασε και ένα του λόγου σου, να σεργιανίσουμε μέχρι τα ρωμέϊκα, έτσι να ξεσκοτίσω μια σταλιά, δεν αντέχω άλλο.
Ο Χάσο, τσακίστηκε και σέλωσε τ’ άλογα, τα στόλισε με χαϊμαλιά και τσάκα- τσάκα και τα έφερε σιμά στον δέντρο που ήτανε ο αφέντης του.
-Πάμε ωρέ! Ντουγρού για το Ρωμαίικο από ’κεί στον Αγιάννη.
Καβαλήσανε τ’ άλογα και τραβήξανε κατά τ’ Ακοβίτη. Μπροστά ο αγάς με τον ψαρή και πίσω ο Χάσο, βαρέσανε τ άλογα ν’ αναγκάσουνε και πήρανε το τρανό μονοπάτι να προλάβουνε τον παπά. Μόλις διάηκαν τον μαχαλά, χωθήκανε στα ρουμάνια, τρουπώσανε στον βορό και περάσανε το γούπατο στον λαιμό του λαγκαδιού, κι όταν ξελογγιάσανε ξαγναντήσανε στο τούμπι στη Βίγλα. Εκεί φάνηκε το εκκλησάκι του Αγιάννη, ασβεστωμένο, κάτασπρο σαν το χιόνι, στριμωγμένο στην λαγκαδιά, κρυμμένο μέσα στα τρανά δέντρα και στα γέρικα πλατάνια.
Ο αγάς, κοντοκράτησε το γκέμι του ψαρή, χουζούρεψε για λίγο την εκκλησιά, γύρισε στον γιαβέρη του και του λέει:
-Ωρέ Χάσο, τι ’μολογάς του λόγου σου; Λες να είναι καλύτερος από τον εδικόνε μας θεό, ευτούνος των γκιαούρηδων;
-Ένα πράμα είναι ούλοι τους αφέντη μου!
-Μωρέ τι τσαμπουνάς; Άμα είναι ένα πράμα ούλοι τους τότενες που πάμε;
-Πάμε αγά μου, πάμε κι ο Αλλάχ είναι τρανός.
-Δεν το λες μόνο εσύ, δεν το λες ωρέ Χάσο, ωρέ μου το ’πανε κι άλλοι!
Βάρεσε τον ψαρή του και τραβήξανε ντουγρού για την εκκλησιά. Μόλις τους πήρανε χαμπάρι οι προσκυνητάδες, αλαφιαστήκανε σαν τ’ αγρίμια μέσα και όξω απ’ την εκκλησιά. Οι περισσότεροι ήσαντε Καλιτσαίοι, κάμποσοι Κουκλακιώτες , λίγοι Ακοβιταίοι πέντε έξι από τα Καμίνια , κι άλλοι τόσοι από τον Μπελεκανιό , είχανε πλημμυρίσει την εκκλησία μέσα και απ’ όξω. Σαν κοντοζύγωσε, ο αγάς, σήκωσε το δεξί του χέρι και τους καθησύχασε. Ο μπεσαλής χαντζής, που είχε φερθεί πονηρά και τον είχε δαμάσει με τον δικό του τρόπο, βγήκε μπροστά απ’ ούλους, πήρε τον λόγο και κοροϊδευτικά χαιρέτισε τον αγά και τον συνοδό του.
-Καλώς ορίσατε αγά μου, κοπιάστε, ο Αγιάννης να σας έχει καλά, ζαμάνια είχαμε να χαρούμε την αφεντιά σας!
Ο αγάς, κατέβηκε από το άλογο του αντιχαιρέτισε, άφησε τα γκέμια στον Χάσο και λέγει:
-Αφερίμ αφερίμ! Χρόνια σας πολλά, ωρέ Ρωμιοί, χρόνια πολλά το πανηγύρι σας.
-Ποιος καλός αγέρας, σας έσαξε κατά εδώ αφέντη μου;
-Κασαβέτ και σουβή χαντζάκο μου! Μα τον Αλλάχ τρανό μαράζ!
Ο χαντζής, που είχε κλείσει πλέον τα διδόμενα μαζί του, μετά το δικαστήριο, τον κάλεσε να κάτσουνε ανακούρκουδα, στα στρωμένα σκουτιά και ν’ ακουμπίσει στο σοφρά τους, κάτου από τον τρανό γεροπλάτανο να κουβεντιάσουνε.
Ο αγάς έκατσε, αλλά δεν έβγαλε άχνα για το παιδί του, περίμενε τον παπά να τελειώσει τον εσπερινό και να μιλήσουνε για τον Οσμάν.
Όταν τέλειωσε, ο παπάς, χωρίς να συμβαίνει τίποτα, βγήκε με το ραχάτι του από την εκκλησία, τους καλησπέρισε όλους και πήγε στην παρέα του αγά.
-Πολλά τα έτη σου αγά μου! Τρανή μας τιμή, να είναι η αφεντιά σου στο πανηγύρι μας.
-Χρόνια πολλά του λόγου σου παπά μου, ο τρανός Αλλάχ να σ’ έχει καλά.
Και πριν μπει στο μουσαβερλέ, ο αγάς, έκανε νόημα στον παπά να ξακρίσουνε από τον κόσμο και να κουβεντιάσουνε. Ο παπάς αγέρωχος, δέχθηκε και ξακρίσανε κάτω από μια τρανή καρυδιά να κουβεντιάσουνε.
-Παπά μου, ένα χουσμέτ σου ζητάω, και σαν ξύπνιος άνθρωπος που είσαι, δεν πρέπει να μου τ’ αρνηθείς.
-Πρώτα ν’ ακούσω αγά μου και μετά θα πράξω, ότι με φωτίσει ο Άγιος.
-Παπά μου, τρανή συμφορά έπεσε στο κονάκι μου. Έχω τώρα, τρεις τζελχιτζέδες (φεγγάρια) άρρωστο τον μονάκριβο Οσμανάκι μου, το πιλάλησα σ’ ούλο τους ντατόρους, μα γιατρειά δεν βρήκα πουθενά. Λένε, τάχατις, ότι ο δικός σας Θεός, μπορεί να μου το υγιάνει. Και ευτούνη την χάρη θέλω, να σου το φέρω, να μου το βλογίσεις να υγιάνει.
-Όχι αγά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτις του λόγου μου!
- Γιαβάς- γιαβάς παπά μου! Γιατί τίποτις, ψυχούλα είναι κι ευτούνο. Τάχατις δεν πρέπει να σώσουμε μια ψυχούλα;
-Ψυχούλες ήσαντε και τα δικά μας τα παιδιά, που τα μαζώνουτε για του λόγου σας. Αλλά άκου αφέντη μου, πρώτα πρέπει να το βαφτίσω και να το φέρω στον δρόμου του δικού μας Θεού, και μετά θα κάνω ότι προστάζει ο Χριστός μας.
Και σαν παμπόνηρος άνθρωπος που ήτανε, με ευτούνο το τερτίπι, άρπαξε την ευκαιρία να αλλαξοπιστήσει το αγαδόπλο.
-Μα τον Αλλάχ, αυτό δεν γίνεται παπά μου, όχι, όχι, όχι!!! Ευτούνο βγάλτο από το διαβολοκέφαλό σου, του λόγου μου δεν γίνουμαι ούτε ρεζίλι, μ’ ούτε και ραγιάς!
-Αγά μου, να ξέρεις ότι, ο Αγιάννης, άγιασε γιατί βάφτισε το δικό μας Χριστό, κι άμα δεν το βαφτίσουμε δεν γίνεται η χάρη μας. Σύρε και βρες άλλον Άγιο, εγώ δεν μπορώ να τα βάλω ούτε με τον Άγιο μου, αλλά και ούτε με τον Προφήτη σου.
Ο αγάς, δεν απάντησε στον παπά, παρά μόνο, φώναξε τον Χάσο χαιρετίσανε, καβαλήσανε τ’ άλογα και χωρίς να βγάλουνε μιλιά, γίνανε αμολόγητοι, για να γυρίσουνε στο κονάκι του.
Η Εμινέ χανούμ, που είχε μπει στην κούτρα του Μουσταφά, καρτερούσε στο κονάκι, πως και πως πίσω από τα καφάσια και καθότανε σ’ αναμμένα κάρβουνα, το πισωγύρισμα του. Σαν τον είδε να ξαναφαίνεται από τα Ακοβίτικα, έριξε το γιασμάκι της και ροβόλησε τα σκαλούνια και βγήκε στην αυλή να προϋπαντήσει τον άνδρα της. Ο αγάς γινωμένος παρτάλι, με σκυμμένο το κεφάλι ξεπέζεψε και ζύγωσε σιμά της. Η Εμινέ, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγε καλά. Τον ρώτησε μια και δυο και τρεις φορές, αυτός δεν άνοιξε το στόμα του, μόνο αναστέναζε βαριά, λες και είχε πέσει τρανό θανατικό στο κονάκι του. Μόλις μπήκανε στον οντά τους, ο αγάς βάρεσε κάνα δυο φορές το κεφάλι του στο τσιατουμά και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Εμινέ, τον έβαλε να ξαπλώσει στα ατλάζια και αφού τον ηρέμησε τον έβαλε και της είπε τι έγινε κατά γράμμα.
-Δεν μου το ’κανε το χατίρι ο διαβολόπαπας. Τάχατις λέει δεν μαγαρίζει την εκκλησιά του μ’ άπιστους. Ξεροκέφαλα ζαγάρια ευτούνοι οι αναθεματισμένοι οι Ρωμιοί, Εμινέ μου, ξεροκέφαλοι ανάθεμά τους γκάβαλα έχουν στα κεφάλια τους, ότι τρουπώσει στην κούτρα τους, θέλουνε να το βγάλουνε πέρα. Άκου τι μου είπε. Ντεμέκ, πρώτα να το λαδώσω και μετά θα μου του υγειάνει. Μα τον Αλλάχ! Ο διαβολόπαπας με τσάκωσε σα ζουλάπ’, εγώ κοτζάμ βεζίρης να τραβήξω τέτοια ντροπή λιγούρα;
Εκείνη όμως δεν το έβαλε κάτου, μόλις έκιωσε την κουβέντα του, ο Μουσταφάς, χαραμπουλιάζει με τις παλάμες της τα χέρια του και του άρχισε το λακιρντί:
-Αμάν αφέντη μου, άκου και μένα, μάνα του είμαι, και εγώ πονάω πλιότερο από του λόγου σου. Να πάμε να το βρέξουμε για να το σώσουμε, ας γίνει και Ρωμιός και ότι θέλει ο Αλλάχ. Εγώ, το παιδί μου θέλω να ζήσει, τίποτις άλλο. Άμα τ’ αφήκουμε, θα λαλήσουνε κάργιες στο κονάκι μας. Άει! Σύρε να βάλεις τελάλη σ’ ούλο το τσιφλίκι, να διαλαλήσουν ότι εμείς, όχι μόνο θα το βαφτίσουμε, αλλά και θα το γιορτάσουμε κιόλας.
-Τι τσαμπουνάς Εμινέ, ζουρλάθηκες μπίτ σουλτάνα μου;
-Δεν ζουρλάθηκα αγά μου, άμα χάσουμε το μπιρμπίλι μας, τότε θα ζουρλαθούμε! Πάμε να το βαφτίσουμε, μπορεί να είναι και τρανό θέλημα του Προφήτη μας.
Ο αγάς ακούγοντας τα λόγια της Εμινέ, πήρε στροφή, άλλαξε γνώμη και της έγνεψε εντάξει.
-Αν είναι σουλτάνα μου να σώσουμε το λιονταράκι μας, να το βαπτίσουμε, ταχιά κιόλας.
Βγήκε αλλιώτικος, από τον οντά του, κάλεσε τον μπιστικό του και τον έστειλε στου Καλίτσα, να ανταμώσει τον παπά. Ο μπιστικός καβάλησε τ’ άλογο και πήγε και βρήκε τον παπά και του είπε ότι ταχιά κιόλας, ανήμερα τα Αγιαννιού του Ριγανά, μετά την λειτουργία, ο αγάς θέλει να βαπτίσει το παιδί του στον Αγιάννη. Ο παπάς δέχθηκε με χαρά, όχι μόνο γιατί πέρασε το δικό του, αλλά θα βάφτιζε ένα αφεντόπουλο Χριστιανό. Μόλις έφυγε ο μπιστικός του αγά, ο παπάς, έστριψε προς την μεριά που έπεφτε ο Αγιάννης, έκανε τον σταυρό του, έπιασε χαϊδευτικά τα γένια του και λέει:
-Αμ’ που θα μου πήγαινες άπιστο σκυλί, ο Αγιάννης, ταχιά, θα κάνει το θάμα του και θα έχει να το ’μολογάει ούλος ο ντουνιάς! Συγχώρεσέ με, Αγιάννη μου, καμιά φορά σάματις δεν ξέρω του λόγου μου τι λέω και να παραλογίζουμαι!
Απ’ την ώρα, που γύρισε ο μπιστικός, στο τσιφλίκι, αρχίσανε να ετοιμάζουν το κονάκι, φέρανε αρνιά από τα στανοτόπια και κάνα δυο- τρία χοντρά. Την άλλη μέρα, από το μούχρωμα, το κονάκι βούιζε σαν μελίσσι, που συγυρίζανε. Μόλις βάρεσε για τα καλά ο ήλιος, κίνησε μια τρανή πομπή, από καμιά πενηνταριά νοματαίους, με την συνοδεία πέντε- έξι τζοχαντζαραίων, Τούρκοι και Ρωμιοί μαζί με τα σελωμένα άλογα και με τα πολύχρωμα υφαντά χράμια στα σαμάρια, σάξανε για τον Αγιάννη. Μπροστά πήγαιναν κάνα δυο-τρεις ντελήδες, πίσω ο αγάς και η Εμινέ και σ’ ένα αραβικό άλογο, ο Οσμάν, στολισμένος μ’ ακριβά σκουτιά, αλλά και μαραζωμένος, ίσα- ίσα που στεκότανε όρθιο το κορμάκι του και πίσω ούλη η συνοδεία. Η Εμινέ είχε προστάξει τις δούλες της και είχαν παρασκευάσει μπακλαβάδες (διπλωτά γλυκά) και τα πήρε μαζί της για να κεράσει τους προσκυνητές και όσους παρευρεθούν στο μυστήριο της βάπτισης του Οσμάν. Σαν φθάσανε στην εκκλησιά, ξεπεζέψανε και δέσανε τ’ άλογα κάτου από τα σκιερά δέντρα. Οι προσκυνητάδες του Αγιάννη καρτερούσανε γύρω από την εκκλησία πως και πώς να δούνε να βαπτίζεται ένα τουρκόπουλο. Ο παπάς, με πέντε έξι άλλους, τους περίμενε μέσα στην εκκλησία. Μόλις ζυγώσανε χαιρετηθήκανε και μπήκανε στην εκκλησία, αρχίνησε αμέσως το μυστήριο της βάπτισης.
-Και τ’ όνομα αυτού;
- Γιάννης! Πετάγεται ο χαντζής.
Ο Αγάς, ξαφνιάστηκε απ’ αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, ταράχτηκε και κόμπιασε η φωνή του. Η Εμινέ που στεκότανε σιμά του, γύρισε τον τήραξε κατάματα και τον πάτησε στο πόδι, πείθοντάς τον μ’ αυτήν της την κίνηση, να συμφωνήσει με τον χαντζή και τον παπά.
-Γιάννης, παπά μου, Γιάννης και ο Άγιος σας μακάρι να μου το υγιάνει! Συμπληρώνει βαριά ο Αγάς.
Μόλις τέλειωσε το μυστήριο, ο παπάς τους ευχήθηκε να τους ζήσει και γλήγορη ανάρρωση. Εν τω μεταξύ είχε φέρει μαζί του κι ένα αγιασμένο μανδύα όπου ντύσανε τον νεοφώτιστο μετά την βάπτιση του.
Έπειτα ζήτησε απ’ όλους τους εκκλησιαζόμενους να βγουν έξω από τον ναό, ενώ κράτησε τον νεοφώτιστο Γιάννη μέσα και τον οδήγησε μπροστά στην εικόνα του Αγίου και αφού τον ευλόγησε τρεις φορές, τον πέρασε μέσα από την Ωραία Πύλη και μετά, κρατώντας τον από το χέρι, τον πήγε στο πηγάδι , και ζήτησε να τον πλύνουν με τ’ αγιασμένο νερό του Άγιου. Μετά κάνανε ένα γιατροσόφι, δηλαδή τον επλύνανε με ζουμί από βρασμένη τσουκνίδα και χαμομήλι, για τα σπυριά που είχε βγάλει στο κορμάκι του, μετά τον μπουχίσανε με νερό από τον Άγιο. Αφού τον άφησαν για λίγο, το αλείψανε με βαλσαμόλαδο , το σκούπισαν με μια μεγάλη χιονάτη μπόλια, και μετά την κρέμασαν στα κλαδιά μιας κουτσουπιάς, που ήτανε στην όχθη του λαγκαδιού.
Τέλος, ο παπάς, τους ευλόγησε και δια χειραψίας τους χαιρέτισε όλους, τους ευχήθηκε να τους ζήσει το νέο όνομα και τους πρότεινε να φκιάσουνε το γιατροσόφι της λοιμικής και να το τρίβουνε για λίγες ημέρες. Επίσης, τους ανέφερε, ότι την επόμενη Κυριακή να φέρουν το παιδί να το μεταλάβουν με την Θεία Κοινωνία, αλλά πρέπει ένα βράδυ να κοιμηθεί μέσα στον ναό, την άλλη μέρα να του κάνουν το ίδιο γιατροσόφι και να το ξανά πλύνουν με το αγιασμένο νερό του πηγαδιού. Ο αγάς θέλησε να δώσει ένα καλό φιλοδώρημα στον παπά, μα αυτός αρνήθηκε πεισματικά λέγοντας:
-Ο Αγιάννης, αγά μου ούτε το ρέγαλό σου θέλει, αλλά ούτενες να τον τζολεύεις.
Οι τούρκοι, αφού πρώτα ευχαρίστησαν, όλους όσους παρευρέθηκαν στο μυστήριο, τους κάλεσαν να παρευρεθούν στο γλέντι που ετοίμαζαν στο κονάκι και αποχώρησαν. Οι μόνοι που τους ακολούθησαν μετά από συνεννόηση με μια κλεφτή μάτια, ήτανε ο Καρζής που ήτανε κουμπάρος και ο παπάς.
Βάλανε το παιδί στ’ άλογό του και κινήσανε γοργά για το κονάκι. Μόλις φθάσανε, οι σοφράδες με τα φαγητά ήτανε έτοιμα για το φαγοπότι και το τρανό γλέντι, που θ’ ακολουθούσε. Ο Οσμάν (Γιάννης) φαινότανε κουρασμένος και η Εμινέ το πήγε στον οντά του και το ξαπλώσανε πάνω σ’ ένα ντιβάνι με σελτέ κι αφού το τρίψανε με το γιατροσόφι της λοιμικής, τον άφησαν να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί. Το γλέντι κράτησε μέχρι τα χαράματα, αλλά δεν είχε τρανό ξεφάντωμα όπως παλιά, έγινε λες και το κάνανε με το ζόρι. Την άλλη μέρα η Εμινέ, πρωί- πρωί μπήκε στον οντά του Γιάννη. Το παιδί κοιμότανε του καλού καιρού και σιμά του ήτανε καθισμένη η Φατμέ, η παραμάνα του, η Εμινέ την είδε αλλαγμένη και απόρησε.
-Τι συμβαίνει Φατμέ μου πως είναι το μπιρμπίλι μας;
- Σουλτάνα μου! Είναι πολύ καλύτερα και σάματις αρχίζουν να μαζώνουν τα σπιθούρια του.
Η Εμινέ δεν πίστεψε στα λόγια της, γονάτισε σιμά στο παιδί της και σιγά- σιγά σήκωσε το σκέπασμα και τήραγε μια- μια τις πληγές του παιδιού.
-Φατμέ μου, να σε φιλήσω, το παιδί μου θα γίνει γρήγορα καλά. Άει! Καημένε Αγιάννη μου, έκανες το θάμα σου! Το ’ξερα ότι του λόγου σου δεν θα μου χάλαγες το χατίρι! Και έκανε τον σταυρό της.
Η Φατμέ, μόλις είδε την αφέντρα της, να κάνει το σημείο του σταυρού, τα ’χασε, έκανε κάνα δυο βήματα προς τα πίσω και καθώς έδειχνε αλαφιασμένη, της λέγει με τρανή απορία.
-Σουλτάνα μου!!! Δεν πιστεύω στα μάτια μου, ακουμπέτ, ξέχασες τον Προφήτη μας και πήγες με τον Ρωμαίϊκο Θεό;
-Εσένα Φατμέ κάνε ότι σου κατεβάσει. Εγώ, να ξέρεις ότι μόνο στον Θιό των Ρωμιών έχω υποχρέωση και τώρα που γνοιάστηκα κατάλαβα ότι του λόγου του είναι ο αληθινός Θεός.
Μέσα σε λίγες μέρες στο κονάκι γυρίσανε πάλι χαρές. Ο Οσμάν, καρδάμωσε και έγινε καλά και όπως ήτανε παλιά. Ο αγάς, τον ξαναπήγε στον Αγιάννη, στη γιορτή του Θερμολόγου και κάνανε πάλι το ίδιο γιατροσόφι. Από εκείνη την ημέρα και μετά ο Μουσταφάς και η Εμινέ δώσανε εντολή, όλοι να τον λένε Γιάννη και όχι πια Οσμάν.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο Μουσταφάς, μετά από μουσαβερλέ της Εμινέ, πήγε στην Γαστούνη και βρήκε ένα γυρολόγο χρυσικό Στεμνιτσιώτη, και παράγγειλε ένα ολόχρυσο θυμιατό, τεφαρίκι γιομάτο βαράκι και σεντέφι για τον Άγιο. Τον επόμενο Γενάρη στην γιορτή τ’ Αγιαννιού του Βαφτιστή, το χρυσό θυμιατό βρισκότανε στα χέρια του παπά. Ο παπάς μόλις πήρε το δώρο του Μουσταφά, ρούτζωσε και λέγει του Μουσταφά.
-Αγά μου! Ο Άγιος δεν θέλει τζοβαΐρια και μαλάματα. Το μόνο που θέλει είναι να κάμετε μια σταλιά νισάφ και μη μας χαλάτε τις εκκλησιές μας, γιατίίί…, άμα τις γκρεμίσετε θα λείψουν και σε μας, αλλά να ξέρεις του λόγου σου, θα λείψουν και σε σας.
Ο Αγάς, αντιλήφθηκε τα λίγα λόγια του παπά, πόσα πολλά εννοούσανε, τον αποχαιρέτισε και έφυγε για το κονάκι του.
Από εκείνη την ημέρα, όποτε γινόταν εκκλησιασμός στον Αγιάννη, ο Γιάννης και η Εμινέ όχι μόνον ποτέ δεν έλειψαν από αυτόν, αλλά και κάθε χρόνο τ’ Αγιαννιού του Ριγανά, προσφέρανε όλα τα φαγητά και τα κρασιά δωρεάν στους προσκυνητές. Λέγεται δε μέχρι και το 1820, από βραδύς παραμονή τ’ Αγιαννιού, φέρνανε μαλάθες με καρβέλια ψωμί, βαρέλες με κρασί και σφαχτά και τα σφάζανε κάτω από τα δέντρα, και στην συνέχεια τα έβραζαν μέσα στα τρανά χαλκωματένια κακάβια, ούλη την νύκτα, για να είναι έτοιμα το πρωί μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς, που ακολουθούσε το μεγάλο φαγοπότι και πανηγύρι.


Μετά την επανάσταση του 1821, κατά τις επιδρομές του τουρκοαιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ Πασά, ο τόπος δεινοπάθησε από τις ληστρικές. Ο διοικητής του 4ου Αιγυπτιακού Συντάγματος Χουσεΐν Μπέης, ανώτατος αξιωματούχος του, μαζί με τον Λαλαίο Φεϊζούλ- Αγά, και τον Τζιαφέρ Φιδά , ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη του προσκυνήματος, από τις αρχές του Νοεμβρίου του 1825, αρχόμενοι από τα καμποχώρια της Γαστούνης εκστράτευσαν κατά της περιοχής μας και προς την Πηνεία.
Συγκεκριμένα την Δευτέρα στις 9 Νοεμβρίου 1825, σύλησαν και στην συνέχεια πυρπόλησαν το μικρό εκκλησάκι του Αγιάννη.
Επίσης και μια δεύτερη επιχείρηση έγινε και τον Γενάρη του 1826. Όμως όπως αποδείχθηκε κάποιοι έντιμοι και ευλαβείς ενορίτες, είχαν φροντίσει να κρύψουν σε ασφαλές σημείο εκτός του ναού το Θυμιατό και τις εικόνες, μέχρι να περάσει η συμφορά και μετά την απελευθέρωση τα επανατοποθέτησαν πάλι στην θέση τους.
Το χρυσοποίκιλτο Θυμιατό, ήταν η ζωντανή απόδειξη και σήμερα θα λέγαμε, το σήμα κατατεθέν του θαυματουργού Αγιάννη, και υπήρχε στον Ναό μέχρι 1909, όπου εκδηλώθηκε ένας μεγάλος και καταστρεπτικός σεισμός. Συγκεκριμένα, την νύχτα της 1ης προς την 2α Ιουλίου του 1909, ημέρα Τετάρτη προς την Πέμπτη και ώρα 02:05 (δύο και πέντε), μετά τα μεσάνυχτα, πραγματοποιήθηκε κυματοειδής σεισμός, διαρκείας ένδεκα δευτερολέπτων της ώρας, μ’ επίκεντρο το χωριό Χάβαρι και έπληξε τα χωριά Άγιος Ιωάννης, Λόπεσι (σημ. Κρυονέρι), Μουζίκα (σημ. Δαφνιώτισσα), Μπεζαΐτι (σημ. Κεραμιδιά), Ντάμουζα (σημ. Δάφνη), Παλιόπολη (σημ. Ήλιδα), Μπουχιώτη (σημ. Αυγείον), Σώστι και τους οικισμούς γύρω από το Χάβαρι, Κοκλάκι, Σεϊνταίικα, Τσιχλαίικα, Μπεκιαραίικα και Ακοβίτη.
Μεταξύ των άλλων κτιρίων, του οικισμού, καταστράφηκε ολοσχερώς και ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη. Το θυμιατό, μετά την ολική καταστροφή, μας είναι άγνωστο τι απέγινε. Η παράδοση αναφέρει ότι εκλάπη μέσα από τα ερείπια, αμέσως μετά τον καταστροφικό σεισμό, σίγουρα από κάποιον ιερόσυλο, που γνώριζε την ύπαρξή του αλλά και την θέση, όπου επιμελώς το προφύλασσε και με μεγάλη ευλάβεια, ο ιερέας του Αγιάννη Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου , από την Τοπόστα Καλαβρύτων, που από το 1903 είχε αναλάβει καθήκοντα ιερέως της Ενορίας του Αγίου Ιωάννη.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Αβανιά, η = αδικία.
Αβέρτος, ο = ανεμπόδιστος τόπος, μπόλικος.
Ακουμπέτ = τελικά.
Ανακούκουρδα = κάθισμα σταυροπόδι επί του εδάφους.
Αναφακάς, ο = το τυχερό.
Ασκέρι, το = (τουρκ.) στρατός
Ατλάζι, το = μεταξωτό ύφασμα.
Αυγατίζω = αυξάνω.
Βαράκι, το = λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
Βερέμης, ο = ασθενικός, δύστροπος, μελαγχολικός.
Βιλαέτι, το = διοικητική περιφέρεια κατά την Τουρκοκρατία.
Βορός, ο = το στενό πέρασμα, η περαταριά.
Γαρδαμώνω, = ανακτώ δυνάμεις.
Γεννήματα, τα = η παραγωγή σιτηρών.
Γιαβέρης, ο = σωματοφύλακας.
Γιαλαντζί, επίθ. άκλ., = οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.
Γιασμάκι, = καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
Γκάβαλα, τοα= περιττώματα αλόγων, ημιόνων και γαϊδάρων.
Γιορτόπιασμα, το = το συλληφθέν ανθρώπινο έμβρυο κατά εορτάσιμη ημέρα.
Γιότσα, η = η αποπληξία.
Γκέμι, το = ηνίο, χαλινάρι.
Γλεντζές, o = δημώδης έκφραση που αφορά χαρακτηρισμό ατόμου με πολύ συχνή συμμετοχή σε έντονες διασκεδάσεις (γλέντι), συνήθως με ποτό χορό και τραγούδι, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτής.
Γούπατο, το = το κοίλωμα, ο χαμηλός τόπος.
Ζαμάνια, = (τουρκ. zaman) χρόνος, εποχή, περίοδος.
Ζιαμπούνης = ισχνός.
Ζουλάπι, το = το άγριο ζώο. Ως χαρακτηρισμός προσώπου, δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση, για κάποιον που με τρόπο πανούργο προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάποιον.
Κακάβι, το = μεγάλο μεταλλικό καζάνι.
Κάργια, η = το κοράκι.
Κασαβέτι, το ουσ. = λύπη, θλίψη.
Κοπιάσανε, = περάσανε, ήλθαν.
Κουσκουτεύω = αργοπορώ.
Κουσούρι, το = ελάττωμα του χαρακτήρα, η μη σωματική αρτιότητα.
Λαγούμι, το = η υπόγεια σήραγγα, η υπόγεια φωλιά των αγρίων ζώων.
Λακιρντί, το = η φλυαρία, ομιλία.
Λιόστα, η = το φυτό χαμολεύκι.
Μαγαρίζω, = βρωμίζω, αφήνω βρωμιές, προκαλώ μόλυνση.
Μαγκούτα, η = το φυτό Κώνειον.
Μαλάθα, η = μεγάλο καλαμένιο καλάθι, κατασκευασμένο ειδικά για την προστασία του ψωμιού με σκέπασμα. Κυρίως εκεί προφύλασσαν το ψωμί από την επιδρομή των ποντικών.
Μαραγκιασμένο, το = το μαραμένο.
Μασκαρλίκι, το = η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός.
Μουσαβερλές, ο = η συζήτηση, η ρουφιανιά, η κρυφή κουβέντα.
Μούχρωμα, το = το λυκόφως.
Μπαξίσι, το = το φιλοδώρημα.
Μπαμπαλής = ο πολύ γέροντας, ο σοφός άνθρωπος.
Μπεσαλής, ο = ο άνθρωπος που κρατεί τον λόγο του.
Μπιρμπίλι, το = (τουρκ. bülbül) το αηδόνι.
Μπιστικός, ο = ο έμπιστος.
Μπουχίζω, = καταβρέχω.
Νογάω, = γνωρίζω, δύναμαι, μπορώ.
Νταβραντίζω = αναρρώνω.
Νταής, ο = ο ψευτοπαλληκαράς.
Ντατόρος, ο = ο γιατρός.
Ντουγρού = ευθεία.
Ναργιλές = η περσική πίπα.
Νισάφι = δικαιοσύνη, έλεος.
Οντάς, ο = το υπνοδωμάτιο.
Παρτάλι, το = το ράκος, το κουρέλι.
Ρέγαλο, το = το φιλοδώρημα.
Ρεζίλι, = η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα.
Ρουσούμπελη, η = ο ερυσίπελας, το ανεμοπύρωμα.
Ρουμάνι, το = το πυκνό δάσος.
Σαρίκι, = ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.
Σελτές, ο = είναι ένα σεντόνι βαμβακερό με περιφερειακό λάστιχο που αγκαλιάζει και καλύπτει το στρώμα για μεγαλύτερη προστασία και ευκολία.
Σεντέφι, = το μαργαριτάρι.
Σερμπέτι, = είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού.
Σισανές, ο = πυροβόλο εμπροσθογεμές μακρύκανο όπλο.
Σμπαριάζω, = τουφεκίζω.
Σουβή, η = συμφορά.
Σοφράς, ο = τραπέζι χωρίς πόδια, κυρίως κατασκευαζόταν στρογγυλός.
Σπιθούρια, τα = δερματικά εξανθήματα με πληγές.
Σφαχτά, τα = τα σφάγια.
Τερτίπι, το = η ευκαιρία.
Τεφαρίκι, = πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.
Τζαβάτι, το = η υπομονή.
Τζιριμονιάζω, = γκρινιάζω.
Τζολεύω = πειράζω, ενοχλώ.
Τούμπι, το = γήλοφος, μικρό χωμάτινο ύψωμα.
Τσατμάς, ο = είδος λεπτού ξύλινου τοίχου, φτιαγμένος από καλάμια και αμμοκονίαμα.
Τσιφλίκι, = μεγάλο αγρόκτημα κατά την Τουρκοκρατία.
Φουντουλιά, η = σπρωξιά.
Χαϊμαλί, το = το στολίδι, τα περιδέραια από χάνδρες που κρεμούσαν στον λαιμό των αλόγων.
Χαν(ι)τζής, ο = ιδιοκτήτης χανιού, ο πανδοχέας, ο ξενοδόχος.
Χανούμισσα, η = μουσουλμάνα γυναίκα, κυρία.
Χουζούρι, το = η ανάπαυση.
Χουσμέτι, = η εξυπηρέτηση.
Χράμι, το = υφαντό που κάλυπταν τα σαμάρια των υποζυγίων, για την μεταφορά ανθρώπων κατά τις επίσημες εκδηλώσεις.
Χτικιό, το = η εκτική νόσος

ΠΗΓΕΣ:
(-Λάσκαρης Νικόλαος, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», Πύργος Ηλείας 1903-1910 [διάφορα τεύχη].
-Χρυσανθακόπουλος Γεώργιος, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», εν Αθήναις 1950.
-Μιχαήλ Γ. Δημητρόπουλος [Μιχαλάκου], «Το Χάβαρι και οι Χαβαραίοι», Πάτρα 1991.
-«Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.
-Κ. Φωκίωνος Π. Κοτζαγεώργης, «Η Επαρχιακή Διοίκηση», τομ. 285, ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπία.
-Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Οικιστικά Στοιχεία & Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας & Ελίσσας», έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας.
-Μιντζόπουλος Παύλος, «Μουσουλούμπεη [Λευκοχώρι] Ηλείας», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2006.
-Ντίνος Δ. Ψυχογιός, «Ηλειακά», περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
-Σαρρής Νεοκλής, «Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος», εκδόσεις Ηρόδοτος.
-Καρνάρος Κ. Λεωνίδας, «Αμαλιάδα 1821-1914», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
-Ψυχογιός Δ. Ντίνος, «Ο Κώδικας της Παναγίας της Λεχαινίτισσας και τα Λεχαινά», Πάτρα 1950.
- Δάβος Βύρων, «Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Αθήνα 1996
- Μπωζούρ Φελίξ ,«Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία [1787 – 1797]», Παρίσι έτος VIII [1800], εκδόσεις Αφων Τολίδη Αθήνα 1974.
- Γιοβάς Παναγιώτης, «Τα Σαβάλια Ηλείας», Αθήνα 2005.
- Βερνίκος Νικόλαος, «Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου – υπό Γαλλική κυριαρχία», εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1997.
- Σιμόπουλος Κυριάκος «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700 – 1800, ενάτη έκδοση, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001.
- Δάβος Βύρων, «Η Ζωή των Κατοίκων της Ηλείας κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα 1993.
- Παπανδρέου Γεώργιος Δ. Φ. Γυμνασιάρχης, «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990.
- «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, εν Αθήναις 1950
- «Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973.
- «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις Κολοκοτρώνης, 1958.
- Παναγιωτόπουλος Βασίλης «Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας», Αθήνα 1985.
-Επίσης κατά καιρούς έλαβα πληροφορίες από τους:
Αθανασόπουλος Γεώργιος [Χατζάκος], Δρουμπούκη Αριστέα, Καρακίτσος Δημήτριος [Μίμης], Καρακίτσος Ιωάννης, Καρακίτσος Τρύφωνας, Κυβερνήτης Ι. Άγγελος, Λαγός Χρήστος, Λαδάς Δημήτριος ιερέας, Μαραφούντζας Διονύσιος, Μπουσδούκος Κωνστ. Φώτιος, Νικολόπουλος Αθαν. Κώστας, Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, Παπανδρικόπουλος Ιωάννης, Παπαντωνοπούλου Κούλα, Ρέγκλης Διον. Δημήτριος, Σαχλάς Χρ. Ιωάννης, Τσιχλιάς Χρ. Άγγελος).






Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΟΥΝΑΒΙ

ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ

TΟ ΚΟΥΝΑΒΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ
Κουνάβι, κουνάδι, ατσίδι, Πετροκούναβο, ή ικτίς η γνήσια (Martes Foina).
Σαρκοφάγο της οικογενείας των Μουστελιδών. Προστατεύεται από την σύμβαση της Βέρνης και από το KB- IUCN. Είναι ένα ζώο νυκτόβιο, μικρόσωμο με αναπτυγμένη ελαστικότητα και ευλυγισία, έχοντας μήκους περίπου από 50-70 cm, ύψους 15cm, ουρά 20-25 cm και βάρος 1,5-2,5 kgr. Το δέρμα του είναι πολύ μαλακό και καλύπτεται από πυκνό και λεπτό τρίχωμα, σκούρο καφέ, στη ράχη και ανοικτότερο στη κοιλιακή χώρα, με μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα κάτω από τον λαιμό. Το τρίχωμα του, κατά τους χειμερινούς μήνες είναι πολύ πιο πλούσιο, ιδίως από τον Οκτώβριο μέχρι και το τέλος Απρίλη. Οι χωρικοί το ονομάζουν και διάβολο της νύκτας, λόγω των συχνών και καταστρεπτικών επιδρομών στα κοτέτσια τους. Το κουνάβι μυρίζει άσχημα (βρωμάει). Επίσης με σωρό κοπράνων του, σημαδεύει και οριοθετεί το μέρος που κυνηγάει και διαβιώνει.
Ζει κυρίως στα δάση και σε θαμνώδεις εκτάσεις, σε βραχώδη μέρη και τώρα τελευταία σε εγκαταλελειμμένα λατομεία, όπου κυνηγάει και τρέφεται κυρίως με αγριοκούνελα, σκίουρους, λαγούς, σκουλήκια, αυγά πουλιών, νεοσσούς αγρίων πτηνών, ποντικούς, βατράχους, ερπετά και πτηνά. Επίσης συμπληρώνει το γεύμα του τρώγοντας κυρίως βελανίδια, καρύδια, κάστανα, κεράσια, αχλάδια και άλλα οπωρικά, που ευδοκιμούν στην περιοχή όπου διαβιώνει. Θεωρείται σαν ένα από τα πιο επικίνδυνα και καταστρεπτικά ζώα για τα οικόσιτα πτηνά και κουνέλια. Το ίδιο απειλείται και αποτελεί μια καλή τροφή για λύκους, τσακάλια, αλεπούδες, αετούς και γεράκια. Είναι ένα πανέξυπνο ζώο, ταχύτατο στο περπάτημα, στην κολύμβηση και στην αναρρίχηση. Κινείται και κυνηγάει κυρίως στο έδαφος, είναι πολύ σκληρό και κυρίως αιμοδιψές ζώο. Έχουν αναφερθεί τεράστιες καταστροφές κυρίως σε κοτέτσια, όπου όταν εισέρχεται, όσα κοτόπουλα εντοπίσει, τα δαγκώνει στον λαιμό και στην συνέχεια ρουφάει το αίμα τους.
Για να κατασκευάσει την φωλιά του, αναζητεί κοιλώματα (κουφάλες) των δένδρων (κυρίως πλατανιών) και τρύπες απότομων βράχων, τις οποίες με την σειρά του μεθοδικά και με επιδεξιότητα τις επενδύει με βρύα, φύλλα και χόρτα. Συνήθως κύριο μέλημά του, είναι και επιζητεί, ώστε η φωλιά του, για λόγους ασφαλείας να έχει δύο ή και περισσότερους εισόδους.
Είναι μοναχικό ζώο (εκτός της εποχής του ζευγαρώματος). Ζευγαρώνει κατά τον μήνα Ιανουάριο και το θηλυκό μετά από κυοφορία δύο μηνών περίπου (62) ημερών, γεννάει 2 ως 4 τυφλά νεογνά, τα οποία θηλάζει επί 2 μήνες, μετά συνεχίζει να τα ταγίζει κρέας έως ότου δυναμώσουν και αρχίσουν να κυνηγάνε μόνα τους. Όταν αυτά ενηλικιωθούν, τα γυμνάζει κατάλληλα, μέχρι να γίνουν ικανοί θηρευτές και να εξοικειωθούν με το περιβάλλον, να γνωρίσουν κυρίως τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης και να προφυλάσσονται από τους εχθρούς τους.
Από το πολύτιμο δέρμα τους, κατασκευάζονται κυρίως γουναρικά. Παρά το γεγονός αυτό, σήμερα οι κυνηγοί δεν προτιμούν να τα κυνηγούν, άλλωστε σήμερα ο πληθυσμός τους, είναι σημαντικά μειωμένος και υπάρχει άμεσος κίνδυνος συν τον χρόνο να εξαφανισθούν.
Το κυνήγι του είναι πολύ δύσκολο και για να συλληφθεί ένα κουνάβι, χρειάζεται μια ιδιαίτερη τεχνική και τακτική. Κυνηγιέται κυρίως για την γούνα του, ενώ τελευταία ο άνθρωπος. το κυνηγάει με διάφορα μέσα, για ν’ απαλλαγεί από την καταστροφική του μανία στα οικόσιτα ζώα και πτηνά. Ενώ, οι κυνηγοί που ενδιαφέρονται μόνο για την γούνα του, όταν το κυνηγούν αποφεύγουν να το τουφεκίσουν, διότι με τον πυροβολισμό το δέρμα του τρυπιέται, αχρηστεύεται και τοιουτοτρόπως δεν είναι εμπορεύσιμο.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του κουναβιού σήμερα είναι ο άνθρωπος. Οι κάτοχοι οικόσιτων μικρών ζώων και πουλερικών τα κυνηγούν, συνήθως με πυροβόλα όπλα, όπου κι όταν τα συναντήσουν ή και τα συλλαμβάνουν στήνοντας διάφορες αυτοσχέδιες παγίδες (δόκανα, πλαστικές σωλήνες, πλακοπαγίδες, καρφοπαγίδες) και βρόγχους (θηλιές). Όταν συλληφθεί κυρίως με δόκανο, δεν διστάζει ακόμη να κόψει και το πόδι του για να απελευθερωθεί. Σήμερα η τεχνολογία έχει δώσει λύσεις στις επιθέσεις των κουναβιών, χρησιμοποιώντας την μέθοδο του ηλεκτρικού φράκτη. Η χειρότερη μέθοδος εξόντωσης των κουναβιών, είναι η ανεξέλεγκτη και ακαταλόγιστη χρησιμοποίηση διαφόρων απαγορευμένων δηλητηριωδών φυτοφαρμάκων, κυρίως άοσμων, για την άμεση και επώδυνη εξόντωσή τους.
Παλαιότερα, ήταν ένα είδος επικηρυγμένο και δίδονταν μια καλή αμοιβή, η επειδή γούνα του θεωρείτο πολύτιμη. Κυνηγιόταν εντατικά, επειδή υφίστατο ένα καλό εισόδημα των κυνηγών και των ξωμάχων. Η αξία του δέρματος ήταν πολύ καλή, όταν αυτό δεν είχε τεμαχιστεί ή είχε διάφορες σχισμές ή τρύπες. Για τον λόγο αυτό οι κυνηγοί του κουναβιού κύριο μέλημά τους ήταν να το συλλάβουν ζωντανό, χωρίς να προξενήσουν εκδορές στο δέρμα του.
Έχω βιώσει μια παραδοσιακή και καταπληκτική μέθοδο κυνηγιού που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί Κουναβιού στο δάσος της Κάπελης, κατά την δεκαετία του ’70. Οι εκάστοτε κυνηγοί που θήρευαν κουνάβια, διέθεταν και τα ανάλογα σκυλιά, τα λεγόμενα κουναβόσκυλα. Αυτά ήσαν εκπαιδευμένα να κυνηγούν μόνο και μόνο κουνάβια. Όταν τα εντόπιζαν, τα κυνηγούσαν μέχρι αυτά να βρουν μέρος να κρυφθούν. Συνήθως όταν ήσαν κοντά στην φωλιά τους κρύβονταν εντός αυτής, ενώ όταν είχαν απομακρυνθεί, κρύβονταν σε κοιλώματα (κουφάλες) δένδρων. Μόλις το εντόπιζαν οι κυνηγοί, άρχιζε μια ειδική διαδικασία σύλληψης. Κατ’ αρχάς έψαχναν να βρουν αν το δένδρο έχει άλλες τρύπες διαφυγής. Όσες έβρισκαν τις παγίδευαν με σκούτινα σακιά , δηλαδή έπαιρναν ένα σακί, το τοποθετούσαν στην έξοδο της τρύπας και το κρατούσε κάποιος από την ομάδα. Όταν το κουνάβι χρησιμοποιούσε αυτή την έξοδο διαφυγής τότε έμπαινε στο σακί και εκεί παγιδευόταν.
Εφόσον παγίδευαν όλες τις πιθανές εξόδους διαφυγής, τότε έβαζαν στην χαμηλότερη τρύπα φωτιά με πολλά άχυρα, ή φύλλα, όχι για να κάψουν το δένδρο, αλλά για να δημιουργήσουν και να διοχετεύσουν καπνό εντός της στοάς. Όταν εισέρχονταν αρκετός καπνός τότε το κουνάβι προσπαθούσε να διαφύγει από την έξοδο και έπεφτε μέσα στο σακί και παγιδευόταν. Στην συνέχεια, έσβηναν την φωτιά και έπνιγαν το κουνάβι, πριν το βγάλουν από το σακί φοβούμενοι μην τους διαφύγει ή επιτεθεί με τα νύχια ή και τα δόντια του. Αφού το έπνιγαν, στην συνέχεια το έγδερναν με μεγάλη προσοχή, για να μην χαλάσουν το πολύτιμο δέρμα του. Το κρέας του κουναβιού το χρησιμοποιούσαν για τροφή των κουναβόσκυλων, ώστε αυτά να γεύονται και να γνωρίζουν την μυρωδιά του.
Το κυνήγι του κουναβιού ήταν επίπονο και χρειάζονταν αρκετός χρόνος μέχρι να το εντοπίσουν, αλλά και μέχρι να το παγιδεύσουν. Είναι ένα ζώο ταχύτατο και παμπόνηρο και κάθε λανθασμένη κίνηση, ή ο παραμικρός θόρυβος μπορούσαν να αποβούν μοιραία και να τους ξεφύγει.

Ο Διάβολος κι ο ξωμάχος
Κάποτε λέγεται, ότι την θερινή περίοδο ένας χωρικός διέμενε στην εξοχή. Εκεί είχε τα ζωντανά και τα περιβόλια του. Επειδή ήταν ανύπαντρος, ζούσε μοναχική ζωή, πάντα στο κτήμα του απασχολημένος με τις διάφορες εργασίες του ξωμάχου. Μια φορά μετά από την ολοήμερη κόπωση, έφαγε το βραδινό φαγητό του και ήπιε αρκετό κρασί και έγειρε να πλαγιάσει κάτω από μια καρυδιά που ήταν έξω από την χαμοκέλα του.
Κατά τα μεσάνυκτα ο ξωμάχος ένιωσε ένα δυνατό δάγκωμα στον λαιμό. Ενστικτωδώς και με ταχύτητα, έφερε τα χέρια στον λαιμό του και έπιασε ένα μαλλιαρό πράγμα. Προσπάθησε με απεγνωσμένες προσπάθειες να το απομακρύνει, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, διότι ήταν γαντζωμένο με τα μπροστινά του πόδια γύρω από τον λαιμό και ταυτόχρονα τον δάγκωνε προκειμένου να ρουφήξει αίμα. Μετά από αρκετές προσπάθειες, ο ξωμάχος κατάφερε και το απομάκρυνε. Αυτό στην συνέχεια χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ο ξωμάχος, παρά το σοκ και τον επικίνδυνο τραυματισμό του, παράτησε την εξοχή και ολονυκτίς πήγε στο χωριό του, εκεί που είχε και την κύρια οικία του. Την άλλη ημέρα στους χωριανούς του ισχυριζόταν ότι του επιτέθηκε ένας μαλλιαρός διάβολος και προσπάθησε να του κόψει τον λαιμό και να του πιεί το αίμα. Μερικοί δε αφελείς, ισχυρίζονταν ότι του επιτέθηκε βρικόλακας, διότι εκεί που κοιμόταν παλιά είχε γίνει κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα. Κάποιος κουναβοκυνηγός από τους συγχωριανούς αφού είδε την δαγκωματιά στον λαιμό του (επειδή και ο ίδιος πιο παλιά σε κυνήγι κουναβιού είχε νιώσει τα δόντια του), κατάλαβε ότι του επιτέθηκε γεννημένο και πεινασμένο κουνάβι, επειδή μυρίστηκε αίμα. Αλλά που να το εμπεδώσει ο δόλιος ξωμάχος, μέχρι που γέρασε και πέθανε δεν ξανακοιμήθηκε στην εξοχή, ενώ συνέχεια ισχυρίζονταν, ότι του επιτέθηκε ο διάβολος και όχι κουνάβι.


Διάφορες παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις, όσον αφορά το κουνάβι:
- Όταν κάποιος άναβε φωτιά και αυτή προξενούσε πολύ πυκνό καπνό, έλεγαν ότι αυτός βγάζει κουνάβι.
- Έσκασε σαν το κουνάβι.
- Ξετρούπωσε το κουνάβι.
- Πήγε για ελάφια και μας έφερε κουνάβια
- Στα λαγούμια κρύβονται τα κουνάβια
- Τα κουνάβια με τον καπνό βγαίνουν από την τρούπα τους
- Έπεσε κουνάβι
- Τρούπωσε σαν το κουνάβι.
- Πετάχθηκε σαν το κουνάβι.

Λεξιλόγιο:
Κουναβόσκυλο, το = σκυλί εξασκημένο να κυνηγάει κουνάβια.
Κουναβότοπος, ο = τόπος όπου ζουν τα κουνάβια.
Κουναβοφωλιά, η = η φωλιά του κουναβιού.
Κουναβοτόμαρο, το = το δέρμα του κουναβιού.
Κουναβίλα, η = ιδιαίτερη μυρωδιά κουναβιού.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΡΟΥΤΑ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ ΤΟ ΣΑΒΑΤΟ 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Κατά αρχήν, θέλω από αυτή την στήλη, να συγχαρώ από βάθους καρδιάς τους διοργανωτές, τους συμμετάσχοντες, που συνέβαλαν να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση, αλλά και το ευρύ κοινό, που όπως διαφαίνεται, στηρίζει και λατρεύει την παράδοση, παρακολουθώντας την εν λόγω εκδήλωση διαγωνισμού του δημοτικού τραγουδιού. Οι προσπάθειες αναβίωσης, διάσωσης και διάδοσης του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού μας, νομίζω ότι, είναι οι ενέσεις για την ανάρρωση και διάσωση του πληγωμένου Εθνικού μας φρονήματος και της επαναλαμβανόμενης συστηματικής απαξίωσης της Ελληνικής παράδοσης.
Το δημοτικό τραγούδι, είναι το ξέσπασμα της ψυχής του λαού, σαν συγκλονίζεται από την χαρά, την λύπη ή άλλα συναισθήματα, τα οποία αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει σε στιγμές ψυχικής έξαρσης. Ο Ελληνικός λαός στο διάβα της μακραίωνης πορείας του, είχε μια έντονη ζωή και τα βιώματά του ήσαν πλούσια και ποικίλα. Μόχθησε, πάλεψε, αγωνίσθηκε, αγάπησε και μίσησε, χάρηκε κι έκλαψε, πόνεσε ο ίδιος και αισθάνθηκε συμπόνια για τους όμοιούς του, όσο κανένας άλλος λαός πάνω στην γη. Κι όλα αυτά τα έκανε τραγούδι. Έτσι, το δημοτικό τραγούδι, μπορούμε να πούμε πως είναι δημιούργημα του ανώνυμου και απρόσωπου τραγουδοποιού, που λέγεται Ελληνικός Λαός και σ’ αυτό συγκεντρώνονται τα συναισθήματα και τα ιδεώδη ολόκληρου του Ελληνικού Έθνους. Τοιουτοτρόπως το δημοτικό τραγούδι αποτελεί τον καθολικό καθρέφτη της Ελληνικής Ψυχής και της Ελληνικής Ζωής.
Σήμερα, το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι, αφού κατάφερε και πέρασε από χίλια- μύρια κύματα και τις Συμπληγάδες Πέτρες, με κύριο εχθρό την πολιτεία που καθολικά το αγνόησε, τους καλλιτέχνες (=Ερμηνευτές δημοτικών τραγουδιών σε εκδηλώσεις και κυρίως στα πανηγύρια, που στον βωμό του χρήματος προσπάθησαν να το μεταλλάξουν, και να μας σερβίρουν ένα νέο είδος δημοτικοφανών τραγουδιών αποτελούμενα από ανατολίτικα, από λαϊκά, ευρωπαϊκά, και γενικά από όλες τις χώρες του κόσμου.) και τους σύγχρονους δημοτικούς τραγουδοποιούς, (Όπου πατώντας στ’ αχνάρια του, προσπάθησαν και ακόμη και σήμερα προσδοκούν να δημιουργήσουν νέα ψευδοφανή, ακατάλληλα και επικίνδυνα για την παράδοση τραγούδια.), νομίζω ότι σιγά- σιγά αρχίζει να ξαναζωντανεύει και να στερεώνεται πάλι στις ελληνικές ψυχές και τείνει ν’ αποτελέσει ασπίδα σωτηρίας, απέναντι στην συνεχιζόμενη, επί πολλών δεκαετιών, εχθρική προσβολή της Εθνικής μας υπερηφάνειας, της Ιστορίας, του Πολιτισμού, της Θρησκείας, των Εθίμων και των Παραδόσεών μας.
Όμως, όπως διαφαίνεται, ο πρόσφατος διαγωνισμός του δημοτικού τραγουδιού, που διεξήχθη στην Κουρούτα της Αμαλιάδας, από τον σύλλογο φίλων παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, «Ο ΜΩΡΙΑΣ», παρόλο που έχει πραγματοποιήσει αρκετές εκδηλώσεις διαγωνισμού, νομίζω ότι δείχνει χρονικά, να έχει βαλτώσει, στα πλαίσια και στις διοργανώσεις των πρώτων χρόνων διεξαγωγής του. Και το αναφέρω αυτό για τρεις περιπτώσεις που εντόπισα και χρήζουν άμεσης συζήτησης και προσαρμογής.
1). Τα περισσότερα τραγούδια που ερμηνεύονται από τους εκάστοτε διαγωνιζόμενους, γνωρίζω πάρα πολύ άριστα, ότι για διαφόρους λόγους, είναι παραποιημένα, (δηλαδή έχουν γίνει επιλεγμένες και ανελέητες προσθαφαιρέσεις λέξεων- στίχων, σποραδικές αλλαγές τοποθεσιών, ονομάτων, γεγονότων, χρονολογιών κ.ά), και κινδυνεύουν να χάσουν ή και έχασαν την αυθεντικότητα, την παραδοσιακή ομορφιά και την πραγματική τους χάρη και αξία. Αυτές οι αλόγιστες επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις, στα παραδοσιακά δημοτικά μας τραγούδια, οδηγούν την παράδοση, την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα, με επιστημονική ακρίβεια στην πλήρη αποξένωση μας από αυτά, στην απαξίωση τους από τις επόμενες γενιές και τέλος τον αφανισμό τους.
Οι διοργανωτές της εκδήλωσης, νομίζω όταν αποφάσισαν να συγκροτήσουν μια αρτιμελή και αξιόπιστη κριτική επιτροπή, έπρεπε να προσκαλέσουν κάποιον επιστήμονα από το Κέντρο Λαογραφίας των Αθηνών, στην συνέχεια αυτή η επιτροπή πριν τον διαγωνισμό να καλέσει τους υποψηφίους ερμηνευτές και να τους δώσει τους γνήσιους στίχους του εκάστοτε τραγουδιού, που θέλουν να ερμηνεύσουν. Τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται η ορθότητα του τραγουδιού, κυρίως ως προς τους στίχους του. Άρα λοιπόν, ένας ερμηνευτής και να μην το ερμηνεύσει φωνητικά σωστά, η διάσωση, η μετάδοση και η καταγραφή του πραγματικού τραγουδιού, θα έχει ήδη επιτελεστεί στο ακέραιο. Διότι το τεράστιο πρόβλημα, δεν άγεται στις φωνητικές ικανότητες του εκάστοτε ερμηνευτή, αλλά στην ορθότητα των στίχων του.
Εάν υποθέσουμε ότι σήμερα γινόταν ένας διαγωνισμός, με ρεπερτόριο από λαϊκά τραγούδια που έχουν γονείς, δηλαδή αυτούς που έχουν γράψει τους στίχους και την μουσική και βρίσκονται εν ζωή και ακούσουν κάποιο τραγούδι τους παραποιημένο, θα γίνει έξαλλοι και θα ζητήσουν ευθύνες. Τοιουτοτρόπως και εμείς, για τα ορφανά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας, δεν πρέπει να μείνουμε αμέτοχοι και απλοί ακροατές, διότι το κακό θα συνεχιστεί, μέχρι που η δημοτική μας παράδοση θα εκμηδενισθεί και θ’ αφανισθεί τελείως από τον υπερήφανο λαό μας.
Σε πολλές συζητήσεις, στις αναδιφήσεις αλλά και καταγραφές που έχω πραγματοποιήσει, σε ποσοστό 90% και πλέον, κουράστηκα να μου αναφέρουν ότι έτσι το τραγουδάει, ο τάδε καλλιτέχνης (δεν θέλω ν’ αναφερθώ σε ονόματα), έτσι το άκουσα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, έτσι το τραγούδησαν σε κάποια εκδήλωση και τοιουτοτρόπως καταφέραμε να παραλλάξουμε, να διαμελίσουμε και τέλος ν’ αφανίσουμε το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι.
Επειδή αναφέρομαι στον σύλλογο, έχω καταγράψει όλες τις εκδηλώσεις του συλλόγου ¨Μωριάς¨, που έχουν ερμηνευθεί σ’ όλους τους διαγωνισμούς, και έχω εντοπίσει παρερμηνείες,, όσο και αν φαίνεται παράξενο, σε ποσοστό 78% επί των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών μας.
2). Θα ήθελα επίσης να επισημάνω, και νομίζω ότι πρέπει ν’ αναφερθεί, όταν στην εκδήλωση ακούστηκε ότι: «…..ο τάδε…. θα μας ερμηνεύσει ένα κλέφτικο τραγούδι» και ασφαλώς εννοούσε για ένα τραγούδι επιτραπέζιο (τραπεζιού- τάβλας). Αυτό συνέβαινε και στα πανηγύρια, όπου μερικοί θαμώνες, με τον ορισμό κλέφτικα παράγγελλαν στις ορχήστρες, τραγούδια του τραπεζιού.
Θέλω να επισημάνω, για όσους δεν γνωρίζουν, ότι: Κλέφτικα, ονομάζονται τα τραγούδια που αναφέρονται στην ζωή, την δράση, και τον θάνατο των Κλεφτών κατά την τουρκοκρατία, είτε αυτά είναι συρτά, καλαματιανά πηδηχτά (τσάμικα), είτε επιτραπέζια. Εσφαλμένα στην περιοχή μας, όταν τραγουδιέται κάποιο τραγούδι της τάβλας, το ονομάζουμε κλέφτικο. Τα τραγούδια του τραπεζιού, τραγουδιούνται όταν τελειώσει το φαγητό, κάποιας επίσημης γιορτής, όπως αρραβώνων, γάμου, πανηγυριού, βάπτισης, ονομαστικής γιορτής κ.λπ. Το τραγούδι το αρχίζει κυρίως ο νοικοκύρης, ο γεροντότερος, ο εορταζόμενος ή και κάποιος καλλίφωνος ο οποίος τραγουδούσε τον πρώτο στίχο και επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι ομαδικά. Γενικά οι στιγμές των τραγουδιών του τραπεζιού, θεωρούνταν ιερές και έπρεπε να παρευρίσκονται όλοι οι καλεσμένοι και δεν έπρεπε να έχει απομακρυνθεί κανείς διότι υπήρχε λόγος παρεξήγησης.
3). Ακόμη θέλω να επισημάνω κάτι για τον χορό, που διδάσκεται στα χορευτικά τμήματα, όσον αφορά τις επιδεικτικές φιγούρες που πραγματοποιούνται στο τέλος του πηδηχτού (τσάμικου) χορού. Νομίζω, ότι έχουν ξεκτροχιαστεί από τα όρια τους και τείνουν να τον μεταλλάξουν σε Μοσχοβίτικο μπαλέτο, όχι μόνον σε τοπικό, αλλά όπως έχω διαπιστώσει και σε πανελλαδικό επίπεδο.
Αν αναδιφήσουμε παλιές ηλεκτρονικές εγγραφές (βίντεο) με περιεχόμενο παραδοσιακούς χορούς, προ της δεκαετίας του ’70, εύκολα θ’ ανακαλύψουμε ότι οι σημερινοί δημοτικοί χοροί, έχουν τεράστιες διαφορές με αυτούς.
Οι χορευτικές φιγούρες στους πηδηχτούς (τσάμικους) χορούς, προστέθηκαν χωρίς να υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος και μεταδίδονται ταχύτατα, από αρκετούς χοροδιδασκάλους, που αντλούν χορευτικές πληροφορίες από τα ηλεκτρονικά μέσα μετάδοσης εικόνας.
Για την παράδοση μας, όταν ξεκινούσε κάποιος πηδηχτός (τσάμικος) χορός, που χορευόταν μόνον από άνδρες, ο κεραστής αναλάμβανε να κεράσει εν χορό, όλους ανεξαιρέτως τους χορευτές. Και αφού έπαιρνε την κρασοκανάτα με το κρασί και ένα ποτήρι, ξεκινούσε από τον πρώτο χορευτή μέχρι να κεραστεί και ο τελευταίος. Αν, το τραγούδι τελείωνε πριν ακόμη τους κεράσει όλους ο κεραστής, τότε οι οργανοπαίκτες που παρακολουθούσαν και την πορεία του κεραστή, συνέχιζαν να παίζουν το τραγούδι μέχρι να τελειώσει το κέρασμα των χορευτών και τοιουτοτρόπως, συνεχιζόταν μόνον και μόνον οργανική μουσική και ταυτόχρονα ο πρωτοχορευτής πραγματοποιούσε διάφορες κινητικές φιγούρες για ν’ συγκεντρώσει τα βλέμματα των θεατών και να προκαλέσει εντύπωση, μέχρι να τελειώσει το κέρασμα.
Σημείωση: Θεωρούταν προσβολή να τελειώσει το τραγούδι και να μην έχουν κεραστεί όλοι οι χορευτές και πάντοτε λόγχευε κίνδυνος παρεξήγησης.
Πάντως πιστεύω, ότι αυτά τα λάθη στα οποία αναφέρομαι, έγιναν εν αγνοία των διοργανωτών. Όμως νομίζω ότι η προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού, που για δυο χρόνια είχε ανασταλεί, είναι θετικότατη και γι’ αυτό αξίζει ένα μεγάλο εύγε και περίσσια συγχαρητήρια σε όλους τους εμπλεκόμενους, και προσδοκούμε στον επόμενο διαγωνισμό, να διορθωθούν όσα περισσότερα μπορούν να συνεχίσουν να διασώσουν, να ευρύνουν και να μεταδώσουν στις νεώτερες γενιές, αυτό που ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια στον τόπο μας.

Τουτούνης Ηλίας
Αμαλιάδα Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014