Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
Το φάσμα της χρεωκοπίας απειλεί σήμερα την Ελλάδα αλλά και πολλές χώρες του πλανήτη. Πρωταρχικό μέλημα όλων των κυβερνήσεων είναι να βρεθεί η άμεση λύση και ο τρόπος να αποφύγουν αυτή την απειλή που πλανάται στις αδύναμες οικονομικά χώρες. Η ιστορία όμως του κόσμου πάντα διδάσκει, στην φαρέτρα της έχει αρκετά πορίσματα να μας δώσει γι’ αυτό το επικίνδυνο φάσμα της απειλούμενης οικονομικής καταστροφής. Το άρθρο που ακολουθεί είναι αποκαλυτπικό και έχει διδακτικό χαρακτήρα.
«Η ασφάλεια της πόλεως μας διαταράχθηκε από την πονηρία και την χαμέρπεια των ολίγων που ορμούν και λεηλατούν την κοινότητα. Εξ’ αιτίας τους η κερδοσκοπία στις χρηματικές συναλλαγές μπήκε στην αγορά και εμποδίζει την εξασφάλιση των απαραιτήτων εφοδίων».
Με αυτά τα λόγια τελείωνε ένα διάταγμα της πόλης Μυλάδα της Καρίας το έτος 209 μ.Χ., το οποίο αποκάλυπτε την τεράστια ανησυχία, ότι η μαύρη αγορά στις συναλλαγές θα προκαλούσε επώδυνη κρίση στην οικονομία του τόπου, μειώνοντας τις εισπράξεις των τραπεζιτών, οι οποίοι με την συγκατάθεση των αρχών είχαν το μονοπώλιο της αγοράς αξιών.
«Άραγε θα χρεωκοπήσουμε;». «Η περιουσία μου θα υποθηκευθεί;». «Θα βγεί στο σφυρί;». «Θα καταντήσω ζητιάνος;». «Θα πάρω πίσω τα λεφτά μου;». «Θα χάσω την δουλειά μου;». «Πως θα ζήσω τα παιδιά μου;». Αυτές ήταν οι πιο συχνές ερωτήσεις που υποβάλλονταν στα κατά τόπους μαντεία στα τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ., που ευτυχώς διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε πάπυρους. Λίγα χρόνα πρίν και πάντοτε στην Αίγυπτο, στην Οξύρρυγχο, το 260 μ.Χ. η τρομερή υποτίμηση του νομίσματος, οδήγησε τους χρηματιστές να κλείσουν τις τράπεζές τους και ν’ αρνηθούν συναλλαγές «με νομίσματα των θείων αυτοκρατόρων».
Η τοπική διοίκηση κατάφυγε στην βία και στις απειλές. Διέταξε τους τραπεζίτες με την απειλή σκληρών κυρώσεων, να ξανανοίξουν τις θυρίδες τους και να δεχθούν ν’ αλλάζουν όλα τα νομίσματα, εκτός από τα κίβδηλα και τα παραχαραγμένα.
Τα χειρόγραφα αυτά μας δίνουν το μέτρο της κρίσης στην οποία είχε περιέλθει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 3ον αιώνα και από την οποία βγήκε εντελώς μετασχηματισμένη. Δεν υπήρχε ελευθερία εργασίας και επιχειρήσεων, αλλά περιορισμός και προσήλωση στην γη και στα επαγγέλματα. Δεν γινόταν καμμιά προσπάθεια να διατηρηθεί η οικονομική ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι ασθενέστεροι εγκατελείφθηκαν στην τύχη τους. Οι οικονομικοί ισχυροί και οι μεγαλοκτηματίες έγιναν ακόμη ισχυρότεροι.
Ο πληθωρισμός και η ανικανότητα να διατηρηθεί ένα νόμισμα, που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη, υπήρξαν οι βασικές όψεις αυτής της κρίσης. Οι λόγοι για τους οποίους το πιστωτικό σύστημα οδηγήθηκε σε επικίνδυνο κατήφορο, υπήρξαν ευγενείς και ανθρωπιστικοί, οι αιτίες όμως που δεν επέτρεψαν αργότερα τον έλεγχο του, υπήρξαν κατά ένα μέρος απρόβλεπτες και κατά ένα άλλο μέρος συναφείς προς την όλη δομή της κοινωνίας και της παλιάς οικονομίας.
Γι’ αυτό η λύση υπήρξε ασυμβίβαστη με την διατήρηση αυτής της δομής. Το νομισματικό χάος του τρίτου αιώνα είναι καθ’ όλα συνδεδεμένο με τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής της αυτοκρατορίας και με τα μειονεκτήματα που προέκυψαν από την ανάγκη της αμέσου εξαρτήσεως της οικονομίας από την πολιτική.
Αυτή η απαίτηση γεννήθηκε μαζί με την ίδια την αυτοκρατορία, δηλαδή με την μεταβολή του τρόπου διακυβερνήσεως από δημοκρατικό- ολιγαρχικό σε μοναρχικό – λαϊκό. Οι μάζες των προλεταρίων που είχαν πληνθυθεί στην διάρκεια της κοινωνικής κρίσεως του δευτέρου αιώνα π. Χ. είχαν τροφοδοτήσει τους στρατούς των εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στον Μάριο και στον Σύλλα, τον Καίσαρα και τον Πομπήιο, τον Οκταβιανό και τον Αντώνιο. Από αυτούς τους πολέμους γεννήθηκε το νέο αυτοκρατορικό κράτος.
Με την ειρήνη που έφερε ο Αύγουστος, επανεμφανίσθηκε και άρχισε να ενδυναμώνεται, μεταξύ των δύο πόλων του υπερκαπιταλισμού και της ένδειας, η μεσαία τάξη, που κέρδιζε την ζωή της από το μικρεμπόριο και την μικρή ιδιοκτησία και αργότερα, προοδευτικά, από τις δυνατότητες εργασίας που πρόσφερε η δημόσια και στρατιωτική διοίκηση. Βάση της μοναρχικής εξουσίας ήταν η εύνοια των μεσαίων τάξεων. Αυτές ήταν το στήριγμα και η δικαιολογία της.
Για να μπορέσουν ν’ αναπτύξουν την πολιτική της στηρίξεως στις μεσαίες τάξεις και της προοδευτικής κοινωνικής προωθήσεως που αυτές απαιτούσαν, και ακόμη για να ξεφύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο από εξαρτήσεις και περιορισμούς κάθε είδους, οι αυτοκράτορες, άλλος λίγο, άλλος πολύ, αύξησαν βαθμιαία την συγκέντρωση των οικονομικών αγαθών στα χέρια τους. Αυτό το φαινόμενο, μαζί με την αύξηση των λειτουργιών, που επωμίζονταν συνεχώς το κράτος συνετέλεσε στην σημαντική αύξηση του αριθμού των εξαρτημένων από το δημόσιο, ενώ ανάλογη αύξηση παρουσιάζουν οι εξαρτημένοι, σκλάβοι ή ελεύθεροι μισθωτοί, των τεραστίων αυτοκρατορικών κτημάτων.
Σχηματίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο δύο, φυσικά αντίπαλες κοινωνικές ομάδες. Από την μια πλευρά το αυτοκρατορικό κράτος και η ιδιοκτησία του με την τεράστια μάζα των στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων (στους οποίους κατατάσσονται για πολλούς λόγους και σημαντικά τμήματα του αστικού πληθυσμού, συνδεδεμένα για λόγους οικονομικού συμφέροντος με τα δημόσια κτήματα ή με τα στρατεύματα που στάθμευαν στις επαρχίες) από την άλλη η ατομική ιδιοκτησία, που δεν αντιπροσωπευόταν μόνο από τους μεγαλοκτηματίες της ονομαζομένης τάξεως των συγκλητικών, αλλά από όσους δεν ήσαν οικονομικά εξαρτημένοι από τις δραστηριότητες του κράτους, που με την οργάνωσή του, τους επέτρεπε ωστόσο να ζουν και να ευημερούν. Αυτή την μάζα αντιπροσώπευε ιδωτική κτηματική περιουσία και οι εξαρτημένοι από αυτήν, προπαντός όμως η πολυπληθέστερη αστική τάξη η ασχολούμενη με την καλλιέργια της γης και το εμπόριο.
Σιγά- σιγά το κράτος αποσπούσε μικρά ποσά από την ιδιωτική οικονομία, τα δημόσια έσοδα λιγόστευαν, εφ’ όσον το κράτος δεν μπορούσε να αυτοφορολογηθεί. Γι’ αυτό λοιπόν κρίθηκε η απαραίτητη εφαρμογή ενός επαχθέστερου φορολογικού συστήμαστος, ενώ ο μηχανισμός της συγκεντρωτικής παραγωγής αν δεν έδινε φαινομενικά εντυπωσιακά αποτελέσματα, εξαντλούσε βαθμιαία την διοίκηση, λόγω της πολιτικής ανάγκης να διανέμει τα εμπορεύματα χωρίς να υπολογίζει τις πραγματικές δαπάνες. Όλα αυτά τα προβλήματα διογκώνονταν και δημιουργούσαν τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που είχαν αντίκτυπο την μη σταθερότητα του νομίσματος.
Το ρωμαϊκο νομισματικό σύστημα ήταν διμεταλλικό μ’ ένα νόμισμα χρυσό, τον Αούρειο (λατ. χρυσός) και ένα νόμισμα ασημένιο, το Δηνάριο και επί πλέον μερικά χάλκινα κέρματα, με πιο γνωστό, τον Σηστέρτιο (1/4 του δηναρίου). Ο καθορισμός μιας σχέσης με την σύγχρονη αξία του νομίσματος ή με την αγοραστική δύναμη ήταν κάτι σχεδόν αδύνατον.
Η μεγαλύτερη μάζα του πληθυσμού κέρδιζε φυσικά πολύ μικρότερα ποσά. Συνέπεια της αύξησης του κόστους ζωής, ήταν και η αδικαιολόητη αύξηση του μισθού των στρατιωτικών που ανέβηκε στα 300 δηνάρια στα τέλη του πρώτου αιώνα και 350 στα τέλη του δεύτερου. Ένας κοινοτικός γραφέας (στενογράφος) έπαιρνε κατά τα τέλη του δευτέρου αιώνα κάτι λιγώτερο από ένα λεγεωνάριο, δηλαδή 300 δηνάρια τον χρόνο, ενώ ένας εργάτης ορυχείων σύμφωνα με ένα συμβόλαιο εξάμηνης διαρκείας με χρονολογία 164 μ. Χ., που σώζεται σε μια επιγραφή της Δακίας έπαιρνε για 130 εργάσιμες ημέρες 70 δηνάρια και επί πλέον επίδομα συντήρησης που έφθανε 15 δηνάρια τον μήνα.
Για να γίνει κάποιος δημοτικός σύμβουλος ήταν απαραίτητο να έχει πατρική περιουσία τουλάχιστον 100.000 σηστερτίων. Αυτή η συνήθεια της πατρικής κληρονομιάς, αποτελούσε το ελάχιστο για να επιτύχει κανείς κάποια κοινωνική θέση, με τις συνεπαγόμενες υποχρεώσεις ξεπεράσθηκε σιγά- σιγά. Αποτελεί όμως ένα σημείο αναφοράς για να σταθμίσουμε τον πλούτο και το μέσο εισόδημα της επαρχιακής μεσαίας τάξης. Πολύ μεγαλύτερο ήταν το κατώτερο όριο πατρικής περιουσίας που απαιτείτο από έναν ιππέα για να εισέλθει στην δημόσια διοίκηση ή από ένα συγκλητικό για να προβεί σε επενδύσεις σε διάφορα κυβερνητικά έργα. Η πλειοψηφία όμως των συγκλητικών και των ιππέων ήταν απείρως πιο πλούσια, όπως μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε από τις δαπάνες των δημοσίων έργων που έγιναν με δικά τους έξοδα και δωρήθηκαν στις πόλεις καταγωγής τους. Ο Πλίνιος ο νεώτερος λόγου χάριν δώρησε στην κοινότητα του Κόμο μια βιβλιοθήκη σημερινής αξίας περίπου δύο εκατομμυρίων ευρώ.
Εύκολο διαπιστώνει κανείς ότι ένας μέσος μισθωτός ή ακόμη ένας στρατιωτικός, που μπορούσε να υπολογίζει εκτός από τον μισθό του και σε συχνές δωρεές αρκετά αξιόλογες (μέχρι και πενήντα χιλιάδες δηνάρια δωρήθηκαν στους πραιτωριανούς στην αρχή της αυτοκρατορίας του Μάρκου Αυρηλίου). Οι δωρεές των στρατιωτικών μεταφράζονταν συνήθως σε αγορές αγρών και δεν επέτρεπαν μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίου. Ο μέσος εργαζόμενος ίσως να μην ήταν ποτέ σε θέση να μετατρέψει τις οικονομίες του σε χρυσό. Αντίθετα ο χρυσός ήταν το τυπικό νόμισμα των καλοπληρωμένων μισθωτών και των μεγαλοκτηματιών.
Η σταθερότης κυρίως του ιδίου συστήματος είχε εξασθενήσει από την δυσκολία να διατηρήσει μια σταθερή σχέση μεταξύ χρυσού και αργύρου, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι διακυμάνσεις της αγοράς. Κατά δεύτερο λόγο έπρεπε να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των νομισματικών μέσων. Με τα μέσα εκείνης της εποχής ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα του απαιτούμενου από την οικονομική διάρθρωση νομίσματος. Οι τάσεις των Ρωμαίων ήσαν αντιτιθέμενες και επιβλαβείς. Από την μια πλευρά σκέπτονταν ότι ρίχνοντας στην αγορά ποσότητες χρήματος θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οικονομική ευφορία και να προκαλέσουν επενδύσεις χωρίς να υπολογίζουν ότι αυτό προκαλούσε την άμεση άνοδο των τιμών και υποτίμηση των διατιμήσεων του μετάλλου. Από την άλλη πλευρά προτιμούσαν να περιστείλουν την κοπή νομισμάτων, για να αποφύγουν τον πληθωρισμό. Αυτό όμως έκανε την ονομαστική αξία κατώτερη από την πραγματική, προκαλούσε αύξηση του κόστους του δηναρίου, μαρασμό του εμπορίου και αλυσιδωτές πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση που επαληθεύθηκε στην διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου, ένθερμου υπερασπιστού της περιοριστικής θεωρίας. Η αύξηση των φόρων και η καθήλωση των τιμών οδήγησαν στο χείλος της πτώχευσης χιλιάδων μεσαίων επιχειρηματιών χρεωμένων στο μεγάλο κεφάλαιο.
Για να αποφευχθεί το χειρότερο, ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να θέσει στη διάθεση των δημοσίων τραπεζών το τεράστιο ποσό των 100.000.000 σηστερτίων για να δοθούν δάνεια σε ιδιώτες με εγγύηση την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Από τον Αύγουστο ως τον Νέρωνα (54- 68 μ.Χ.) η τιμή του χρυσού και του αργύρου αυξήθηκε, γιατί το παθητικό του ισοζυγίου πληρωμών μείωνε τα αποθέματα. Εκδηλώθηκε λοιπόν μια τάση να ελαττωθεί το βάρος του αούρειου και του δηναρίου ή να μειωθεί η περιεκτικότητα του σε ασήμι.
Ο Νέρωνας βρισκόμενος στην ανάγκη να κάνει μια εκλογή που θα αντανακλούσε τις πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις της κυβέρνησης, εφάρμοσε, υπερασπιζόμενος τις μεσαίες τάξεις, μια μεγάλη νομισματική αναπροσαρμογή που δέσποσε για 133 χρόνια στην ιστορία της αυτοκρατορίας, αλλά τον έφερε σε αθεράπευτη αντίθεση με την συγκλητική ολιγαρχία, η οποία έπειτα από τέσσερα χρόνια κατάφερε να τον ανατρέψει.
ΠΗΓΕΣ
(- Β.Ι. Αναστασιάδης- Γ.Α. Σουρής, «Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», Αθήνα 2003.
- Φραγκίσκος Βερτολίνι, «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία - Ιστορία» , 2003.
- Γεώργιος Θ. Καρδαράς, «Η άνοδος και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», 2002.
- Athina A. Demopoulos, «La rmunration de l’ assistance en justice», 1999.
- Philipp Vandenberg, «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», 2005.
- Γίββων- Αργύρης Παπαβασιλείου, «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», 2005.
- Άρθρο του Ιταλού αρχαιολόγου Πάολο Μπαλντάκι, 1978).
ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΑΜΑΛΙΑΔΑ 12/9/2010
Τρίτη 29 Απριλίου 2014
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
ΝΕΝΕΚΟΣ ΚΑΙ ΝΕΝΕΚΙΣΜΟΣ
Μόλις άρχισε η επανάσταση το 1821 ο Νενέκος διακεκριμένος για την ανδρεία του και την σκληρότητά του, με λίγους κατοίκους, κυρίως από τον οικισμό της Παλιάς Βίδοβας που ήταν το πρώτο χωριό του, μπήκε σιγά- σιγά στον αγώνα. Κοντά του συνέτρεξαν πολλά παλικάρια απ’ όλα τα Ζουμπατοχώρια και η δύναμή του έφθασε γύρω στα τετρακόσια ως πεντακόσια ντουφέκια. Μεταξύ των παλικαριών που έτρεξαν κοντά του αναφέρονται οι Αγγελής Γκότσης από τον οικισμό Φράγκα, ο Ηλίας Γεωργιόπουλος και Ζερδεβάς από τον οικισμό Λιμνοχώρι, ο καπετάν Βέρρας από την Βουπρασία, οι Πανταζοπουλαίοι και Φράγκας από τον οικισμό Φράγκα, οι οποίοι έγιναν και τα πρωτοπαλίκαρα του Νενέκου.
Μετά από μερικές σοβαρές αψιμαχίες και μάχες ο Νενέκος άρχισε να αποκτάει μεγάλη περιφερειακή φήμη. Νεαρότατος, αγράμματος, δίχως στρατιωτικές γνώσεις, έγινε ένας κλεφτοκαπετάνιος που τ’ όνομά του και η δόξα του, ξεπέρασαν τα όρια της επαρχίας του και εξαπλώθηκαν σ’ ολόκληρη την Αχαΐα ακόμη και στην βόρεια Ηλεία. Η μεγάλη φήμη και η αξία του έφερε την διχόνοια στο στρατόπεδό του, από τους αδελφούς Σαγιάδες, και Σπανοκυριάκο και άλλους, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι το καπετανλίκι του Νενέκου.
Ο Νενέκος κατά την έναρξη της επανάστασης βρήκε την ευκαιρία να δείξει την παλικαριά του και την αξία του. Έδωσε πρώτος το παρών στο κάλεσμα του Έθνους μας για την πολυπόθητη Ελευθερία και το 1821 ορκίστηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Την 24ην Μαρτίου 1821 οι κοτζαμπάσηδες Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Θεοχαρόπουλος, οι καπεταναίοι Νενέκος, Σαγιάς, Κουμανιώτης και πολλοί άλλοι με σκοπό να καταλάβουν την Πάτρα, μπήκαν στην πόλη. Όλοι τους συνάχθηκαν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, εκεί ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, αφού έκανε πρώτα την λειτουργία, τους κάλεσε να ορκιστούν ότι θα αγωνισθούν για την πολυπόθητη Ελευθερία Του Έθνους, ειδάλλως να πεθάνουν. Τον όρκο αυτό τον κράτησε ο Νενέκος μέχρι την ώρα που πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ πασάς στον Μοριά. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν την είσοδο των προκρίτων και κλεφταρματολών στην Πάτρα, μαζεύτηκαν και κλείσθηκαν στο φρούριο της Πάτρας, ήταν ο πρώτος αέρας της ελευθερίας που άρχισαν να αναπνέουν οι κάτοικοι της Πάτρας.
Κατά τις παραμονές του Πάσχα του 1821, οι Πατρινοί ετοίμαζαν να γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου με την Ανάσταση του Γένους. Η αιώνια φιλοδοξία των Ελλήνων και τώρα των κοτζαμπάσηδων και των προκρίτων της Αχαΐας για την αρχηγία, έγινε η αιτία να γνωρίσει η Πάτρα την μεγαλύτερη καταστροφή και να οδηγηθούν ως ερίφια στην σφαγή, εκατοντάδες Πατρινοί από τους Τούρκους.
Ο Νενέκος είχε υποστηρίξει την γνώμη του Καρατζά, να γίνει η επίθεση κατά των Τούρκων άμεσα, χωρίς χρονοτριβές και να προσπαθήσουν να καταλάβουν το φρούριο, που τόσα χρόνια κατείχαν οι Τούρκοι. Οι αυτοδημιούργητοι στρατηγοί και οι πρόκριτοι, ανέβαλαν συνεχώς την επιχείρηση ώσπου να ορισθεί κάποιος αρχηγός, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα, κατά την διάρκεια της επίθεσης. Αυτή η παρατεταμένη κωλυσιεργία, έδωσε την χρυσή ευκαιρία, στους κλεισμένους στο φρούριο Τούρκους, να ζητήσουν βοήθεια από την Κόρινθο.
Παρά ταύτα ο Νενέκος, ήταν ένας πανάξιος οπλαρχηγός, και έδειξε περίσσια παλικαριά στην πολιορκία της Πάτρας. Τον Μάρτιο του 1822, με εντολή των επαναστατημένων οπλαρχηγών, εκστράτευσε στην Δυτική Ρούμελη με 70 άνδρες υπό τις διαταγές του Κανέλλου Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο. Ήταν όμως φίλαρχος και ζηλόφθονος και το 1822 σκότωσε τον αντίζηλό του, οπλαρχηγό Σπανοκυριάκο. Η επιρροή του ήταν μεγάλη στα Αρβανιτοχώρια, όπως φαίνεται από την αναφορά που έστειλαν στον αρχιστράτηγο Τζώρτζ, οι κάτοικοι των χωριών της Πάτρας και Αρβανιτοχωριών.
«Εξοχώτατε!
Όσον μεν δια τον Καπετάν δημήτριον νενέκον είμεθα κατά πάντα ευχάριστοι και τον θέλομεν εξ όλης ψυχής και καρδίας, με το να έδειξε πραγματικώς επτά ολοκλήρους χρόνους την αξιότητάν του και την ανδρείαν του δια των οποίων δύο φυσικών αυτού προτερημάτων εφυλάχθημεν και ημείς και η κινητή και ακίνητη περιουσία μας άχρι τούδε… τον οποίον όλοι υμείς οι φέροντες όπλα θέλομεν τον ακολουθή με την πλέον μεγαλητέραν προθυμίαν και ευπείθιαν». (όπου δυστυχώς και έκαμαν). Αρχεία Κ. Μπότσαρη, σελίδα 127.
Ο Κολοκοτρώνης ανεγνώριζε την αξία του, αφού στέλνοντας τον γιο του Γενναίο στη Μεσσηνία, του έγραφε να πάρει μαζί του και τον καπετάν Νενέκο με ολίγους καλούς συντρόφους του. Την αξία του Νενέκου την είχε εκτιμήσει, κατά πολύ, και ο κοτζαμπάσης της Πάτρας Μπενιζέλος Ρούφος, ο οποίος τον είχε αναγνωρίσει και σαν αντιπρόσωπο του στην περιφέρεια της Ζουμπάτας και τον είχε σαν προστάτη του.
Κάποτε ο Νενέκος φιλονίκησε και με τον Θ. Κολοκοτρώνη στην Ζήρεια του Ερινεού, όταν ο Κολοκοτρώνης του ζήτησε να τιμωρηθούν οι πρόκριτοι Αχαΐας, για την αποτυχία της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Νενέκος, οπλαρχηγός και άνθρωπος του Ρούφου, υποστηρίζοντας τους πρόκριτους φώναξε, για ν’ αποστομώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη.
- «Εσύ δεν έχεις λόγο να σωπαίνεις. Δουλειά σου, ορέ, εσένα είναι να βγάνεις τα παιδιά του Ρούφου περίπατο στον ώμο σου», του είπε θυμωμένα ο Γέρος. Ο Νενέκος το πήρε βαριά προσβολή και έβρισε με χυδαία λόγια τον Κολοκοτρώνη.
- «Ορέ κλέφτη και χασάπη, τινός τα λες αυτά ρε παλιο...» και τράβηξε το σπαθί του.
Αγρίεψε ο Κολοκοτρώνης, όρμισε επάνω του να τον κομματιάσει με το γιαταγάνι, είδαν κι έπαθαν να τους χωρίσουν οι άλλοι που παρευρισκόταν δίπλα τους την ώρα εκείνη. Από τότε ο Δημήτρης Νενέκος μισούσε θανάσιμα τον Γέρο.
Μετά τις πρώτες νίκες των Ελλήνων (που καλλιέργησαν πανευρωπαϊκά το ιδεολογικό κίνημα του Φιλελληνισμού), ακολούθησαν οι εσωτερικές συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τους δυο εμφυλίους πολέμους. Ως εκ τούτου, η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, αμέλησε να λάβει προστατευτικά μέτρα και ο Αιγυπτιακός στρατός πάτησε το πόδι του στην Πελοπόννησο, συντρίβοντας τα ελληνικά στρατεύματα, σε όλες τις κατά παράταξη μάχες, και με μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία εξανάγκασε τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό να προσκυνήσει. Με την εισβολή του Ιμπραήμ η Ελληνική Επανάσταση μπήκε σε νέα σκληρή περιπέτεια.
Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης, ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατηγός που εφάρμοσε στην πράξη τη θεωρία του κλεφτοπολέμου (ανταρτοπολέμος = συνεχής φθορά του εχθρού, με αποφυγή της κατά παράταξην μάχης). Σε αυτή τη νέα φάση της Επανάστασης, οι δυνάμεις του Γέρου του Μοριά προξένησαν σημαντικές φθορές στον τουρκοαιγυπτιακό στρατό. Το ίδιο έκανε στην Ρούμελη ο Καραϊσκάκης. Σ’ αυτές τις πολύ δύσκολες φάσεις του αγώνα ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Γ. Καραϊσκάκης κράτησαν ζωντανή την ελπίδα για την πολυπόθητη ελευθερία .
Ο Ιμπραήμ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελληνικές επιτυχίες, εκμεταλλεύθηκε τη φτώχεια, τον υποσιτισμό και τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης του μαχόμενου ελληνισμού, προσφέροντας σωρηδόν προσκυνοχάρτια τα περίφημα «ράι μπουγιουρντιά» στους λιπόψυχους, που είχαν τάσεις προς την υποταγή. Έχοντας και υπ’ όψιν του το παράδειγμα του Κιουταχή, που με ήπιο τρόπο πέτυχε, την υποταγή της Ρούμελης, αλλάζει κι αυτός το σύστημα και δοκιμάζει με το καλό, παρέχοντας πολλές ευκολίες, να τους καταφέρει να προσκυνήσουν.
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών, είχαν πάντοτε προβλήματα λόγω της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών, στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσαν τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων, εκμεταλλευόμενος την άθλια κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν αυτοί με τους επίσης ομιλούντες την αλβανική γλώσσα, έγκλειστους στην Πάτρα, μωαμεθανούς του Λάλα.
...ὁ δὲ Κολοκοτρώνης πάλιν διὰ τὸ γενόμενον τοῦτον χωρισμὸν εἰς μὲν τὰς Πάτρας διώρισε τοὺς ἀδελφοὺς Κουμανιωταίους,εἰς δὲ τὰ Καλάβρυτα τὸν Β. Πετιμεζᾶν καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς του, καὶ εἰς τὴν Βοστίτσαν πρῶτον μὲν τὸν Δημήτριον Μελετόπουλον, δεύτερον δὲ τὸν Ἰωάννην Φεϊζόπουλον. Οἱ διορισμοὶ αὐτοὶ βεβαίως δὲν ἦσαν ἀρεστοὶ εἰς τὴν φατρίαν τῶν ἀρχόντων, ὡς τοῦτο ἐφανερώθη ἔπειτα, διότι οἱ Ἀλβανοὶ καπεταναῖοι, καὶ ἰδίως ὁ Νενέκος, ὅστις καὶ ἀρχηγὸς ἐδείχθη ὅλων τῶν Τουρκοπροσκυνημένων, ἄρχισαν, ὡς εἴπαμεν, κρυφίως νὰ συνεννοῶνται μὲ τοὺς Τούρκους, οἱ δὲ προσκυνήσαντες δὲν ἦσαν καθώς τινες λέγουσι, γενικῶς αἱ τρεῖς ἐπαρχίαι τῶν Πατρῶν, τῶν Καλαβρύτων καὶ τὴς Βοστίτσας, ἀλλὰ μόνον ὀλίγα χωρία καὶ ὀλίγα ἄτομα, καὶ τοῦτο διὰ τὸν φόβον τῶν Ζουμπεταίων, διότι τὰ χωρία ταῦτα λέγονται Ζουμπατοχώρια, καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζαν τὴν Ἀλβανικὴν γλῶσσαν εὐκόλως συνεννοοῦντο καὶ ἐσυμβιβάζοντο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ εὐκολώτερον μὲ τοὺς Λαλαίους. Εἰς τὴν Πελοπόννησον καθ᾿ ὅλας σχεδὸν τὰς ἐπαρχίας κατοικοῦν πρὸ πολλῶν χρόνων ποῦ μὲν πολλοί, ποῦ δὲ ὀλίγοι ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Ἀλβανῶν, οἵτινες ἀκόμη καὶ σήμερον διασώζουν τὸ ξένον ἦθος, καὶ ἄσχετον μὲ τοὺς γνησίους Ἕλληνας. Οἱ δὲ ἄνθρωποι αὐτοὶ εὔκολα παραδίδονται εἰς τὴν ὕλην, καὶ διὰ νὰ αἰσχροκερδήσουν προδίδουν τὰ πάντα.Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ Ἕλληνες, οἵτινες παρεκινήθησαν ἀπὸ τὸν Δελῆ Ἀχμὲτ πασᾶν εἰς τὸ προσκύνημα• τὸν Τοῦρκον τοῦτον, τοῦ ὁποῖου ἡ πονηρία, καὶ ἡ μεγάλη του κολακεία ἑνώθησαν μὲ την πλεονεξίαν τοῦ Νενέκου καὶ ἐτεχνάσθησαν μυρίους τρόπους καὶ μέσα ὅπως διαδώσουν τὸ προσκύνημα.
(Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τόμ. Α' Χρυσανθόπουλος Φώτιος – Φωτάκος, σελ. 395).
Οι χωρικοί άρχισαν να επισυνάπτουν ελεύθερα εμπορικές αλλά και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς κατόπιν εντολών των πασάδων. Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε πραγματικά πρόθυμο, τον Δημητράκη Νενέκο, από την Ζουμπάτα, που και πριν έδειχνε διάθεση να πάει με τους Τούρκους και βρίσκονταν σε μυστική συνεννόηση μαζί τους.
Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με 2.000 δικούς του, στο χάνι του Βερβένικου, ο Ιμπραήμ παραδρόμησε (πολλά λέγονται και ακούγονται για ποιόν λόγο βρέθηκε ακάλυπτος) και περιπλανήθηκε μέσα στο δάσος, ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες του. Φ Φθάνοντας στην Βρύση του Δεσπότη, καθώς προχωρούσαν αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του. Η πίστη του Νενέκου στον Ιμπραήμ, έκανε τον τελευταίο να τον επαινεί και να τον χαϊδεύει μπροστά στους Τούρκους επισήμους… (πράγμα που ήταν αδιανόητο για κάποιον Πασά, να αγγίξει ο ίδιος ή να τον αγγίξει άλλος άνθρωπος). Μετά από αυτό ο Ιμπραήμ κολάκεψε κατά πολύ τον Νενέκο, του έδωσε χρήματα, τόπους, άλογα, βόδια και πλήρη απαλλαγή από φόρους για όλη την φάρα του.
Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον• οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των• ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε• (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.
Με την μεσολάβηση του Νενέκου, ο Ιμπραήμ, άφησε ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του, που φυσικά έγιναν οπαδοί και προπαγανδιστές του, και από μέρα σε μέρα πλήθαιναν οι οπαδοί του Νενέκου. Η επιρροή του, που και πριν ήταν μεγάλη στ’ Αρβανιτοχώρια, μεγάλωσε πιο πολύ και τελικά όλοι οι Αλβανόφωνοι (και οι καπεταναίοι τους) συμπορεύθηκαν με το μέρος του, (προσκύνησαν) και ο Νενέκος αναγνωρίσθηκε από τον Ιμπραήμ αρχηγός τους.
Και πραγματικά, το προσκύνημα εξαπλώθηκε σα μίασμα κολλητικό και η Επανάσταση δεχόταν θανάσιμα πλήγματα. Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2.000 ενόπλους της περιοχής του, που ακολουθούσαν πιστά τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Πέραν των μεμονωμένων περιπτώσεων «προσκυνήματος», πολλοί οπλαρχηγοί δέχονταν το προσκυνοχάρτι, έπειτα από προσφορά χρηματικών αμοιβών, συνάμα συμπαρασύροντας, τεράστιες ομάδες πληθυσμού στην υποταγή. Ο δε Ιμπραήμ είχε δώσει ρητή εντολή, να μην πειράξουν ούτε μία τρίχα από όσους προσκυνούν. Τότε βγήκε και η παροιμιώδης φράση «Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται».
Το 1827 με αναφορά του Ιμπραήμ προς τον σουλτάνου, δόθηκε διαταγή και ο Νενέκος, πήρε τον τίτλο του Μπέη, αφού προηγουμένως ο είχε πολεμήσει εναντίον ελληνικών στρατευμάτων για την καταστολή της Επανάστασης.
Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον σκότωσε, και βλέποντας τον Νενέκο με τους Τουρκοπροσκυνημένους να πολεμούν ηρωικά εναντίον των Ελλήνων και να κερδίζουν και μάχες, ορκίστηκε να τους πολεμήσει μέχρι θανάτου. Γι’ αυτόν τον λόγο τιμώρησε πάρα πολύ σκληρά τους Έλληνες οπλαρχηγούς, που προέτρεπαν τους Έλληνες χριστιανούς να τουρκέψουν κι έκαψε και ολόκληρα χωριά γεμάτα προσκυνημένους.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη».
Πραγματικά, με σκληρά μέτρα, ο Γέρος του Μοριά συγκράτησε το λαό της Πελοποννήσου από την ατίμωση και την προδοσία. Όσα ελληνικά χωριά αρνούνταν την επανένταξη στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των αγωνιστών. Σ’ ολόκληρο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος και όσοι αρνούνταν να επιστρέψουν στην επανάσταση, συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος γρήγορα, σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οι οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι διασπάστηκαν από τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο.
Παρ’ όλα αυτά ο Νενέκος δρούσε ακάθεκτος, δίχως να υπολογίζει τον Αρχιστράτηγο των Ελληνικών Επαναστατικών δυνάμεων, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Οι προσκυνημένοι, σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, εξ’ αιτίας του προσκυνήματος, (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «τσεκούρι φωτιά στους προσκυνημένους» και ξαναζωντάνεψε την ετοιμοθάνατη Επανάσταση.
1. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
- Νενέκο μου, τι προσκύνησες, καημένε μου Δημήτρη.
Δημήτρη σε θαυμάζουμε, θαυμάζουμε τη νιότη σου,
Δημήτρη την παλικαριά σου.
Νενέκο μου, σε λυμπίζουμαι, Δημήτρη σε λυπούμαι,
που πήγες και προσκύνησες τον άτιμο Μπραΐμη,
δεν λόγιασες τ’ άρματα και την παλικαριά σου,
μον’ τα χρυσά φλουριά, τ’ άτιμο μπεηλίκι.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης (το αντίγραψα από τον Γεώργιο Τσαφούλια, δικηγόρο Πατρών, στις 16 Ιουνίου 1989).
Μια μέρα πηγαίνοντας ο Ιμπραήμ προς τις Κατσάνες της Κλειτορίας, βρήκε στον δρόμο ένα κρεμασμένο Έλληνα, που στο στήθος του επάνω ήταν με μεγάλα γράμματα ένα έγγραφο, με την απόφαση που έβγαλε το πολεμικό δικαστήριο που σύστησε ο Θ. Κολοκοτρώνης για τους τουρκοπροσκυνημένους.
Ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή, τον ξεκρέμασαν και τον έθαψαν και πιάνοντας τα γένια του, αγρίεψε κι’ φοβέριζε, «Θα του δείξω εγώ πόλεμο του Κολοκοτρώνη».
Στις 26 Μαρτίου 1828, ο Δημήτρης Νενέκος πήγε και σκλάβωσε μια οικογένεια από την Καρύταινα που ζούσε στην Πάτρα και της πήρε 6.000 σφαχτά. Ο Θ. Κολοκοτρώνης αγανακτισμένος τότε έγραψε στον Σαγιά, που του είχε παλιότερα αναθέσει να τον σκοτώσει ή να τον πιάσει ζωντανό. Γράφοντας μεταξύ άλλων: «…Άπιστε γιατί δεν τον σκοτώνεις, που είναι ακόμα με τους Τούρκους, αφού ήρθε ο Κυβερνήτης…»
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα, ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.
Ο Νενέκος είχε σκοτώσει τον Σπανοκυριάκο και τον αδελφό του Σαγιά, Ασημάκη. Για να τον πλησιάσει ο Θανάσης Σαγιάς, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους και ζήτησε από φίλους και συγγενείς να παρέμβουν ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δυο καπεταναίων. Με τον καιρό αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο οπλαρχηγών. Ο Σαγιάς κάλεσε τον Νενέκο να βαπτίσει ένα παιδί τους. Μετά την βάπτιση ακολούθησε φαγοπότι σε μια καλύβα της οικογένειας των Σαγιάδων. Οι φίλοι του Νενέκου του πρότειναν να μην πάει, γιατί θεώρησαν ότι ήταν παγίδα των Σαγιάδων. Αυτός όμως δεν τους άκουσε, αλλά και αρνήθηκε να πάρει μαζί του μερικά από τα παλικάρια του. Πήρε μόνο το πρωτοπαλίκαρο του και γραμματέα του Αγγελή Σκιαδά και πήγαν στη θέση Τρανή Βρύση, δυο χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό Βετέικα κοντά στην παλιά Βίδοβα.
Μετά τη βάπτιση ακολούθησε μεγάλο γλέντι με τραγούδια και χορούς. Όταν άρχισε ο ήλιος να γέρνει και είχαν έλθει στο κέφι, ο Νενέκος τραγούδησε ένα κλέφτικο τραγούδι της τάβλας, ήταν το πιο αγαπημένο του τραγούδι και το τραγουδούσε σ’ όλα τα ζεύκια (γλέντια).
2. (ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ’ΤΟΙΜΑΖΟΣΑΣΤΕ)
Άιντε, βλέπω και ’τοι- βλέπω και ’τοιμαζόσαστε παιδιά μου,
στον τόπο μας να πάτε.
Άιντε, κι εμένα που μ’ α- κι εμένα που μ’ αφήνετε, ν’ οπού είμαι λαβωμένος.
Άιντε, ποιος θα μου ’γειά- ποιος θα μου ’γειάνει, παιδιά μου, την πληγή,
Άιντε, να γιατρευτώ λιγάκι…
Τότε ακούστηκε μια φωνή από κάποιον από τους Σαγιάδες:
-«Που είσαι καημένε Ασημάκη Σαγιά, να δεις τη συναδέλφωσή μας». Ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία. Μια ομοβροντία ακούστηκε και έπεσαν νεκροί ο Δημήτρης Νενέκος και ο Αγγελής Σκιαδάς. Οι Σαγαίοι μετά από αυτό καβάλησαν τ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος. Η αποστολή τους επιτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία.
Όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν στο Μεσολόγγι, ο Βενιζέλος Ρούφος μ’ άλλους κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, πήγανε και παραπονέθηκαν για την δολοφονία του Νενέκου, κατηγορώντας τον Ασημάκη Σαγιά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κυβερνήτης όμως δεν έδωσε καμιά σημασία. Και έτσι τελείωσε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της ιστορίας μας, που αμαύρωσε την μεγάλη επανάσταση του 1821.
3. ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΝΕΝΕΚΟΥ
Μαθές και τι, μώρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και ’δικοί
μαθές και τι να γίνηκε, ο καπετάν Νενέκος
μάιτε σε γάμο μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι και εδικοί
μάιτε σε γάμο φαίνεται, μάϋτε σε πανηγύρια.
Στην Πάτρα βγή –μωρε Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
στην Πάτρα βγήκε ά – νάρρωστος, μα είναι, μωρέ, μα είναι λαβωμένος.
Δέκα γιατροί, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
δέκα γιατροί των κα – ναρτερούν, δέκα, μωρέ, δέκα τον παραστέκουν.
Κι’ ένας γιατρός, μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι κ’ εδικοί
κι ένας γιατρός, καλός γιατρός, μέσα μωρέ, μέσα από του Ζουμπάτα.
Του γράφει μια, μωρ’ Αγγελή, δεν κλαίτε φίλοι και ’δικοί
του γράφει μια πικρή – νη γραφή, πικρή μωρέ και φαρμακωμένη.
«Νενέκο, μη, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι κι εδικοί
Νενέκο, μη, ξοδευ – νεύεσαι, μη χα – μωρέ, μη χάνεις το βιός σου.
Και συ γιατρειά, μωρ’ Αγγελή, χαίρονται ξένοι και εδικοί
και συ γιατρειά δεθε - νελαβρής, και για – και γιατρεμούς δεν έχεις».
«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 11ον σελίδα 881, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
.-.
4. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη ράχη στην Ζουμπάτα.
Η μια τηράει την Αχαγιά
κι ή άλλη την Λαπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε το, μωρέ Σαγιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 78, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
5. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη μέση στο Λεβίδι.
Είχαν τα νύχια κόκκινα
και τα φτερά βαμμένα.
Είχαν και στα κεφάλια τους
μαντήλια λερωμένα.
Η μια τηράει την Λιβαδειά
κι ή άλλη την Ζουμπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 66, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
6. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
Δεν κλαίτε δένδρα και κλαριά και σεις Ζουμπατοχώρια
Δεν κλαίτε για τον στρατηγό Νενέκο…
(Ρωμαίος Κωνσταντίνος, «Πελοποννησιακά Α΄, σελ. 430)
Αρβανίτικοι θρήνοι για τον Καπετάν Δημήτρη Νενέκο.
7. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατε μπατάνε με κιτάνε,
βάνε τρι μόστρα ερίνε-κλάνε
βράνε Νενέκο καπετάνε,
ε νιέρε ιφσίνε γκιάνε,
ε νιέτρα ντρέθ μουσαινε.
Μετάφραση:
Εκεί απέναντι από ’δω
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
πήγαν τρεις αδελφές και τον κλαίνε
η μία του σφούγγιζε τα αίματα
και η άλλη του ’στριβε τα μουστάκια.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Αγγελλόπουλος.
8. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατιε μπατάνε μαπετάνο
βράνε Νενέκο καπετάνο
έδε Αγγελή Σκιαδάνο.
Αϊ άτιμο Σαγιάνο
ε καλέσι τι πακζιώνι νι ντιάχι
αι ιβράσι μπαμπεσί.
Μετάφραση:
Απ’ εδώ στο λαγκάδι κι’ από κει
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
και τον Αγγελή Σκιαδά.
Αϊ άτιμε Σαγιά
σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ζαλογγίτης.
Ο Δημήτρης Νενέκος, ο οπλαρχηγός και ήρωας της επανάστασης κατά το έτος 1821, από την Ζουμπάτα Αχαΐας, έμελλε να γίνει παράδειγμα, όχι προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή. Ο όρος «Νενέκος» και «Νενεκισμός», έκτοτε προσδιορίζει τη χειρότερη μορφή κάθε προδοσίας και ξεπουλήματος πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας, αρχών αλλά και αξιών του ανθρώπου. Τ’ όνομα του γενικά ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο Εφιάλτη, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, προδίδοντας τους παλιούς φίλους και συναγωνιστές του και συμπράττοντας και συμπαρασύροντας παλιούς αντιπάλους του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα. Ο όρος «Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως εναντίων των συμπατριωτών του.
Τελευταία ο όρος χρησιμοποιείται στην ελληνική πολιτική σκηνή και ιδίως στις αντιπαραθέσεις των αντιθέτων πολιτικών. Προφανώς νομίζω, ότι αρκετοί εξ αυτών που τον χρησιμοποιούν, ίσως να μην γνωρίζουν ακόμη ποιος ήταν ο ΝΕΝΕΚΟΣ πως προέκυψε ο κακός προδότης Νενέκος και ο Νενεκισμός.
Άραγε αν δεν υπήρχε αυτή η λυκοφιλία των πολιτικών που έφερε τ’ αναμενόμενα χείριστα αποτελέσματα για την πατρίδα μας, θ’ αναδυόταν ο Νενέκος και ο Νενεκισμός. Τι συντέλεσε και τις πταιει και η ομαλή εξέλιξη του αγώνα μετατράπηκε σε καταστροφή για την νεοσύστατη Ελλαδίτσα, η οποία κινδύνεψε άμεσα, να υποταχθεί ξανά στους Τούρκους και άδικα να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες και τόσες θυσίες, που συντελέστηκαν από το 1821 μέχρι την εισβολή του Ιμπραήμ πασά;
Ίσως χρειάζεται ένα μεγάλο κεφάλαιο, μια μεγάλη συζήτηση, και μια επιστημονική και εμπεριστατωμένη εργασία, από ανθρώπους του πνεύματος που ενδιαφέρονται για τον τόπο να μας διαφωτίσουν γιατί προέκυψε ο Νενέκος και ο ΝΕΝΕΚΙΣΜΟΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Το σπίτι του Νενέκου, απείχε από την Παλιά Βίδοβα περί τα εκατό μέτρα.
2 Προειδοποιητική προκήρυξη Θ. Κολοκοτρώνη προς όλα τα προσκυνημένα χωριά.
«Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων Νεζερών και Πάτρας, ιερείς και λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας:
Ως γενικός αρχηγός και πατριώτης, ως Έλλην και χριστιανός σας έγραψα, σας εσυμβούλευσα και σας παρεκίνησα να μετανοήσετε διά την αισχράν πράξιν, όπου επράξατε, άλλ’ ως σήμερον είτε αναισθητούντες, είτε απατούμενοι από άλλους δεν εμετανοήσατε.
Πατριώται! Το έθνος είναι εύσπλαχνον, συγχωρεί τους αμαρτάνοντας εις αυτό, διά τούτο σας συμβουλεύω και με την παρούσαν μου να μετανοήσετε εξ όλης καρδίας και αύριον Πέμπτην έως την Παρασκευήν το πρωί να ελθήτε εις εμένα να ομιλήσωμεν και προσωπικώς, και να σας συγχωρήσω εξ ονόματος του έθνους το σφάλμα σας, αν είναι εις αυτήν την διορίαν δεν ελθήτε, θα μετανοήσετε ανωφελώς, και το κρίμα εις τον λαιμόν σας διότι θα πέσουν τα στρατεύματα του έθνους εις τα χωρία σας να σας γδύσουν, να σας σκοτώσουν, να μην σας αφήσουν τίποτε, και τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, το οσπήτια σας θα γίνουν εθνικά. Αν όμως ελθήτε σας κάμνω όρκον ως στρατιώτης, ότι δεν θα πειραχθήτε ούτε μία τρίχα και διαλέξετε το καλλίτερον δια να μη παραπονήσθε ύστερον.
13 Ιουλίου 1827 Ο Γεν. Αρχηγός των Πελοποννησιακών. Στρατευμάτων
Θ. Κολοκοτρώνης
3 «Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπαχίμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού άνδρες τε και γυναίκες. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμον φρόνημα και δεν το αποβάλλουν. Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Έλληνες ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιάυτην κρίσιμον περίστασιν και δεν τρέξουν εναντίον του εχθρού με προθυμίαν. Ο παρών Γιάννης από Μπούμπουκα ήτο σταλμένος από τον Ιμπραχίμην τσιασίτης (κατάσκοπος) και επιάσθη και λαμβάνει τον θάνατον δι’ αγχόνης».
Την 21 Ιουνίου 1827
Εκ του κατά Φενεόν Γενικού Στρατηγείου
ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου
Θ. Κολοκοτρώνης
4 Αθανάσιος Σαγιάς, Οπλαρχηγός και καπετάνιος από την Ζουμπάτα της Αχαΐας. Προ της επανάστασης ήταν κλεφτοκαπετάνιος με μικρό σώμα ανδρών. Εξάδελφος του Δημητρίου Νενέκου. Κατά την επανάσταση βρέθηκε με σώμα στρατιωτών από τους γείτονές του Αλβανούς. Παρευρέθηκε στο Χλεμούτσι για να βοηθήσει τον Σισίνη κατά την πολιορκία του Χλεμουτσίου. Πήγε στην πολιορκία της Πάτρας όπου και πολέμησε. Ο Σαγιάς ήταν με τον Κολοκοτρώνη ενώ ήταν και εξάδελφος του Δ. Νενέκου. Ο Κολοκοτρώνης του έδωσε γραπτή άδεια να τον φονεύσει, όπου και τον σκότωσε το 1828.
Άδοξο ήταν και το τέλος του Σαγιά. Την ίδια εποχή σκοτώθηκε από Γάλλους στρατιώτες του Μαιζώνος, αφού θεωρήθηκε ότι ήταν κατάσκοπος. Κάποια νύχτα, διερχόμενος από το φρούριο της Πάτρας και χωρίς να γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα για ν’ απαντήσει στην προσταγή του Γάλλου φρουρού, αυτός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
(Εφημερίδα «Μορέας», Τριπόλεως, 11 Αυγούστου 1929)
ΠΗΓΕΣ:
(-Βαγενάς Θάνος, «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος- Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- Δεληγιάννης Κωνσταντίνος, «Απομνημονεύματα», τόμος Α΄.
- Παπατσώνης Παναγιώτης, «Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄», επιμ. Εμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα 1957.
- «Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου.
-Αγγελόπουλος Γεώργιος, «Αυτοδιοίκησης και δικαιώματα ετεροδημοτών, δάσος και δασικές εκτάσεις ~ Ζουμπατοχώρια και η προδοσία Δημ. Νενέκου, η Μακεδονία μας», Πάτρα 1992, σελ. 82.
- Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμοι 1-8, Αθήνα 1871-75.
- Γκουρβέλος Σπυρίδων, «Η Ιστορία των Νεζερών», εκδόσεις Γραφικές Τέχνες, Πέτρος Κούλης, Πάτρα 2007.
- Γριτσόπουλος Τάσος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
- Κολοκοτρώνης Ιωάννης, «Ελληνικά Υπομνήματα», Αθήνα 1856.
- Λελέκος Μ., «Επιδόρπιο», Αθήναι 1888.
- Λάσκαρης Νικόλαος, « Η Λάστα και τα μνημεία της», τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
- Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης , «Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1974.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο κίνδυνος του Εικοσιένα- Νενέκος, ο προσκυνημένος του εικοσιένα», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2003).
Μετά από μερικές σοβαρές αψιμαχίες και μάχες ο Νενέκος άρχισε να αποκτάει μεγάλη περιφερειακή φήμη. Νεαρότατος, αγράμματος, δίχως στρατιωτικές γνώσεις, έγινε ένας κλεφτοκαπετάνιος που τ’ όνομά του και η δόξα του, ξεπέρασαν τα όρια της επαρχίας του και εξαπλώθηκαν σ’ ολόκληρη την Αχαΐα ακόμη και στην βόρεια Ηλεία. Η μεγάλη φήμη και η αξία του έφερε την διχόνοια στο στρατόπεδό του, από τους αδελφούς Σαγιάδες, και Σπανοκυριάκο και άλλους, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι το καπετανλίκι του Νενέκου.
Ο Νενέκος κατά την έναρξη της επανάστασης βρήκε την ευκαιρία να δείξει την παλικαριά του και την αξία του. Έδωσε πρώτος το παρών στο κάλεσμα του Έθνους μας για την πολυπόθητη Ελευθερία και το 1821 ορκίστηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Την 24ην Μαρτίου 1821 οι κοτζαμπάσηδες Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Θεοχαρόπουλος, οι καπεταναίοι Νενέκος, Σαγιάς, Κουμανιώτης και πολλοί άλλοι με σκοπό να καταλάβουν την Πάτρα, μπήκαν στην πόλη. Όλοι τους συνάχθηκαν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, εκεί ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, αφού έκανε πρώτα την λειτουργία, τους κάλεσε να ορκιστούν ότι θα αγωνισθούν για την πολυπόθητη Ελευθερία Του Έθνους, ειδάλλως να πεθάνουν. Τον όρκο αυτό τον κράτησε ο Νενέκος μέχρι την ώρα που πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ πασάς στον Μοριά. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν την είσοδο των προκρίτων και κλεφταρματολών στην Πάτρα, μαζεύτηκαν και κλείσθηκαν στο φρούριο της Πάτρας, ήταν ο πρώτος αέρας της ελευθερίας που άρχισαν να αναπνέουν οι κάτοικοι της Πάτρας.
Κατά τις παραμονές του Πάσχα του 1821, οι Πατρινοί ετοίμαζαν να γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου με την Ανάσταση του Γένους. Η αιώνια φιλοδοξία των Ελλήνων και τώρα των κοτζαμπάσηδων και των προκρίτων της Αχαΐας για την αρχηγία, έγινε η αιτία να γνωρίσει η Πάτρα την μεγαλύτερη καταστροφή και να οδηγηθούν ως ερίφια στην σφαγή, εκατοντάδες Πατρινοί από τους Τούρκους.
Ο Νενέκος είχε υποστηρίξει την γνώμη του Καρατζά, να γίνει η επίθεση κατά των Τούρκων άμεσα, χωρίς χρονοτριβές και να προσπαθήσουν να καταλάβουν το φρούριο, που τόσα χρόνια κατείχαν οι Τούρκοι. Οι αυτοδημιούργητοι στρατηγοί και οι πρόκριτοι, ανέβαλαν συνεχώς την επιχείρηση ώσπου να ορισθεί κάποιος αρχηγός, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα, κατά την διάρκεια της επίθεσης. Αυτή η παρατεταμένη κωλυσιεργία, έδωσε την χρυσή ευκαιρία, στους κλεισμένους στο φρούριο Τούρκους, να ζητήσουν βοήθεια από την Κόρινθο.
Παρά ταύτα ο Νενέκος, ήταν ένας πανάξιος οπλαρχηγός, και έδειξε περίσσια παλικαριά στην πολιορκία της Πάτρας. Τον Μάρτιο του 1822, με εντολή των επαναστατημένων οπλαρχηγών, εκστράτευσε στην Δυτική Ρούμελη με 70 άνδρες υπό τις διαταγές του Κανέλλου Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο. Ήταν όμως φίλαρχος και ζηλόφθονος και το 1822 σκότωσε τον αντίζηλό του, οπλαρχηγό Σπανοκυριάκο. Η επιρροή του ήταν μεγάλη στα Αρβανιτοχώρια, όπως φαίνεται από την αναφορά που έστειλαν στον αρχιστράτηγο Τζώρτζ, οι κάτοικοι των χωριών της Πάτρας και Αρβανιτοχωριών.
«Εξοχώτατε!
Όσον μεν δια τον Καπετάν δημήτριον νενέκον είμεθα κατά πάντα ευχάριστοι και τον θέλομεν εξ όλης ψυχής και καρδίας, με το να έδειξε πραγματικώς επτά ολοκλήρους χρόνους την αξιότητάν του και την ανδρείαν του δια των οποίων δύο φυσικών αυτού προτερημάτων εφυλάχθημεν και ημείς και η κινητή και ακίνητη περιουσία μας άχρι τούδε… τον οποίον όλοι υμείς οι φέροντες όπλα θέλομεν τον ακολουθή με την πλέον μεγαλητέραν προθυμίαν και ευπείθιαν». (όπου δυστυχώς και έκαμαν). Αρχεία Κ. Μπότσαρη, σελίδα 127.
Ο Κολοκοτρώνης ανεγνώριζε την αξία του, αφού στέλνοντας τον γιο του Γενναίο στη Μεσσηνία, του έγραφε να πάρει μαζί του και τον καπετάν Νενέκο με ολίγους καλούς συντρόφους του. Την αξία του Νενέκου την είχε εκτιμήσει, κατά πολύ, και ο κοτζαμπάσης της Πάτρας Μπενιζέλος Ρούφος, ο οποίος τον είχε αναγνωρίσει και σαν αντιπρόσωπο του στην περιφέρεια της Ζουμπάτας και τον είχε σαν προστάτη του.
Κάποτε ο Νενέκος φιλονίκησε και με τον Θ. Κολοκοτρώνη στην Ζήρεια του Ερινεού, όταν ο Κολοκοτρώνης του ζήτησε να τιμωρηθούν οι πρόκριτοι Αχαΐας, για την αποτυχία της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Νενέκος, οπλαρχηγός και άνθρωπος του Ρούφου, υποστηρίζοντας τους πρόκριτους φώναξε, για ν’ αποστομώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη.
- «Εσύ δεν έχεις λόγο να σωπαίνεις. Δουλειά σου, ορέ, εσένα είναι να βγάνεις τα παιδιά του Ρούφου περίπατο στον ώμο σου», του είπε θυμωμένα ο Γέρος. Ο Νενέκος το πήρε βαριά προσβολή και έβρισε με χυδαία λόγια τον Κολοκοτρώνη.
- «Ορέ κλέφτη και χασάπη, τινός τα λες αυτά ρε παλιο...» και τράβηξε το σπαθί του.
Αγρίεψε ο Κολοκοτρώνης, όρμισε επάνω του να τον κομματιάσει με το γιαταγάνι, είδαν κι έπαθαν να τους χωρίσουν οι άλλοι που παρευρισκόταν δίπλα τους την ώρα εκείνη. Από τότε ο Δημήτρης Νενέκος μισούσε θανάσιμα τον Γέρο.
Μετά τις πρώτες νίκες των Ελλήνων (που καλλιέργησαν πανευρωπαϊκά το ιδεολογικό κίνημα του Φιλελληνισμού), ακολούθησαν οι εσωτερικές συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τους δυο εμφυλίους πολέμους. Ως εκ τούτου, η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, αμέλησε να λάβει προστατευτικά μέτρα και ο Αιγυπτιακός στρατός πάτησε το πόδι του στην Πελοπόννησο, συντρίβοντας τα ελληνικά στρατεύματα, σε όλες τις κατά παράταξη μάχες, και με μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία εξανάγκασε τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό να προσκυνήσει. Με την εισβολή του Ιμπραήμ η Ελληνική Επανάσταση μπήκε σε νέα σκληρή περιπέτεια.
Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης, ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατηγός που εφάρμοσε στην πράξη τη θεωρία του κλεφτοπολέμου (ανταρτοπολέμος = συνεχής φθορά του εχθρού, με αποφυγή της κατά παράταξην μάχης). Σε αυτή τη νέα φάση της Επανάστασης, οι δυνάμεις του Γέρου του Μοριά προξένησαν σημαντικές φθορές στον τουρκοαιγυπτιακό στρατό. Το ίδιο έκανε στην Ρούμελη ο Καραϊσκάκης. Σ’ αυτές τις πολύ δύσκολες φάσεις του αγώνα ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Γ. Καραϊσκάκης κράτησαν ζωντανή την ελπίδα για την πολυπόθητη ελευθερία .
Ο Ιμπραήμ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελληνικές επιτυχίες, εκμεταλλεύθηκε τη φτώχεια, τον υποσιτισμό και τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης του μαχόμενου ελληνισμού, προσφέροντας σωρηδόν προσκυνοχάρτια τα περίφημα «ράι μπουγιουρντιά» στους λιπόψυχους, που είχαν τάσεις προς την υποταγή. Έχοντας και υπ’ όψιν του το παράδειγμα του Κιουταχή, που με ήπιο τρόπο πέτυχε, την υποταγή της Ρούμελης, αλλάζει κι αυτός το σύστημα και δοκιμάζει με το καλό, παρέχοντας πολλές ευκολίες, να τους καταφέρει να προσκυνήσουν.
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών, είχαν πάντοτε προβλήματα λόγω της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών, στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσαν τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων, εκμεταλλευόμενος την άθλια κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν αυτοί με τους επίσης ομιλούντες την αλβανική γλώσσα, έγκλειστους στην Πάτρα, μωαμεθανούς του Λάλα.
...ὁ δὲ Κολοκοτρώνης πάλιν διὰ τὸ γενόμενον τοῦτον χωρισμὸν εἰς μὲν τὰς Πάτρας διώρισε τοὺς ἀδελφοὺς Κουμανιωταίους,εἰς δὲ τὰ Καλάβρυτα τὸν Β. Πετιμεζᾶν καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς του, καὶ εἰς τὴν Βοστίτσαν πρῶτον μὲν τὸν Δημήτριον Μελετόπουλον, δεύτερον δὲ τὸν Ἰωάννην Φεϊζόπουλον. Οἱ διορισμοὶ αὐτοὶ βεβαίως δὲν ἦσαν ἀρεστοὶ εἰς τὴν φατρίαν τῶν ἀρχόντων, ὡς τοῦτο ἐφανερώθη ἔπειτα, διότι οἱ Ἀλβανοὶ καπεταναῖοι, καὶ ἰδίως ὁ Νενέκος, ὅστις καὶ ἀρχηγὸς ἐδείχθη ὅλων τῶν Τουρκοπροσκυνημένων, ἄρχισαν, ὡς εἴπαμεν, κρυφίως νὰ συνεννοῶνται μὲ τοὺς Τούρκους, οἱ δὲ προσκυνήσαντες δὲν ἦσαν καθώς τινες λέγουσι, γενικῶς αἱ τρεῖς ἐπαρχίαι τῶν Πατρῶν, τῶν Καλαβρύτων καὶ τὴς Βοστίτσας, ἀλλὰ μόνον ὀλίγα χωρία καὶ ὀλίγα ἄτομα, καὶ τοῦτο διὰ τὸν φόβον τῶν Ζουμπεταίων, διότι τὰ χωρία ταῦτα λέγονται Ζουμπατοχώρια, καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζαν τὴν Ἀλβανικὴν γλῶσσαν εὐκόλως συνεννοοῦντο καὶ ἐσυμβιβάζοντο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ εὐκολώτερον μὲ τοὺς Λαλαίους. Εἰς τὴν Πελοπόννησον καθ᾿ ὅλας σχεδὸν τὰς ἐπαρχίας κατοικοῦν πρὸ πολλῶν χρόνων ποῦ μὲν πολλοί, ποῦ δὲ ὀλίγοι ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Ἀλβανῶν, οἵτινες ἀκόμη καὶ σήμερον διασώζουν τὸ ξένον ἦθος, καὶ ἄσχετον μὲ τοὺς γνησίους Ἕλληνας. Οἱ δὲ ἄνθρωποι αὐτοὶ εὔκολα παραδίδονται εἰς τὴν ὕλην, καὶ διὰ νὰ αἰσχροκερδήσουν προδίδουν τὰ πάντα.Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ Ἕλληνες, οἵτινες παρεκινήθησαν ἀπὸ τὸν Δελῆ Ἀχμὲτ πασᾶν εἰς τὸ προσκύνημα• τὸν Τοῦρκον τοῦτον, τοῦ ὁποῖου ἡ πονηρία, καὶ ἡ μεγάλη του κολακεία ἑνώθησαν μὲ την πλεονεξίαν τοῦ Νενέκου καὶ ἐτεχνάσθησαν μυρίους τρόπους καὶ μέσα ὅπως διαδώσουν τὸ προσκύνημα.
(Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τόμ. Α' Χρυσανθόπουλος Φώτιος – Φωτάκος, σελ. 395).
Οι χωρικοί άρχισαν να επισυνάπτουν ελεύθερα εμπορικές αλλά και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς κατόπιν εντολών των πασάδων. Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε πραγματικά πρόθυμο, τον Δημητράκη Νενέκο, από την Ζουμπάτα, που και πριν έδειχνε διάθεση να πάει με τους Τούρκους και βρίσκονταν σε μυστική συνεννόηση μαζί τους.
Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με 2.000 δικούς του, στο χάνι του Βερβένικου, ο Ιμπραήμ παραδρόμησε (πολλά λέγονται και ακούγονται για ποιόν λόγο βρέθηκε ακάλυπτος) και περιπλανήθηκε μέσα στο δάσος, ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες του. Φ Φθάνοντας στην Βρύση του Δεσπότη, καθώς προχωρούσαν αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του. Η πίστη του Νενέκου στον Ιμπραήμ, έκανε τον τελευταίο να τον επαινεί και να τον χαϊδεύει μπροστά στους Τούρκους επισήμους… (πράγμα που ήταν αδιανόητο για κάποιον Πασά, να αγγίξει ο ίδιος ή να τον αγγίξει άλλος άνθρωπος). Μετά από αυτό ο Ιμπραήμ κολάκεψε κατά πολύ τον Νενέκο, του έδωσε χρήματα, τόπους, άλογα, βόδια και πλήρη απαλλαγή από φόρους για όλη την φάρα του.
Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον• οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των• ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε• (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.
Με την μεσολάβηση του Νενέκου, ο Ιμπραήμ, άφησε ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του, που φυσικά έγιναν οπαδοί και προπαγανδιστές του, και από μέρα σε μέρα πλήθαιναν οι οπαδοί του Νενέκου. Η επιρροή του, που και πριν ήταν μεγάλη στ’ Αρβανιτοχώρια, μεγάλωσε πιο πολύ και τελικά όλοι οι Αλβανόφωνοι (και οι καπεταναίοι τους) συμπορεύθηκαν με το μέρος του, (προσκύνησαν) και ο Νενέκος αναγνωρίσθηκε από τον Ιμπραήμ αρχηγός τους.
Και πραγματικά, το προσκύνημα εξαπλώθηκε σα μίασμα κολλητικό και η Επανάσταση δεχόταν θανάσιμα πλήγματα. Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2.000 ενόπλους της περιοχής του, που ακολουθούσαν πιστά τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Πέραν των μεμονωμένων περιπτώσεων «προσκυνήματος», πολλοί οπλαρχηγοί δέχονταν το προσκυνοχάρτι, έπειτα από προσφορά χρηματικών αμοιβών, συνάμα συμπαρασύροντας, τεράστιες ομάδες πληθυσμού στην υποταγή. Ο δε Ιμπραήμ είχε δώσει ρητή εντολή, να μην πειράξουν ούτε μία τρίχα από όσους προσκυνούν. Τότε βγήκε και η παροιμιώδης φράση «Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται».
Το 1827 με αναφορά του Ιμπραήμ προς τον σουλτάνου, δόθηκε διαταγή και ο Νενέκος, πήρε τον τίτλο του Μπέη, αφού προηγουμένως ο είχε πολεμήσει εναντίον ελληνικών στρατευμάτων για την καταστολή της Επανάστασης.
Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον σκότωσε, και βλέποντας τον Νενέκο με τους Τουρκοπροσκυνημένους να πολεμούν ηρωικά εναντίον των Ελλήνων και να κερδίζουν και μάχες, ορκίστηκε να τους πολεμήσει μέχρι θανάτου. Γι’ αυτόν τον λόγο τιμώρησε πάρα πολύ σκληρά τους Έλληνες οπλαρχηγούς, που προέτρεπαν τους Έλληνες χριστιανούς να τουρκέψουν κι έκαψε και ολόκληρα χωριά γεμάτα προσκυνημένους.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη».
Πραγματικά, με σκληρά μέτρα, ο Γέρος του Μοριά συγκράτησε το λαό της Πελοποννήσου από την ατίμωση και την προδοσία. Όσα ελληνικά χωριά αρνούνταν την επανένταξη στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των αγωνιστών. Σ’ ολόκληρο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος και όσοι αρνούνταν να επιστρέψουν στην επανάσταση, συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος γρήγορα, σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οι οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι διασπάστηκαν από τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο.
Παρ’ όλα αυτά ο Νενέκος δρούσε ακάθεκτος, δίχως να υπολογίζει τον Αρχιστράτηγο των Ελληνικών Επαναστατικών δυνάμεων, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Οι προσκυνημένοι, σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, εξ’ αιτίας του προσκυνήματος, (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «τσεκούρι φωτιά στους προσκυνημένους» και ξαναζωντάνεψε την ετοιμοθάνατη Επανάσταση.
1. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
- Νενέκο μου, τι προσκύνησες, καημένε μου Δημήτρη.
Δημήτρη σε θαυμάζουμε, θαυμάζουμε τη νιότη σου,
Δημήτρη την παλικαριά σου.
Νενέκο μου, σε λυμπίζουμαι, Δημήτρη σε λυπούμαι,
που πήγες και προσκύνησες τον άτιμο Μπραΐμη,
δεν λόγιασες τ’ άρματα και την παλικαριά σου,
μον’ τα χρυσά φλουριά, τ’ άτιμο μπεηλίκι.
Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης (το αντίγραψα από τον Γεώργιο Τσαφούλια, δικηγόρο Πατρών, στις 16 Ιουνίου 1989).
Μια μέρα πηγαίνοντας ο Ιμπραήμ προς τις Κατσάνες της Κλειτορίας, βρήκε στον δρόμο ένα κρεμασμένο Έλληνα, που στο στήθος του επάνω ήταν με μεγάλα γράμματα ένα έγγραφο, με την απόφαση που έβγαλε το πολεμικό δικαστήριο που σύστησε ο Θ. Κολοκοτρώνης για τους τουρκοπροσκυνημένους.
Ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή, τον ξεκρέμασαν και τον έθαψαν και πιάνοντας τα γένια του, αγρίεψε κι’ φοβέριζε, «Θα του δείξω εγώ πόλεμο του Κολοκοτρώνη».
Στις 26 Μαρτίου 1828, ο Δημήτρης Νενέκος πήγε και σκλάβωσε μια οικογένεια από την Καρύταινα που ζούσε στην Πάτρα και της πήρε 6.000 σφαχτά. Ο Θ. Κολοκοτρώνης αγανακτισμένος τότε έγραψε στον Σαγιά, που του είχε παλιότερα αναθέσει να τον σκοτώσει ή να τον πιάσει ζωντανό. Γράφοντας μεταξύ άλλων: «…Άπιστε γιατί δεν τον σκοτώνεις, που είναι ακόμα με τους Τούρκους, αφού ήρθε ο Κυβερνήτης…»
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα, ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.
Ο Νενέκος είχε σκοτώσει τον Σπανοκυριάκο και τον αδελφό του Σαγιά, Ασημάκη. Για να τον πλησιάσει ο Θανάσης Σαγιάς, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους και ζήτησε από φίλους και συγγενείς να παρέμβουν ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δυο καπεταναίων. Με τον καιρό αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο οπλαρχηγών. Ο Σαγιάς κάλεσε τον Νενέκο να βαπτίσει ένα παιδί τους. Μετά την βάπτιση ακολούθησε φαγοπότι σε μια καλύβα της οικογένειας των Σαγιάδων. Οι φίλοι του Νενέκου του πρότειναν να μην πάει, γιατί θεώρησαν ότι ήταν παγίδα των Σαγιάδων. Αυτός όμως δεν τους άκουσε, αλλά και αρνήθηκε να πάρει μαζί του μερικά από τα παλικάρια του. Πήρε μόνο το πρωτοπαλίκαρο του και γραμματέα του Αγγελή Σκιαδά και πήγαν στη θέση Τρανή Βρύση, δυο χιλιόμετρα μακριά από τον οικισμό Βετέικα κοντά στην παλιά Βίδοβα.
Μετά τη βάπτιση ακολούθησε μεγάλο γλέντι με τραγούδια και χορούς. Όταν άρχισε ο ήλιος να γέρνει και είχαν έλθει στο κέφι, ο Νενέκος τραγούδησε ένα κλέφτικο τραγούδι της τάβλας, ήταν το πιο αγαπημένο του τραγούδι και το τραγουδούσε σ’ όλα τα ζεύκια (γλέντια).
2. (ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ’ΤΟΙΜΑΖΟΣΑΣΤΕ)
Άιντε, βλέπω και ’τοι- βλέπω και ’τοιμαζόσαστε παιδιά μου,
στον τόπο μας να πάτε.
Άιντε, κι εμένα που μ’ α- κι εμένα που μ’ αφήνετε, ν’ οπού είμαι λαβωμένος.
Άιντε, ποιος θα μου ’γειά- ποιος θα μου ’γειάνει, παιδιά μου, την πληγή,
Άιντε, να γιατρευτώ λιγάκι…
Τότε ακούστηκε μια φωνή από κάποιον από τους Σαγιάδες:
-«Που είσαι καημένε Ασημάκη Σαγιά, να δεις τη συναδέλφωσή μας». Ήταν το σύνθημα για τη δολοφονία. Μια ομοβροντία ακούστηκε και έπεσαν νεκροί ο Δημήτρης Νενέκος και ο Αγγελής Σκιαδάς. Οι Σαγαίοι μετά από αυτό καβάλησαν τ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος. Η αποστολή τους επιτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία.
Όταν ο Καποδίστριας βρισκόταν στο Μεσολόγγι, ο Βενιζέλος Ρούφος μ’ άλλους κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, πήγανε και παραπονέθηκαν για την δολοφονία του Νενέκου, κατηγορώντας τον Ασημάκη Σαγιά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κυβερνήτης όμως δεν έδωσε καμιά σημασία. Και έτσι τελείωσε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της ιστορίας μας, που αμαύρωσε την μεγάλη επανάσταση του 1821.
3. ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΝΕΝΕΚΟΥ
Μαθές και τι, μώρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και ’δικοί
μαθές και τι να γίνηκε, ο καπετάν Νενέκος
μάιτε σε γάμο μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι και εδικοί
μάιτε σε γάμο φαίνεται, μάϋτε σε πανηγύρια.
Στην Πάτρα βγή –μωρε Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
στην Πάτρα βγήκε ά – νάρρωστος, μα είναι, μωρέ, μα είναι λαβωμένος.
Δέκα γιατροί, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι και εδικοί
δέκα γιατροί των κα – ναρτερούν, δέκα, μωρέ, δέκα τον παραστέκουν.
Κι’ ένας γιατρός, μωρ’ Αγγελή, τον κλαίνε φίλοι κ’ εδικοί
κι ένας γιατρός, καλός γιατρός, μέσα μωρέ, μέσα από του Ζουμπάτα.
Του γράφει μια, μωρ’ Αγγελή, δεν κλαίτε φίλοι και ’δικοί
του γράφει μια πικρή – νη γραφή, πικρή μωρέ και φαρμακωμένη.
«Νενέκο, μη, μωρ’ Αγγελή, κλάφτε τον φίλοι κι εδικοί
Νενέκο, μη, ξοδευ – νεύεσαι, μη χα – μωρέ, μη χάνεις το βιός σου.
Και συ γιατρειά, μωρ’ Αγγελή, χαίρονται ξένοι και εδικοί
και συ γιατρειά δεθε - νελαβρής, και για – και γιατρεμούς δεν έχεις».
«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 11ον σελίδα 881, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
.-.
4. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη ράχη στην Ζουμπάτα.
Η μια τηράει την Αχαγιά
κι ή άλλη την Λαπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε το, μωρέ Σαγιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 78, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
5. (ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ …)
Τρεις περδικούλες, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά.
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη μέση στο Λεβίδι.
Είχαν τα νύχια κόκκινα
και τα φτερά βαμμένα.
Είχαν και στα κεφάλια τους
μαντήλια λερωμένα.
Η μια τηράει την Λιβαδειά
κι ή άλλη την Ζουμπάτα.
Κι η Τρίτη η καλύτερη
μοιρολογάει και λέει:
Σκοτώσανε, μωρέ Σαγιά,
συ μ’ έφαγες με μπαμπεσιά,
σκοτώσανε το Νενέκο μας
στη ράχη στη Ζουμπάτα.
«Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης, σελίδα 66, έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
6. ΤΟΥ ΝΕΝΕΚΟΥ
Δεν κλαίτε δένδρα και κλαριά και σεις Ζουμπατοχώρια
Δεν κλαίτε για τον στρατηγό Νενέκο…
(Ρωμαίος Κωνσταντίνος, «Πελοποννησιακά Α΄, σελ. 430)
Αρβανίτικοι θρήνοι για τον Καπετάν Δημήτρη Νενέκο.
7. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατε μπατάνε με κιτάνε,
βάνε τρι μόστρα ερίνε-κλάνε
βράνε Νενέκο καπετάνε,
ε νιέρε ιφσίνε γκιάνε,
ε νιέτρα ντρέθ μουσαινε.
Μετάφραση:
Εκεί απέναντι από ’δω
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
πήγαν τρεις αδελφές και τον κλαίνε
η μία του σφούγγιζε τα αίματα
και η άλλη του ’στριβε τα μουστάκια.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Αγγελλόπουλος.
8. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΝΕΚΟΥ
Αρβανίτικο:
Ατιε μπατάνε μαπετάνο
βράνε Νενέκο καπετάνο
έδε Αγγελή Σκιαδάνο.
Αϊ άτιμο Σαγιάνο
ε καλέσι τι πακζιώνι νι ντιάχι
αι ιβράσι μπαμπεσί.
Μετάφραση:
Απ’ εδώ στο λαγκάδι κι’ από κει
σκότωσαν τον καπετάν Νενέκο
και τον Αγγελή Σκιαδά.
Αϊ άτιμε Σαγιά
σαν τους κάλεσες να βαφτίσουν το παιδί
αυτούς έφαγες μπαμπέσικα.
Θρήνος για τον Νενέκο, που διέσωσε ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ζαλογγίτης.
Ο Δημήτρης Νενέκος, ο οπλαρχηγός και ήρωας της επανάστασης κατά το έτος 1821, από την Ζουμπάτα Αχαΐας, έμελλε να γίνει παράδειγμα, όχι προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή. Ο όρος «Νενέκος» και «Νενεκισμός», έκτοτε προσδιορίζει τη χειρότερη μορφή κάθε προδοσίας και ξεπουλήματος πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας, αρχών αλλά και αξιών του ανθρώπου. Τ’ όνομα του γενικά ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο Εφιάλτη, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, προδίδοντας τους παλιούς φίλους και συναγωνιστές του και συμπράττοντας και συμπαρασύροντας παλιούς αντιπάλους του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα. Ο όρος «Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως εναντίων των συμπατριωτών του.
Τελευταία ο όρος χρησιμοποιείται στην ελληνική πολιτική σκηνή και ιδίως στις αντιπαραθέσεις των αντιθέτων πολιτικών. Προφανώς νομίζω, ότι αρκετοί εξ αυτών που τον χρησιμοποιούν, ίσως να μην γνωρίζουν ακόμη ποιος ήταν ο ΝΕΝΕΚΟΣ πως προέκυψε ο κακός προδότης Νενέκος και ο Νενεκισμός.
Άραγε αν δεν υπήρχε αυτή η λυκοφιλία των πολιτικών που έφερε τ’ αναμενόμενα χείριστα αποτελέσματα για την πατρίδα μας, θ’ αναδυόταν ο Νενέκος και ο Νενεκισμός. Τι συντέλεσε και τις πταιει και η ομαλή εξέλιξη του αγώνα μετατράπηκε σε καταστροφή για την νεοσύστατη Ελλαδίτσα, η οποία κινδύνεψε άμεσα, να υποταχθεί ξανά στους Τούρκους και άδικα να πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες και τόσες θυσίες, που συντελέστηκαν από το 1821 μέχρι την εισβολή του Ιμπραήμ πασά;
Ίσως χρειάζεται ένα μεγάλο κεφάλαιο, μια μεγάλη συζήτηση, και μια επιστημονική και εμπεριστατωμένη εργασία, από ανθρώπους του πνεύματος που ενδιαφέρονται για τον τόπο να μας διαφωτίσουν γιατί προέκυψε ο Νενέκος και ο ΝΕΝΕΚΙΣΜΟΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Το σπίτι του Νενέκου, απείχε από την Παλιά Βίδοβα περί τα εκατό μέτρα.
2 Προειδοποιητική προκήρυξη Θ. Κολοκοτρώνη προς όλα τα προσκυνημένα χωριά.
«Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων Νεζερών και Πάτρας, ιερείς και λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας:
Ως γενικός αρχηγός και πατριώτης, ως Έλλην και χριστιανός σας έγραψα, σας εσυμβούλευσα και σας παρεκίνησα να μετανοήσετε διά την αισχράν πράξιν, όπου επράξατε, άλλ’ ως σήμερον είτε αναισθητούντες, είτε απατούμενοι από άλλους δεν εμετανοήσατε.
Πατριώται! Το έθνος είναι εύσπλαχνον, συγχωρεί τους αμαρτάνοντας εις αυτό, διά τούτο σας συμβουλεύω και με την παρούσαν μου να μετανοήσετε εξ όλης καρδίας και αύριον Πέμπτην έως την Παρασκευήν το πρωί να ελθήτε εις εμένα να ομιλήσωμεν και προσωπικώς, και να σας συγχωρήσω εξ ονόματος του έθνους το σφάλμα σας, αν είναι εις αυτήν την διορίαν δεν ελθήτε, θα μετανοήσετε ανωφελώς, και το κρίμα εις τον λαιμόν σας διότι θα πέσουν τα στρατεύματα του έθνους εις τα χωρία σας να σας γδύσουν, να σας σκοτώσουν, να μην σας αφήσουν τίποτε, και τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, το οσπήτια σας θα γίνουν εθνικά. Αν όμως ελθήτε σας κάμνω όρκον ως στρατιώτης, ότι δεν θα πειραχθήτε ούτε μία τρίχα και διαλέξετε το καλλίτερον δια να μη παραπονήσθε ύστερον.
13 Ιουλίου 1827 Ο Γεν. Αρχηγός των Πελοποννησιακών. Στρατευμάτων
Θ. Κολοκοτρώνης
3 «Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπαχίμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού άνδρες τε και γυναίκες. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμον φρόνημα και δεν το αποβάλλουν. Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Έλληνες ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιάυτην κρίσιμον περίστασιν και δεν τρέξουν εναντίον του εχθρού με προθυμίαν. Ο παρών Γιάννης από Μπούμπουκα ήτο σταλμένος από τον Ιμπραχίμην τσιασίτης (κατάσκοπος) και επιάσθη και λαμβάνει τον θάνατον δι’ αγχόνης».
Την 21 Ιουνίου 1827
Εκ του κατά Φενεόν Γενικού Στρατηγείου
ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου
Θ. Κολοκοτρώνης
4 Αθανάσιος Σαγιάς, Οπλαρχηγός και καπετάνιος από την Ζουμπάτα της Αχαΐας. Προ της επανάστασης ήταν κλεφτοκαπετάνιος με μικρό σώμα ανδρών. Εξάδελφος του Δημητρίου Νενέκου. Κατά την επανάσταση βρέθηκε με σώμα στρατιωτών από τους γείτονές του Αλβανούς. Παρευρέθηκε στο Χλεμούτσι για να βοηθήσει τον Σισίνη κατά την πολιορκία του Χλεμουτσίου. Πήγε στην πολιορκία της Πάτρας όπου και πολέμησε. Ο Σαγιάς ήταν με τον Κολοκοτρώνη ενώ ήταν και εξάδελφος του Δ. Νενέκου. Ο Κολοκοτρώνης του έδωσε γραπτή άδεια να τον φονεύσει, όπου και τον σκότωσε το 1828.
Άδοξο ήταν και το τέλος του Σαγιά. Την ίδια εποχή σκοτώθηκε από Γάλλους στρατιώτες του Μαιζώνος, αφού θεωρήθηκε ότι ήταν κατάσκοπος. Κάποια νύχτα, διερχόμενος από το φρούριο της Πάτρας και χωρίς να γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα για ν’ απαντήσει στην προσταγή του Γάλλου φρουρού, αυτός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
(Εφημερίδα «Μορέας», Τριπόλεως, 11 Αυγούστου 1929)
ΠΗΓΕΣ:
(-Βαγενάς Θάνος, «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος- Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- Δεληγιάννης Κωνσταντίνος, «Απομνημονεύματα», τόμος Α΄.
- Παπατσώνης Παναγιώτης, «Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄», επιμ. Εμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα 1957.
- «Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Νάστου.
-Αγγελόπουλος Γεώργιος, «Αυτοδιοίκησης και δικαιώματα ετεροδημοτών, δάσος και δασικές εκτάσεις ~ Ζουμπατοχώρια και η προδοσία Δημ. Νενέκου, η Μακεδονία μας», Πάτρα 1992, σελ. 82.
- Γούδας Αναστάσιος, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», τόμοι 1-8, Αθήνα 1871-75.
- Γκουρβέλος Σπυρίδων, «Η Ιστορία των Νεζερών», εκδόσεις Γραφικές Τέχνες, Πέτρος Κούλης, Πάτρα 2007.
- Γριτσόπουλος Τάσος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
- Κολοκοτρώνης Ιωάννης, «Ελληνικά Υπομνήματα», Αθήνα 1856.
- Λελέκος Μ., «Επιδόρπιο», Αθήναι 1888.
- Λάσκαρης Νικόλαος, « Η Λάστα και τα μνημεία της», τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1930.
- Λευτέρης Χρ. Μαρινέλης , «Η Ζουμπάτα στα χρόνια της κλεφτουριάς», έκδοση Δήμος Πατρέων, Πάτρα 2008.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης», εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1974.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο κίνδυνος του Εικοσιένα- Νενέκος, ο προσκυνημένος του εικοσιένα», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2003).
Δευτέρα 21 Απριλίου 2014
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΔΡΥΟΔΑΣΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΠΕΛΗΣ
Συντάχθηκε απο τον Ηλία Τουτούνη
Η σπάνια και εξαιρετική ποικιλομορφία του ανάγλυφου τη χώρα μας, ο πλούτος της χλωρίδας και η ιδιόμορφη γεωγραφική της θέση της, εντός της Μεσογείου θάλασσας, είναι οι ιδανικοί παράγοντες, που με τον δικό τους τρόπο εναρμονίζονται, διαμορφώνουν και συμβάλλουν στο οικοσύστημα και στην πλούσια βιοποικιλότητα της πανίδας μας.
Η άγρια πανίδα μας, απαντάται κυρίως στα δάση και στους υδάτινους χώρους. Δάσος είναι το σύνολο δένδρων, και γενικά όλη η χλωρίδα και η πανίδα που συνυπάρχουν με το έδαφος μιας περιοχής. Όλες οι εκτάσεις, που καλύπτονται συνήθως από αυτοφυή φυσική βλάστηση, ονομάζονται δάση, ανεξάρτητα αν συνυπάρχουν δέντρα και θάμνοι. Το δάσος συνήθως είναι ένα πολυσύνθετο οικοσύστημα, όπου με τις πολλαπλές λειτουργίες του, παίζει πρωτεύοντα ρόλο, σχεδόν σε ολόκληρη οικολογική ισορροπία του οικοσυστήματος. Κατ’ αρχήν οι κλώνοι και το φύλλωμα του, εκμηδενίζουν την ταχύτητα της βροχής και δεν της επιτρέπουν να πέφτει με δύναμη στο έδαφος και να το διαβρώνει. Επίσης τα πεσμένα φύλλα που βρίσκονται στο έδαφος και οι ρίζες του, συγκρατούν τα όμβρια ύδατα και τοιουτοτρόπως δεν διαβρώνεται ο τόπος και ταυτόχρονα αποφεύγονται οι εκριζώσεις των φυτών, οι έντονες κατολισθήσεις και μετακινήσεις του εδάφους. Το δάσος είναι μια ανεξάντλητη πηγή ζωής, γιατί εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη αναπαραγωγή, διατροφή, διατήρηση και προστασία πολλών ζωικών και φυτικών οργανισμών. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως μας είναι γνωστόν, η παγκόσμια δασική κάλυψη έχει μειωθεί δραματικά, καθ’ όσον αναφέρουν οι επιστημονικές μελέτες.
Στην Ελλάδα τον 4ο αιώνα π.Χ. για πρώτη φορά έγινε μια αναλυτική περιγραφή της πανίδας στη χώρα μας, από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Περί τα ζώα Ιστορίαι», όπου περιγράφονται περί τα 600 είδη. Σήμερα στη χώρα μας σήμερα ζουν 116 είδη θηλαστικών, από τα 147 είδη της Ευρώπης και 407 είδη πτηνών, από τα 450 του ευρωπαϊκού συμπλέγματος. Επίσης στη χώρα μας, ζουν ακόμη 16 είδη αμφιβίων και 58 είδη ερπετών. Στην πλούσια ανεξάντλητη πανίδα της Κάπελης, κατά την αρχαιότητα και μέχρι και την δεκαετία του 1970 , διαβιούσαν πάρα πολλά είδη θηλαστικών, ερπετών, εντόμων και αμφιβίων ζώων. Όμως το κυνήγι , οι πυρκαγιές, οι ασθένειες και πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν περιορίσει σημαντικά τον πληθυσμό πολλών ειδών και έχουν υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό την πανίδα της Κάπελης. Ο αριθμός γνωστών ειδών, που εξολοθρεύτηκαν ολοκληρωτικά από την απελευθέρωση και συγκρότηση του ελληνικού κράτους το 1821 μέχρι σήμερα, είναι περιορισμένος. Η βιοποικιλότητα της, είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι εκάστοτε ιστορικές αναφορές, μας δίδουν μια εικόνα για την πλούσια πανίδα της.
Στο τότε απέραντο δάσος της, υπήρχαν περισσότερα είδη πανίδας, ενώ αρκετά απ’ αυτά συμπληρώνουν την άγρια πανίδα της μέχρι σήμερα. Μια καταγραφή, που ίσως να είναι και ελλιπής, νομίζω ότι μας δίνει μια πολύ ενημερωτική εικόνα για την πλούσια πανίδα της. Αυτά τα ζώα έχουν καταχωρισθεί σε πέντε κατηγορίες, δηλαδή θηλαστικά, πτηνά, ερπετά, έντομα και ζώα του νερού.
Θηλαστικά: Αγριόγατος , αγριάλογο , αγριόσκυλος, αλεπού, ασβός, αγριόχοιρος (αγριογούρουνο), αρουραίος, βίδρα , ελάφι, ζαρκάδι, κουνάβι, λαγός, λύγκας (ρήσος ή τσαγκανόλυκος), λύκος , νυφίτσα , νυχτερίδα, πετροκούναβο , ποντίκια (αρουραίος- ποντικός- τυφλοπόντικας), σκαντζόχοιρος, τσακάλι και σκίουρος (βερβερίτσα).
Δεν πρέπει όμως ν’ αγνοήσουμε και τα ήμερα ζώα που ενώ ζουν κοντά στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα και στο δάσος της Κάπελης, όπου και αυτά είναι μέρος της πανίδας και συμβάλουν σημαντικά στην ισορροπία του οικοσυστήματος του δάσους. Αυτά είναι το βόδι, άλογο, γάιδαρος, μουλάρι (ημίονος), πρόβατο, αίγα (γίδα), χοίρος (γουρούνι), όρνιθα (κότα), χήνα, πάπια, γάλλος, φραγκόκοτα (φαραόνι), παγώνι, γάτα και σκύλος.
Πτηνά: Αγριόγαλος, αγριόκοτα, αγιοπούλι, αετομάχος, αηδόνι, αητός, ασπροκώλα, ασπρολαίμης, βαρβακίνα, βουνοτσίχλονο, βραχοτσοπανάκος, βροχοπούλι, γαϊδουροκελάδα, γαϊδουροκεφάλας, γατοπούλι, γελαδάρης, γερακοβαρβακίνα, γιδοβυζάχτρα, γαρδέλι (καρδερίνα), γεράκι, γκιώνης, γούβης (μπούφος), δρυοκολάπτης (κατσουλιέρης), δασοτσίχλονο, δεντρογέρακας, δεντροβάτης, διπλοσφυρικτής, δασοφυλλοσκόπος, δεντρότσιχλα (τσαρτσάρα), δρυοκολάπτης, ζάχα, θαμνότσιχλα, θεοπούλι, καλλιακούδα, καλόγερος, κάργα, κισσόκουκος, κιτρινοσκέλης, κοκκινολαιμότσιχλα, κοκκινονούρα, κουφαηδόνι, κρασοπούλι, καλημάνα, καλογρίτσα (τσετσεντού), καρακάξα, κοκκινόσπιντζος, κάργια (μικρή κουρούνα), κιρκινέζι, κίσσα, κηποτσιροβάκος, κοκκινολαίμης, κόρακας, κότσυφας , κουκουβάγια η Γλαύκη (κλαψοπούλι- χαροπούλι- νεκροπούλι), κούκος, κουρούνα, κουφομπεκάτσινο, κυριαρίνα, λιβαδόκιρκος, λουκαΐνα, μαυροπούλι, μαυροσταχτάρα, μουστακλής, μακρυνούρης, μέροψ ο μελισσοφάγος, μπεκάτσα, μπεκατσίνι, μπούφος ή βύας ο γνήσιος, μυγοφάγος ή μυγοχάφτης, μυρμηγκοφάγος ή στραβολαίμης (είναι η γλωτίς των αρχαίων Ελλήνων), νυχτοπούλι, νυχτοκόρακας, ξυλόκοτα, ξεφτέρι, ορτύκι, παπαδίτσα, πέρδικα, περιστέρι ή πιτσούνι (περιστέρι του δάσους- δεκαχτούρα- αγριοπερίστερο), πετροκλής, ποντικοβαρβακίνα, πυρρούλας, πρασινοφυλλοσκόπος, σαΐνι, σπίνος, σπιτζαετός, σιταρήθρα, σιταροκούρουνο, σκαθαράκι, σουσουράδα (σταχτοσουσουράδα- κιτρινοσουσουράδα), σπουργίτης (δεντροσπουργίτης- σπιτοσπουργίτης- χωραφοσπουργίτης), στραβομύτης, σκουρόβλαχος, συκοφάγος, σχοινοπούλι, τσαρτσάρα, τουρκοσκαθαράκι, τουρλί, τρυγόνι στρεπτοπήλα η κοινή (διερχόμενο), τσαλαπετεινός (έποψ ο κοινός), τσώνος, τσίχλα, τσίφτης, τσικλητάρα, τσοπανάκος, τρωγλοδύτης, τρυποφράκτης, τσώνι, υφαντής, φιδαετός, φάσσα, φασσοπερίστερο, φλώρος, χαμοκελάδα, χοντρομύτης, χαβαρόνι, χουχουλόγιωργας, χουχουρίστης, χουρχούρα, χελιδόνι (αγριοχελίδονο- βραχοχελίδονο ή χελιδόνι της όχθης ή χελιδών η οχθόφιλος- πετροχελίδονο), ψαλιδάρης, ψευτόρτυγας, ψευταηδόνι και ψαρόνι (σβορίτζι).
Ερπετά: Φίδια (ασπρόφιδο, αστρίτης, αστριτοχιά, βεργολάζα, δεντρογαλιά, κονάκι, νερόφιδο, οχιά, προβατόφιδο, σαΐτα, σαπίτης, σπιτόφιδο, τυφλίτης, ψευτόφιδο), σαλίγκαρος (γυμνοσαλίγκαρος- σφαλίκι- μακουλάρι- μελανόστομο- ορτένσια- πιζάνα και φουλίκα), σαρανταποδαρούσα, σκουλήκια, σκουληκαντέρα, πολλά είδη κάμπιας, σαύρες (γουστερίτσα- σκουρτσέκλα- γαϊδουροκουσκούρα- κωλοσαρλίκα- κουσκούρα), κωλοσαφράς, μολυντήρι και χελώνα.
Έντομα: Αβαδέος, ακάρι, ακρίδα, αλογάκι του Άγιου ή του Θεού, αράχνη ή σφαλάγγι (καταγραμμένα περίπου 17 είδη), βουρδούλι, βρωμούσα, γκαβαλοπνίχτης, γρύλλος, κατσαρίδα, κλίτσικας, κοριός, κοτόψειρα, κουνούπι (ασπροκούνουπο, δεντροκούνουπο, λιβελούλα , μαυροκούνουπο, σκνίπα, στούκας, ), κρεμμυδοφάγος, κυνηγός, λαμπρίτσα (παπαδίτσα), μέλισσα (μέλισσα η ήμερη, αγριομέλισσα), μυρμήγκια (μαυρομέρμηγκας- μελιγκόνι- πιτσιγκόνι- τούρκος ή τουρκομέρμηγκας), μαραθόκαμπια, μελίγκρα, μπουμπούγερας, μύγες (μύγα η κοινή- σκουληκόμυγα- χρυσόμυγα- αλογόμυγα- βάρα ή μουργέλα - γαϊδουρόμυγα- χωραφόμυγα- νερόμυγα), πεταλούδα (πλήθος ειδών), πρασινόκαμπια, πυγολαμπίδα (κωλοφωτιά), ρινόκερος, σαράκι, σέρσεγκας ή σκούρκος, σκαραβαίος, σκουλήκια (σιδεροσκούληκο- σκουληκαντέρα- ασπροσκούληκο- βελανοσκούληκο ή σκουλήκι του βελανιδιού- κερατοσκούληκο- κουφοσκούληκο- μαυροσκούληκο- νεκροσκούληκο- σκατοσκούληκο), σκαθάρι, σκατόβουρλος, σκόρος, σκορπιός, σφήκες (σφήκα- χωματόσφηκα), τζίτζικας δύο είδη, τσιμπούρι, ψαλλίδα, ψαράκι, ψείρα και ψύλλος.
Ζώα του νερού: Βάτραχος, (βούζα- μπάκακας), βδέλλα, κάβουρας, λεβίθα, νερόφιδο, νεροσκούληκο, ψάρι και χέλι.
Σπουδαιότατο ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων κατείχε η άγρια πανίδα, της οποίας η προστασία ήταν κύριο μέλημα στους αρχαίους χρόνους, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στο χαρακτήρα της θεάς Αρτέμιδος όσο και τους κανονισμούς της θήρας μέσω θρησκευτικών κανονισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη θήρα όχι μόνο ωφέλιμη, αλλά και αξιέπαινη δραστηριότητα για τον άνθρωπο, καθώς αποτελεί μέσο διαπαιδαγώγησης, σωματικής και πνευματικής εξάσκησης, δοκιμής ικανοτήτων και σύμβολο ελευθερίας. Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.), στο έργο του «Κυνηγετικός» αναδεικνύει τη θήρα στο πιο άριστο μέσο διαπαιδαγώγησης και εκγύμνασης των νέων. Θεωρεί τη θήρα απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη, καθώς είναι ωφέλιμη για το άτομο επειδή σκληραγωγεί το σώμα και οξύνει τις αισθήσεις και το πνεύμα.
Η πανίδα του δρυοδάσους της Κάπελης είναι εξαιρετική αλλά όχι και μοναδική. Ο αριθμός των ενδημικών ειδών, δεν είναι τόσο μεγάλος όπως στα φυτά, και αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τις ανώτερες κατηγορίες ταξινόμησης. Έτσι ακόμα πολλά είδη έχουν εξαφανισθεί, από την πανίδα της Κάπελης ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όμως είναι δυνατό να αναβιώσουν, με εισαγωγή ατόμων από άλλες περιοχές, εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για είδη ενδημικά.
Η υποβάθμιση και η συρρίκνωση της Κάπελης, από την ανεξέλεγκτη επέμβαση του ανθρώπου, όπως πυρκαγιές, εκχερσώσεις (όργωμα και φρεζάρισμα με γεωργικούς ελκυστήρες), υλοτομία, φυτοφάρμακα, δολώματα, δηλητήρια, τροχαία ατυχήματα, μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες, παγίδες, επικήρυξη διαφόρων ζώων και πτηνών, που κατά καιρούς κρίθηκαν επιζήμια στην γεωργία και κτηνοτροφία και ή θήρα γενικά, οδήγησαν και οδηγούν, πολύ γρήγορα τους πληθυσμούς της πανίδας της, σε κατακόρυφη μείωση, πέρα από τ’ ανεκτά όρια αναγέννησής της. Οι κίνδυνοι που απειλούν την πανίδα της Κάπελης, νομίζω ότι έχουν τις ίδιες ομοιότητες, μ’ εκείνους που επηρεάζουν την πανίδα των υπόλοιπων δασών της χώρας μας.
Ένα άλλο μεγάλο και άλυτο πρόβλημα είναι ότι καθημερινά σ’ όλο τον κόσμο σημειώνονται χιλιάδες θάνατοι ζώων από τροχοφόρα οχήματα, με θύματα ήμερα και άγρια ζώα της ελληνικής πανίδας, από τα οποία πολύ ελάχιστα καταγράφονται και δημοσιοποιούνται ενώ μάλιστα αποτελούν σημαντική αιτία θνησιμότητας για κάποια είδη, σοβαρή απειλή για την επιβίωση άλλων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και σοβαρότατο κίνδυνο για την ασφάλεια των οδηγών.
Ο σύλλογος Ωλονός ευαισθητοποιημένος από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πανίδα του τόπου μας, ασχολείται και ενδιαφέρεται για τη προστασία της χερσαίας άγριας πανίδας. Ως σύλλογος προστασίας της φύσης, ενδιαφερόμαστε πρωτίστως να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά των (άγριων) ζώων και πως αυτή σχετίζεται με συνεχή θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα.
Για αυτό τον λόγο προτείνουμε να δημιουργηθεί ένας φορέας, που να λειτουργεί σαν Περιφερειακό Παρατηρητήριο Τροχαίων Ατυχημάτων και παράνομων θηρευτών της άγριας πανίδας και να συνεργασθεί με ειδικούς επιστήμονες, ώστε να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία και να εκπονήσει δράσεις και προγράμματα για την ασφαλή προστασία και προφύλαξη της άγριας πανίδας.
Η πολιτεία τελευταία άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της πανίδας της περιοχής και πριν ένα χρόνο περίπου ίδρυσε μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής αποτελούμενο από μια έκταση περίπου από 22.000 στρεμμάτων περιοχής Φολόης και Λαμπείας, που δημοσιεύθηκε και στην Εφημερίδα της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ο σύλλογος Ωλονός, με επιστολή του τότε, χαιρέτισε και συνεχάρη για αυτήν την απόφαση της Κυβέρνησης. Ακόμη ο σύλλογος μας, στη δημόσια διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με θέμα την ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ του ΔΡΥΟΔΑΣΟΥΣ ΦΟΛΟΗΣ, με αφορμή την ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ, πρότεινε να δημιουργηθεί καταφύγιο στην Κάπελη, για τον Σκίουρο (Sciurus) ή βερβερίτσα , που είναι το κοινό όνομα μικρού θηλαστικού της οικογένειας Σκιουρίδες. Το δρυοδάσος πριν από λίγα χρόνια φιλοξενούσε έναν τεράστιο αριθμό σκίουρων και αποτελούσε μια πολύτιμη φυσική κληρονομιά που ανήκε στον τόπο μας. Η πρότασή μας, είναι το δρυοδάσος, να χαρακτηρισθεί καταφύγιο προστασίας άγριας πανίδας, δηλαδή βιότοπος, με την εκπόνηση κατάλληλων μελετών όσον αφορά την προστασία, διαβίωση και αναπαραγωγή του Σκίουρου (Sciurus) ή βερβερίτσα, ενός φιλικού που απειλείται με εξαφάνιση και πρέπει με την παρουσία του να συμβάλλει στο οικοσύστημα, και να κοσμεί το υπέροχο δάσος μας. Και τέλος θα μπορούσε να δημιουργηθεί χώρος επιστημονικών ερευνών, για τον Σκίουρο, ο οποίος προτείνουμε να είναι ανοικτός επισκέψιμος χώρος για ερευνητές επιστήμονες, βιολόγους, σχολεία, συλλόγους, φορείς κ.λπ.
Η σπάνια και εξαιρετική ποικιλομορφία του ανάγλυφου τη χώρα μας, ο πλούτος της χλωρίδας και η ιδιόμορφη γεωγραφική της θέση της, εντός της Μεσογείου θάλασσας, είναι οι ιδανικοί παράγοντες, που με τον δικό τους τρόπο εναρμονίζονται, διαμορφώνουν και συμβάλλουν στο οικοσύστημα και στην πλούσια βιοποικιλότητα της πανίδας μας.
Η άγρια πανίδα μας, απαντάται κυρίως στα δάση και στους υδάτινους χώρους. Δάσος είναι το σύνολο δένδρων, και γενικά όλη η χλωρίδα και η πανίδα που συνυπάρχουν με το έδαφος μιας περιοχής. Όλες οι εκτάσεις, που καλύπτονται συνήθως από αυτοφυή φυσική βλάστηση, ονομάζονται δάση, ανεξάρτητα αν συνυπάρχουν δέντρα και θάμνοι. Το δάσος συνήθως είναι ένα πολυσύνθετο οικοσύστημα, όπου με τις πολλαπλές λειτουργίες του, παίζει πρωτεύοντα ρόλο, σχεδόν σε ολόκληρη οικολογική ισορροπία του οικοσυστήματος. Κατ’ αρχήν οι κλώνοι και το φύλλωμα του, εκμηδενίζουν την ταχύτητα της βροχής και δεν της επιτρέπουν να πέφτει με δύναμη στο έδαφος και να το διαβρώνει. Επίσης τα πεσμένα φύλλα που βρίσκονται στο έδαφος και οι ρίζες του, συγκρατούν τα όμβρια ύδατα και τοιουτοτρόπως δεν διαβρώνεται ο τόπος και ταυτόχρονα αποφεύγονται οι εκριζώσεις των φυτών, οι έντονες κατολισθήσεις και μετακινήσεις του εδάφους. Το δάσος είναι μια ανεξάντλητη πηγή ζωής, γιατί εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη αναπαραγωγή, διατροφή, διατήρηση και προστασία πολλών ζωικών και φυτικών οργανισμών. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως μας είναι γνωστόν, η παγκόσμια δασική κάλυψη έχει μειωθεί δραματικά, καθ’ όσον αναφέρουν οι επιστημονικές μελέτες.
Στην Ελλάδα τον 4ο αιώνα π.Χ. για πρώτη φορά έγινε μια αναλυτική περιγραφή της πανίδας στη χώρα μας, από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Περί τα ζώα Ιστορίαι», όπου περιγράφονται περί τα 600 είδη. Σήμερα στη χώρα μας σήμερα ζουν 116 είδη θηλαστικών, από τα 147 είδη της Ευρώπης και 407 είδη πτηνών, από τα 450 του ευρωπαϊκού συμπλέγματος. Επίσης στη χώρα μας, ζουν ακόμη 16 είδη αμφιβίων και 58 είδη ερπετών. Στην πλούσια ανεξάντλητη πανίδα της Κάπελης, κατά την αρχαιότητα και μέχρι και την δεκαετία του 1970 , διαβιούσαν πάρα πολλά είδη θηλαστικών, ερπετών, εντόμων και αμφιβίων ζώων. Όμως το κυνήγι , οι πυρκαγιές, οι ασθένειες και πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν περιορίσει σημαντικά τον πληθυσμό πολλών ειδών και έχουν υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό την πανίδα της Κάπελης. Ο αριθμός γνωστών ειδών, που εξολοθρεύτηκαν ολοκληρωτικά από την απελευθέρωση και συγκρότηση του ελληνικού κράτους το 1821 μέχρι σήμερα, είναι περιορισμένος. Η βιοποικιλότητα της, είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι εκάστοτε ιστορικές αναφορές, μας δίδουν μια εικόνα για την πλούσια πανίδα της.
Στο τότε απέραντο δάσος της, υπήρχαν περισσότερα είδη πανίδας, ενώ αρκετά απ’ αυτά συμπληρώνουν την άγρια πανίδα της μέχρι σήμερα. Μια καταγραφή, που ίσως να είναι και ελλιπής, νομίζω ότι μας δίνει μια πολύ ενημερωτική εικόνα για την πλούσια πανίδα της. Αυτά τα ζώα έχουν καταχωρισθεί σε πέντε κατηγορίες, δηλαδή θηλαστικά, πτηνά, ερπετά, έντομα και ζώα του νερού.
Θηλαστικά: Αγριόγατος , αγριάλογο , αγριόσκυλος, αλεπού, ασβός, αγριόχοιρος (αγριογούρουνο), αρουραίος, βίδρα , ελάφι, ζαρκάδι, κουνάβι, λαγός, λύγκας (ρήσος ή τσαγκανόλυκος), λύκος , νυφίτσα , νυχτερίδα, πετροκούναβο , ποντίκια (αρουραίος- ποντικός- τυφλοπόντικας), σκαντζόχοιρος, τσακάλι και σκίουρος (βερβερίτσα).
Δεν πρέπει όμως ν’ αγνοήσουμε και τα ήμερα ζώα που ενώ ζουν κοντά στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα και στο δάσος της Κάπελης, όπου και αυτά είναι μέρος της πανίδας και συμβάλουν σημαντικά στην ισορροπία του οικοσυστήματος του δάσους. Αυτά είναι το βόδι, άλογο, γάιδαρος, μουλάρι (ημίονος), πρόβατο, αίγα (γίδα), χοίρος (γουρούνι), όρνιθα (κότα), χήνα, πάπια, γάλλος, φραγκόκοτα (φαραόνι), παγώνι, γάτα και σκύλος.
Πτηνά: Αγριόγαλος, αγριόκοτα, αγιοπούλι, αετομάχος, αηδόνι, αητός, ασπροκώλα, ασπρολαίμης, βαρβακίνα, βουνοτσίχλονο, βραχοτσοπανάκος, βροχοπούλι, γαϊδουροκελάδα, γαϊδουροκεφάλας, γατοπούλι, γελαδάρης, γερακοβαρβακίνα, γιδοβυζάχτρα, γαρδέλι (καρδερίνα), γεράκι, γκιώνης, γούβης (μπούφος), δρυοκολάπτης (κατσουλιέρης), δασοτσίχλονο, δεντρογέρακας, δεντροβάτης, διπλοσφυρικτής, δασοφυλλοσκόπος, δεντρότσιχλα (τσαρτσάρα), δρυοκολάπτης, ζάχα, θαμνότσιχλα, θεοπούλι, καλλιακούδα, καλόγερος, κάργα, κισσόκουκος, κιτρινοσκέλης, κοκκινολαιμότσιχλα, κοκκινονούρα, κουφαηδόνι, κρασοπούλι, καλημάνα, καλογρίτσα (τσετσεντού), καρακάξα, κοκκινόσπιντζος, κάργια (μικρή κουρούνα), κιρκινέζι, κίσσα, κηποτσιροβάκος, κοκκινολαίμης, κόρακας, κότσυφας , κουκουβάγια η Γλαύκη (κλαψοπούλι- χαροπούλι- νεκροπούλι), κούκος, κουρούνα, κουφομπεκάτσινο, κυριαρίνα, λιβαδόκιρκος, λουκαΐνα, μαυροπούλι, μαυροσταχτάρα, μουστακλής, μακρυνούρης, μέροψ ο μελισσοφάγος, μπεκάτσα, μπεκατσίνι, μπούφος ή βύας ο γνήσιος, μυγοφάγος ή μυγοχάφτης, μυρμηγκοφάγος ή στραβολαίμης (είναι η γλωτίς των αρχαίων Ελλήνων), νυχτοπούλι, νυχτοκόρακας, ξυλόκοτα, ξεφτέρι, ορτύκι, παπαδίτσα, πέρδικα, περιστέρι ή πιτσούνι (περιστέρι του δάσους- δεκαχτούρα- αγριοπερίστερο), πετροκλής, ποντικοβαρβακίνα, πυρρούλας, πρασινοφυλλοσκόπος, σαΐνι, σπίνος, σπιτζαετός, σιταρήθρα, σιταροκούρουνο, σκαθαράκι, σουσουράδα (σταχτοσουσουράδα- κιτρινοσουσουράδα), σπουργίτης (δεντροσπουργίτης- σπιτοσπουργίτης- χωραφοσπουργίτης), στραβομύτης, σκουρόβλαχος, συκοφάγος, σχοινοπούλι, τσαρτσάρα, τουρκοσκαθαράκι, τουρλί, τρυγόνι στρεπτοπήλα η κοινή (διερχόμενο), τσαλαπετεινός (έποψ ο κοινός), τσώνος, τσίχλα, τσίφτης, τσικλητάρα, τσοπανάκος, τρωγλοδύτης, τρυποφράκτης, τσώνι, υφαντής, φιδαετός, φάσσα, φασσοπερίστερο, φλώρος, χαμοκελάδα, χοντρομύτης, χαβαρόνι, χουχουλόγιωργας, χουχουρίστης, χουρχούρα, χελιδόνι (αγριοχελίδονο- βραχοχελίδονο ή χελιδόνι της όχθης ή χελιδών η οχθόφιλος- πετροχελίδονο), ψαλιδάρης, ψευτόρτυγας, ψευταηδόνι και ψαρόνι (σβορίτζι).
Ερπετά: Φίδια (ασπρόφιδο, αστρίτης, αστριτοχιά, βεργολάζα, δεντρογαλιά, κονάκι, νερόφιδο, οχιά, προβατόφιδο, σαΐτα, σαπίτης, σπιτόφιδο, τυφλίτης, ψευτόφιδο), σαλίγκαρος (γυμνοσαλίγκαρος- σφαλίκι- μακουλάρι- μελανόστομο- ορτένσια- πιζάνα και φουλίκα), σαρανταποδαρούσα, σκουλήκια, σκουληκαντέρα, πολλά είδη κάμπιας, σαύρες (γουστερίτσα- σκουρτσέκλα- γαϊδουροκουσκούρα- κωλοσαρλίκα- κουσκούρα), κωλοσαφράς, μολυντήρι και χελώνα.
Έντομα: Αβαδέος, ακάρι, ακρίδα, αλογάκι του Άγιου ή του Θεού, αράχνη ή σφαλάγγι (καταγραμμένα περίπου 17 είδη), βουρδούλι, βρωμούσα, γκαβαλοπνίχτης, γρύλλος, κατσαρίδα, κλίτσικας, κοριός, κοτόψειρα, κουνούπι (ασπροκούνουπο, δεντροκούνουπο, λιβελούλα , μαυροκούνουπο, σκνίπα, στούκας, ), κρεμμυδοφάγος, κυνηγός, λαμπρίτσα (παπαδίτσα), μέλισσα (μέλισσα η ήμερη, αγριομέλισσα), μυρμήγκια (μαυρομέρμηγκας- μελιγκόνι- πιτσιγκόνι- τούρκος ή τουρκομέρμηγκας), μαραθόκαμπια, μελίγκρα, μπουμπούγερας, μύγες (μύγα η κοινή- σκουληκόμυγα- χρυσόμυγα- αλογόμυγα- βάρα ή μουργέλα - γαϊδουρόμυγα- χωραφόμυγα- νερόμυγα), πεταλούδα (πλήθος ειδών), πρασινόκαμπια, πυγολαμπίδα (κωλοφωτιά), ρινόκερος, σαράκι, σέρσεγκας ή σκούρκος, σκαραβαίος, σκουλήκια (σιδεροσκούληκο- σκουληκαντέρα- ασπροσκούληκο- βελανοσκούληκο ή σκουλήκι του βελανιδιού- κερατοσκούληκο- κουφοσκούληκο- μαυροσκούληκο- νεκροσκούληκο- σκατοσκούληκο), σκαθάρι, σκατόβουρλος, σκόρος, σκορπιός, σφήκες (σφήκα- χωματόσφηκα), τζίτζικας δύο είδη, τσιμπούρι, ψαλλίδα, ψαράκι, ψείρα και ψύλλος.
Ζώα του νερού: Βάτραχος, (βούζα- μπάκακας), βδέλλα, κάβουρας, λεβίθα, νερόφιδο, νεροσκούληκο, ψάρι και χέλι.
Σπουδαιότατο ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων κατείχε η άγρια πανίδα, της οποίας η προστασία ήταν κύριο μέλημα στους αρχαίους χρόνους, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στο χαρακτήρα της θεάς Αρτέμιδος όσο και τους κανονισμούς της θήρας μέσω θρησκευτικών κανονισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη θήρα όχι μόνο ωφέλιμη, αλλά και αξιέπαινη δραστηριότητα για τον άνθρωπο, καθώς αποτελεί μέσο διαπαιδαγώγησης, σωματικής και πνευματικής εξάσκησης, δοκιμής ικανοτήτων και σύμβολο ελευθερίας. Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.), στο έργο του «Κυνηγετικός» αναδεικνύει τη θήρα στο πιο άριστο μέσο διαπαιδαγώγησης και εκγύμνασης των νέων. Θεωρεί τη θήρα απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη, καθώς είναι ωφέλιμη για το άτομο επειδή σκληραγωγεί το σώμα και οξύνει τις αισθήσεις και το πνεύμα.
Η πανίδα του δρυοδάσους της Κάπελης είναι εξαιρετική αλλά όχι και μοναδική. Ο αριθμός των ενδημικών ειδών, δεν είναι τόσο μεγάλος όπως στα φυτά, και αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τις ανώτερες κατηγορίες ταξινόμησης. Έτσι ακόμα πολλά είδη έχουν εξαφανισθεί, από την πανίδα της Κάπελης ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όμως είναι δυνατό να αναβιώσουν, με εισαγωγή ατόμων από άλλες περιοχές, εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για είδη ενδημικά.
Η υποβάθμιση και η συρρίκνωση της Κάπελης, από την ανεξέλεγκτη επέμβαση του ανθρώπου, όπως πυρκαγιές, εκχερσώσεις (όργωμα και φρεζάρισμα με γεωργικούς ελκυστήρες), υλοτομία, φυτοφάρμακα, δολώματα, δηλητήρια, τροχαία ατυχήματα, μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες, παγίδες, επικήρυξη διαφόρων ζώων και πτηνών, που κατά καιρούς κρίθηκαν επιζήμια στην γεωργία και κτηνοτροφία και ή θήρα γενικά, οδήγησαν και οδηγούν, πολύ γρήγορα τους πληθυσμούς της πανίδας της, σε κατακόρυφη μείωση, πέρα από τ’ ανεκτά όρια αναγέννησής της. Οι κίνδυνοι που απειλούν την πανίδα της Κάπελης, νομίζω ότι έχουν τις ίδιες ομοιότητες, μ’ εκείνους που επηρεάζουν την πανίδα των υπόλοιπων δασών της χώρας μας.
Ένα άλλο μεγάλο και άλυτο πρόβλημα είναι ότι καθημερινά σ’ όλο τον κόσμο σημειώνονται χιλιάδες θάνατοι ζώων από τροχοφόρα οχήματα, με θύματα ήμερα και άγρια ζώα της ελληνικής πανίδας, από τα οποία πολύ ελάχιστα καταγράφονται και δημοσιοποιούνται ενώ μάλιστα αποτελούν σημαντική αιτία θνησιμότητας για κάποια είδη, σοβαρή απειλή για την επιβίωση άλλων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και σοβαρότατο κίνδυνο για την ασφάλεια των οδηγών.
Ο σύλλογος Ωλονός ευαισθητοποιημένος από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πανίδα του τόπου μας, ασχολείται και ενδιαφέρεται για τη προστασία της χερσαίας άγριας πανίδας. Ως σύλλογος προστασίας της φύσης, ενδιαφερόμαστε πρωτίστως να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά των (άγριων) ζώων και πως αυτή σχετίζεται με συνεχή θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα.
Για αυτό τον λόγο προτείνουμε να δημιουργηθεί ένας φορέας, που να λειτουργεί σαν Περιφερειακό Παρατηρητήριο Τροχαίων Ατυχημάτων και παράνομων θηρευτών της άγριας πανίδας και να συνεργασθεί με ειδικούς επιστήμονες, ώστε να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία και να εκπονήσει δράσεις και προγράμματα για την ασφαλή προστασία και προφύλαξη της άγριας πανίδας.
Η πολιτεία τελευταία άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της πανίδας της περιοχής και πριν ένα χρόνο περίπου ίδρυσε μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής αποτελούμενο από μια έκταση περίπου από 22.000 στρεμμάτων περιοχής Φολόης και Λαμπείας, που δημοσιεύθηκε και στην Εφημερίδα της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ο σύλλογος Ωλονός, με επιστολή του τότε, χαιρέτισε και συνεχάρη για αυτήν την απόφαση της Κυβέρνησης. Ακόμη ο σύλλογος μας, στη δημόσια διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με θέμα την ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ του ΔΡΥΟΔΑΣΟΥΣ ΦΟΛΟΗΣ, με αφορμή την ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ, πρότεινε να δημιουργηθεί καταφύγιο στην Κάπελη, για τον Σκίουρο (Sciurus) ή βερβερίτσα , που είναι το κοινό όνομα μικρού θηλαστικού της οικογένειας Σκιουρίδες. Το δρυοδάσος πριν από λίγα χρόνια φιλοξενούσε έναν τεράστιο αριθμό σκίουρων και αποτελούσε μια πολύτιμη φυσική κληρονομιά που ανήκε στον τόπο μας. Η πρότασή μας, είναι το δρυοδάσος, να χαρακτηρισθεί καταφύγιο προστασίας άγριας πανίδας, δηλαδή βιότοπος, με την εκπόνηση κατάλληλων μελετών όσον αφορά την προστασία, διαβίωση και αναπαραγωγή του Σκίουρου (Sciurus) ή βερβερίτσα, ενός φιλικού που απειλείται με εξαφάνιση και πρέπει με την παρουσία του να συμβάλλει στο οικοσύστημα, και να κοσμεί το υπέροχο δάσος μας. Και τέλος θα μπορούσε να δημιουργηθεί χώρος επιστημονικών ερευνών, για τον Σκίουρο, ο οποίος προτείνουμε να είναι ανοικτός επισκέψιμος χώρος για ερευνητές επιστήμονες, βιολόγους, σχολεία, συλλόγους, φορείς κ.λπ.
Τετάρτη 16 Απριλίου 2014
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΛΘΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΛΙΤΣΑ
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΛΘΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΚΑΛΙΤΣΑ;
Η Αμαλιάδα μέχρι το 1842 αποτελούταν από δυο διαφορετικούς οικισμούς, που διαχωρίζονταν με φυσικό όριο τον χείμαρρο Σοχιά. Βορειανατολικά της Σοχιάς επεκτεινόταν ο οικισμός Καλίτζα και νοτιοδυτικά ο οικισμός Ντερμπίς- Τσελεπξή ή Ντερβίς- Τζελεμπή. Με Βασιλικό Διάταγμα που προκάλεσαν οι κάτοικοι την 1/7/1842 τα δυο χωριά μετονομάζονται σε Αμαλιάς. Την 18/11/1885 με το (ΦΕΚ 98/18/11/1985) εγκρίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο διάνοιξης δρόμου που θα ένωνε τις αγορές των κωμοπόλεων Ντερβίς Τζελεμπή και Καλίτζα και ταυτόχρονα τότε αναγνωρίζεται ως επίσημη ονομασία το όνομα “Αμαλιάς”. Ο νοτιοδυτικός οικισμός Ντερβίς- Τσελεμπή, καθώς ενδείκνυται μάλλον πρέπει να προήλθε κατά την τουρκοκρατία από τούρκο αξιωματούχο και κτήτορα, του εν λόγω οικισμού.
Το τοπωνύμιο Καλίντζα ή Καλίτζα ή Καλίτσα συμπεριλαμβάνεται στον στατιστικό πίνακα του Max Vasmer «Die Slaven in Griechenland», Berlin, 1941. Όμως όσον αφορά η ονομασία Καλίτσα, δεν δείχνει να προέρχεται από μεσαιωνική ορολογία που σημαίνει «γυμνός τόπος », αφού δεν μνημονεύεται από καμιά ιστορική πηγή, ούτε από το «Χρονικό του Μορέως». Από ότι γνωρίζουμε για πρώτη φορά μνημονεύεται στην απογραφή του Ιταλού προβλεπτή Γκριμάνι το έτος 1700, αποτελούμενο από 46 οικογένειες με πληθυσμό 151 κατοίκους. Κατά την απογραφή καταγράφεται ως «Colizza» και όχι σαν Καλίτσα.
Όμως κατά καιρούς, έχουν γραφεί πάρα πολλά, περί της προέλευσης του με διαφορετικές απόψεις περί του ονόματος Καλίτσα. Κατά τις διάφορες καταγραφές που πραγματοποιήθηκαν στην περίοδο της ενετοκρατίας και τουρκοκρατίας στον Μοριά, καταγράφηκε ένας σημαντικότατος αριθμός οικισμών με κατάληξη -ιτσα. Μετά την παλιγγενεσία, παρέμειναν σχεδόν όλοι εγκαταλελειμμένοι και μη οικισμοί με τα παλιά τους ονόματα. Συν το χρόνο και σταδιακά οι αρχές με διάφορα διατάγματα μετονόμασαν, τους οικισμούς δίνοντας σ’ αυτούς ελληνικά ονόματα. Μεταξύ αυτών έχουν ένας πολύ μικρός αριθμός έχει ακόμα παραμείνει με το παλιό όνομα, όπως Καστάνιτσα, Κερασίτσα, Μαρίτσα, Πολίτσα, Στεμνίτσα, Χαλαντρίτσα, κ.λπ. Επίσης στην Μεσσηνία κοντά στο χωριό Σιδηρόκαστρο υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Καλίτσαινα.
Κάποιοι υιοθετούν, ότι ίσως τ’ όνομα να προήλθε από διαφόρους οικιστές ή κατοίκους, όπως κατά καιρούς σε διάφορα πονήματα, απαντάμε ότι προήλθε από κάποιον τούρκο πασά ονομαζόμενο Καλίτσα και άλλοι υποστηρίζουν ότι προήλθε από κάποια κάτοικο με όνομα Καλή- Καλίστα, ενώ κυκλοφορεί ακόμη μια εκδοχή ότι στον Αγιώργη λόγω της υψομετρικής διαφοράς από το Ντερβίς Τζελεμπή, ίσως να υπήρχε κάποια μικρή σκάλα, όπου λεγόταν σκαλίτσα και ίσως με το χρόνο να μετονομάσθηκε σε Καλίτσα.
Στο βιβλίο του Αν. Γ. Τρουλλού «Τα τραγούδια της Αποκριάς και της Κούνιας», σελ 13, Κυκλαδονήσια 1982, αναφέρεται μια κυρία Καλλίτσα Χρύσου- Τριανταφύλλου, όπου της τραγουδούσαν το εξής τραγουδάκι:
«Καλλίτσα είσαι σέμνωμα
κι ο κόσμος σε θαυμάζει
η φύση όλη η κοινή
αστέρα σ’ ονομάζει…»
Σ’ ένα δημοτικό μας τραγούδι, αναφέρεται και η Καλίτσα, που μάλλον όπως φαίνεται πρέπει να είναι η αγαπητικιά (η καλή του).
Eβράδυν, παλιοβράδυν κι ο ήλιος έδυσεν
κι ο ώρηος ο Γιαννάκος πάει στο ’ξύβουνο
στο ’ξύβουνο οπίσω έν’ ένα πεγάδ’,
εκεί έν’ ο Γιαννάκος, αχ Γιαννάκο μου
δεμένος σκοτωμένος κι αναγνώριστος.
Γιαννάκο μ’ να ’χες μάνα, να ’χες κι αδελφή,
να ’χες κι έναν καλίτσα και να σ’ έκλαιγε.
Έχω και καλομάνα, έχω κι αδελφή
έχω και μιαν καλίτσα, ’φάνην κι έρχεται,
με δυο παιδιά στο χέρι κι άλλο στην ποδιά,
με δυο μαύρα μαχαίρια συχνοδέρνεται.
Δε στο ’λεγα Γιαννάκο μ’, αχ Γιαννάκο μου,
στον πόλεμο μη βγαίνεις και μην πολεμάς
ο Τούρκος πονηρός έν’ και σκοτώνει σε,
τη νύχτα πολεμάει και σκορπίζει σε.
Χίλιους Τούρκους εσκότωσα για το Χριστό
και άλλους πεντακόσιους για την Παναγιά.
Εμέν οι Τούρκοι κούμπωσαν και πιάσαν με,
ολημερίς με δέρνουν κι αναστάζουν με,
τη νύχτα με πετάζουν στα κρύα νερά.
Εκόψαν τα βραχιόνια τ’ ως τον κόμπου* τους,
εκόψαν τα ποδάρια τ’ ως τα γόνατα.
*κόμπου: αγκώνα
Στην διάλεκτο των Ελλήνων της Ουκρανίας, ένα παραδοσιακό τραγούδι αναφέρει την Καλίτσα.
Ναι, Κουσταντίνους εν μικρός,
Ναι, μικρός Κουσταντίνους
Εν μισή ντουνιά, μισή χρονιά.
Ηρεύς να φάει,
Ωχ, ηρεύς αρνιά και πρόβατα,
Δεκαοχτώ σουνάρια.
Ωχ, ηρεύς αλάφια γιουμουστά,
Τ' αλάφια γιουμουσμένα.
Ρε, γω κλέγου την καλίτσα μου,
την μυριαγουρασμένη.
Ρε, σίλια δώκα την, πήρα την,
σίλια δώκα τα’ είπην.
Πράτην τη μαρέα, αγώρασα την.
Ρε, του μάτι τουτς, του φρύδι τουτς
ν Καράβια ν’ αγουράζει.
Από το γλωσσικό ιδίωμα των Δαρνακοχωρίων περιοχή των Σερρών βρίσκουμε την λέξη Καλίτσα που σημαίνει Κρασοκανάτα. Οι Δρακονοχωρίτες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο χρησιμοποιούν λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ατόφιες ή ελαφρά παραφθαρμένες. Πρέπει να τονίσουμε ότι δέχτηκαν και τουρκικές και σλαβικές και βουλγάρικες επιδράσεις. Επίσης στο γλωσσάρι της Θάσου, καλίτσα σημαίνει πήλινο μεγάλο βάζο.
Στο Άγιο Όρος υπάρχει τοποθεσία Καλίτσα. επίσης και στον Δήμο Μεδέωνος στην Κατούνα του Ξηρομερίου υπάρχει κι εκεί τοποθεσία πάλι με το όνομα Καλίτσα. Ενώ και στην λίμνη Αμβρακία υπάρχει κι εκεί τοποθεσία Καλίτσα. Στο Κέηπ-Τάουν της Νότιας Αφρικής υπάρχει μια πόλη με τ’ όνομα Καλίτσα, όπου είναι το κέντρο μιας τενεκεδούπολης και απέχει περίπου σαράντα χιλιόμετρα από το Κέηπ- Τάουν.
Ακόμη με την ονομασία Καλίτσα, είναι ένα νοστιμότατο αγριόχορτο στην Κρήτη, η περιβόητη καλίτσα της θάλασσας ή αμάραντο.
Πλήθος Σλάβικων οικισμών και τοποθεσιών, έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους, σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, όπου ακόμη και σήμερα αναφέρονται με εξαίρεση αρκετών οικισμών που με διάφορα διατάγματα, μετά την παλιγγενεσία έχουν μετονομασθεί, λαμβάνοντας καθαρά Ελληνικά ονόματα. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια μετά την μετονομασία όμως ακόμη και σήμερα αναφέρονται τα παλιά ονόματά τους.
Θ’ αναφερθώ σε μέρος ονομασιών με κατάληξη -ιτσα
Αρκετοί οικισμοί της Πελοποννήσου κατά τις καταγραφές που πραγματοποιήθηκαν πριν την επανάσταση του 1821 είχαν τότε κατάληξη του ονόματός τους σε –ιτσα.
Αβολάνιτσα (Ηλεία), Αραγωνίτσα (Αχαΐα), Αγορελίτσα (Μεσσηνία), Αγουλινίτσα (Ηλεία), Αλβάνιτσα (Ηλείας), Απιδίτσα (Αρκαδία), Αρβίτσα, (Αρκαδία), Αρτίτσα, (Ηλεία), Βαλτίνιτσα (Αχαΐα), Βερβίτσα, (Αρκαδία), Βερνίτσα (Μεσσηνία), Βοστίτσα (Αχαΐα), Γάρδιτσα (Ηλεία), Γιάννιτσα (Λακωνία), Γλανιτσά (Αρκαδία), Γουμενίτσα (Αχαΐα), Γρανίτσα (Αρκαδία), Γριβιτσά (Μεσσηνία), Δάρβιτσα (Αρκαδία), Δίμνιτσα (Αχαΐα), Δούνιτσα (Αχαΐα), Ζερμπίτσια (Μεσσηνία), Ζερνοβίτσα (Αρκαδία), Καλίτσα (Ηλεία), Καμενίτσα (Αρκαδία), Καρίτσα (Λακωνία), Καστάνιτσα (Αρκαδία), Κερασίτσα (Αρκαδία), Κερνίτσα (Αρκαδία), Κονιδίτσα (Αρκαδία), Κοπάνιτσα (Ηλεία), Κοτίτσα (Λακωνία), Κουκουβίτσα (Ηλεία), Κουστενίτσα (Αρκαδία), Λαμπίστα (Κορινθία), Λέβιτσα (Ηλεία), Λεστένιτσα (Ηλεία), Λιγουδίτσα (Μεσσηνία), Άνω και Κάτω Λουκάβιτσα (Ηλεία), Λουμπίστα (Αχαΐα), Μαλτίτσα (Λακωνία), Μαρίτσα (Αχαΐας), Μηλίτσα (Μάνη), Μοστενίτσα (Ηλεία), Μοφκίτσα (Ηλεία), Μπαρμπίτσα (Αρκαδία), Μπαρτίτσα (Αρκαδία), Μπουκάβιτσα (Ηλεία), Μπρίτσα (Μιστράς), Νεμνίτσα (Αρκαδία), Νίβιτσα (Ηλεία), Ντάμιτζα ή Ντάμιζα (Δάφνη Ήλιδας), Ντίριτσα ή Ντόριζα (Αρκαδία), Πάνιτσα (Αρκαδία), Πατερίτσα, (βουνό ανατολικά της Βυτίνας), Παύλιτσα (Ηλεία), Πιπερίτσα, (Μεσσηνία), Πιτίτσα (Αχαΐα), Πλατανίτσα (Ηλεία), Πολίτσα (Ηλεία), Πολοβίτσα (Μιστράς), Ποροβίτσα (Αχαΐα), Πουλίτσα, (Κορινθία), Πρινίτσα (Ηλεία), Προστοβίτσα (Αχαΐα), Σέλιτσα (Μάνη), Σκλάβιτσα, Στεμνίτσα (Αρκαδία), Τοπόριτσα (Αρκαδία), Τριπολιτσά ή Ταραμπολίτσα (Αρκαδία), Τσερνίτσα (Μιστράς), Χαλανδρίτσα (Αχαΐα).
Επίσης πλήθος από τοποθεσίες ανά την Ηλεία κατέγραψα με κατάληξη (-ιτσα):
Δαγκωνίτσα, Λιμνίτσα (Άσπρα Σπίτια Ολυμπίας), Αμπελίτσα, Ζαχαρίτσα, Καστανίτσα (Αντρώνι Λασιώνος), Ρενίτσα (Αρβανίτη Ώλενας), Βουρλίτσα (Βούναργο), Φτωλίτσα (Γούμερο Πέρσαινα Άγναντα), Αγραπιδίτσα (Δουνέϊκα) Τρικοκίτσα (Ηράκλεια) Κουκουναρίτσα, Ροβίτσα, (Καράτουλα) Ντρίτσα, Τρικοκίτσα (Κρυόβρυση), Ρενίτσα (Πελόπιο Ρετεντού), Κοζίτσα (Κρέστενα), Λιαρίτσα (Λαντζόι), Γλυνίτσα (Λιναριά), Σπορίτσα (Νεμούτα), Μπαρμπανίτσα, Κοπρίτσα (Ορεινή), Λακοβίτσα (Πόθου), Μουρίτσα (Πλάτανος), Σπηλίτσα (Στόμιο), Σχαρλίτσα, Κορίτσα, Παναγίτσα, Τρικοκίτσα (Τσίπιανα), Αγριλίτσα (Τραγανό), Πατουλίτσα (Φλώκα), Πλατανίτσα (Χαριά), Γουβίτσα, Σπηλίτσα (Ώλενα), Κριθαρίτσα (Πράσινο), Κόβιτσα (Πλουτοχώρι), Λέβιτσα (Χελιδόνι), Γουβίτσα (Αρχαία Ολυμπία), Βονίτσα (Αχλαδινή), Καπελίτσα, Λιμνίτσα (Κούμανι, Οινόη), Καλαμποκίτσα (Μουριά), Κόβιτσα (Πλουτοχώρι), Παναγίτσα (Σιμόπουλο), Ορνίτσα Γρανίτσα (Άγναντα), Ανδρίτσα (Οινόη).
Γυναικεία Ονόματα με χαϊδευτική κατάληξη σε –ίτσα:
Συνήθως σήμερα οι σύγχρονες γυναίκες, κόβουν και ράβουν τα κύρια ονόματά τους και πέραν από τα ξενόφερτα που έχουν προσαρμόσει στα δικά τους και ιδίως των παιδιών τους και σύμφωνα με μια αντίληψη που επικρατεί έχουν μετατρέψει αρκετά με κατάληξη σε -ιτσα, όπως σε Γίτσα, Κικίτσα, Λίτσα, Μίτσα, Νίτσα, Πίτσα, Ρίτσα, κ.ο.κ.
Γεωργία- Γιωργίτσα, Γιαννούλα- Γιαννίτσα, Ζωή- Ζωΐτσα, Καλλιόπη Καλιοπίτσα, Μαρία- Μαρίτσα, Νικολέτα- Νικολίτσα, Φιλιώ- Φιλίτσα, Χαραλαμπία- Χαρλαμπίτσα ή Χαρλαμίτσα, ή Λαμπίτσα, Χριστίνα- Χριστίτσα κ.ο.κ.
Λέξεις:
Η κατάληξη λέξεων σε -ίτσα, στην καθημερινότητα υποδουλώνει θηλυκό όνομα κάτι που σημαίνει το μικρότερο, το αγαπητό, το χαϊδεμένο, το ωραίο κ.λπ.. Μερικές λέξεις προερχόμενες από ονόματα θηλυκού γένους, ακόμη και σήμερα δίνουν ως κατάληξη το -ίτσα, όπως: αγελάδα- αγελαδίτσα, βρύση- βρυσίτσα, ελιά- ελίτσα, καμάρα- καμαρίτσα, κλάρα- κλαρίτσα, κοπέλα- κοπελίτσα, μηλιά- μηλίτσα, σκύλα- σκυλίτσα, φωνή- φωνίτσα, αυγή- αυγίτσα, βόλτα- βολτίτσα, φωλιά- φωλίτσα, γωνιά- γωνίτσα, δουλειά- δουλίτσα, μπόρα- μπορίτσα, ουρά- ουρίτσα, αγκαλιά- αγκαλίτσα, στάμνα- σταμνίτσα, γκόμενα- γκομενίτσα, μπύρα- μπυρίτσα, κοιλιά- κοιλίτσα, κ.ο.κ.
Επίσης συνέλεξα μερικές λέξεις με κατάληξη σε –ιτσα, που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στην καθομιλουμένη γλώσσα.
Αβαρίτσα, η = η μικροζημιά.
Αγκλίτσα, Γκλίτσα, η = η ποιμενική ράβδος μακριά και κυρτή στο άνω μέρος.
Ακουνίτσα, η = το καπάκι του βαγενιού.
Αντερίτσα, ανταρίτσα, η = μικρό συννεφάκι, σε κορυφογραμμή.
Αρμίτσα, η = ο τραχανάς με άρμη.
Βαλίτσα, η = ο ταξιδιωτικός σάκος.
Βερβερίτσα, η = είδος σκίουρου που ζει ιδίως στην ημιορεινή Πελοπόννησο.
Βίτσα, η = μικρή ξύλινη βέργα.
Γλίτσα, η = λιπαρός ρύπος.
Γουρουνίτσα, η = παλιό παιδικό παιχνίδι που παίζονταν με ραβδιά και γαλοκούτι.
Εδαΐτσα = εκεί.
Κακαρίτσα, η = η κοπριά των γιδοπροβάτων.
Καλαμίτσα, η = το έντομο Γρύλλος ο αγροτικός.
Καντυλίτσα, η = ναυτικός κόμπος.
Καπινίτσα, η = τρύπα πίσω από το τζάκι ή από θερμάστρα ξύλου, χρησιμοποιείται με σκοπό να αερίζει την φωτιά για δημιουργείται αγωγός και να φεύγει ο καπνός από τον χώρο.
Καρίτσα, η = η ακοινώνητη, η αγροίκα.
Καρφίτσα, η = μακριά βελόνα με διακοσμητική κεφαλή, χρησιμοποιουμένη κυρίως από γυναίκες.
Κοκινοσκουφίτσα, η = ηρωίδα παιδικών παραμυθιών.
Κολιάνιτσα, η = η ποδάγρα, η παραλυσία των γλουτών (πάθηση των ποδιών).
Κολοπετινίτσα, η = ανήθικη γυναίκα.
Κομπλίτσα, η = ξύλινο ποιμενικό αγγείο για γάλα.
Κόπιτσα, η = διπλό κουμπί.
Λαμπρίτσα, η = κοιν. ονομ. εντόμων της οικογένειας των κοκκινελιδών.
Λιαγουρδίτσα, η = προσωνύμιο γυναίκας που φέρει αιμαγγείωμα στο πρόσωπο.
Ματαρίτσα, η = μάλλινο υφαντό σκέπασμα.
Μουσίτσα, η = η σκνίπα του κρασιού, (ιδιωμ.) η γυναίκα που ανακατεύεται παντού, η κουτσομπόλα.
Μουχρίτσα, η = είδος αγριόχορτου, ζιζάνιο καλλιεργειών.
Μπαρδαβίτσα, η = κρεατοελιά χεριού.
Μπελενίτσα, η = το ξερό, σκληρό και γλινώδες έδαφος.
Μπελεχρίτσα, η = η κουτσομπόλα γυναίκα.
Μπίτσα, η = το δασοφυτρωμένο.
Ορθομηλίτσα, η = παλιό παιδικό παχνίδι.
Παπαδίτσα, η = το πτηνό (Carduelis carduelis).
Παπίτσα, η = το παλιό σίδερο για σιδέρωμα ρούχων. Η χρήση του γινόταν με κάρβουνα.
Πατερίτσα, η = βακτηρία με κορυφή σχήματος ( Τ ), στην οποία στηρίζονται δια της μασχάλης οι χωλοί, το δεκανίκι, είδος καρχαριών του γένους Ζύγαινα.
Πατουλίτσα, η = μικρός φράχτης, πιθανώς σχηματισμένος από ακανθώδεις θάμνους.
Πίτσα, η = (ιταλ.) έτοιμο φαγητό από ζύμη και αλλαντικά.
Ποταμίτσα, η = το μικρόσωμο πουλί (υπολαΐς).
Σαμαρνίτσα, η = η κούνια.
Τετεντίτσα, η = το πτηνό σουσουράδα.
Τρίτσα ή Ντρίτσα, η = ψάθινο καπέλο, το παιχνίδι τρίλιζα.
Τσερλίτσα, η = λιγοστή αραιωμένη ακαθαρσία (διάρροια).
Τσίτσα, η = μικρό ξύλινο δοχείο νερού.
Λεξιλόγιο στην συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών πετροκτιστάδων:
Ζυγοβίτσα, η = το γάλα.
Αβαρίτσα, η = η Ανατολή, λίγο πριν βγει ο ήλιος.
Από την Ελληνική ιστορία αντλούμε την είδηση ότι τον Μάρτιο του 1804 ο Γιάννης Δεληγιάννης, πιεζόμενος από τους Τούρκους σχεδίαζε να σκοτώσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Για τον φόνο προσέλαβε τον Αλβανό Βελεμβίτσα, αλλά, όταν τον όρκιζε και του ανάφερε ότι έπρεπε να σκοτώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη, αυτός δεν δέχτηκε. Από το όνομα Βελεμβίτσα, διαπιστώνουμε ότι έχει κατάληξη σε –ιτσα, και προέρχεται από την αλβανική γλώσσα.
Στην συνοικία Καλίτσα της Αμαλιάδας, υπάρχει σήμερα οικογένεια με τ’ όνομα Κολίντζας. Ίσως θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στο γενεαλογικό δένδρο αυτής της οικογένειας μήπως, μας οδηγήσει στην προέλευση της ονομασίας, που κατά την απογραφή του Ιταλού προβλεπτή Γκριμάνι το έτος 1700, για πρώτη φορά καταγράφεται ως «Colizza» και όχι σαν Καλίτσα.
Πηγές:
(-«Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
-Καρνάρος Κ. Λεωνίδας, «Αμαλιάδα 1821-1914», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2002.
-«Οικιστικά Στοιχεία & Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας & Ελίσσας», Παναγιώτη Ανδριόπουλου, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας.
- Γριτσόπουλος Τάσος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
-«Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας», Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 1985.
-«Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787 – 1797)», Φελίξ Μπωζούρ, Παρίσι έτος VIII (1800), εκδόσεις Αφων Τολίδη Αθήνα 1974.
-Αν. Γ. Τρουλλού «Τα τραγούδια της Αποκριάς και της Κούνιας», σελ 13, Κυκλαδονήσια 1982.
- «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700 – 1800, Κυρ. Σιμόπουλου, ενάτη έκδοση, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001.
-Πρακτικά του έκτακτου Ηλειακού πνευματικού συμποσίου 2001, «Οικισμοί και τοπωνύμια στην Αμαλιάδα», Εύη Πάλλα- Χρονοπούλου, Αθήνα 2003.
- Κώστα Η. Μπίρη, «Οι Αρβανίτες- οι Δωριείς του νεωτέρου Ελληνισμού», εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1998.
-Ανδρέα Δ. Μπούτσικα, «Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία», Αθήνα 1994.
-Ανδρέα Δ. Μπούτσικα, «Σλάβοι και τοπωνύμια στην Ηλεία», απάντηση στο σλαβολόγο MAX VASMER, Αθήνα 1992).
-
Παρασκευή 11 Απριλίου 2014
ΠΟΙΟΣ ΕΦΑΓΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ;
Ένα ανέκδοτο περιστατικό που διαδραματίσθηκε περίπου πριν από διακόσια χρόνια με τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, σήμερα μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρο, όσο ποτέ άλλοτε.
Λέγεται ότι κατά την επανάσταση του 1821, κάποιος προεστός της επαρχίας Γορτυνίας, μαθαίνοντας ότι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οδεύει προς το χωριό του, θέλησε να τιμήσει τον Γέρο και τον κάλεσε στο κονάκι του με σκοπό να τον φιλοξενήσει. Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε και το δειλινό πήγε στο σπίτι του προύχοντα, που είχε ετοιμάσει φαγητό να δειπνήσουν. Στο τραπέζι ο προύχοντας του χωριού, κάλεσε και μερικούς φίλους του, συνευρεθούν και να συζητήσουν διάφορα θέματα.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, προτού η γυναίκα του προύχοντα μαζέψει το τραπέζι, κάποιος από την παρέα του θέλησε να μιλήσει στον Κολοκοτρώνη ιδιαιτέρως. Μετά από υπόδειξη του σπιτονοικοκύρη, πέρασαν στο διπλανό οντά (δωμάτιο) και κουβέντιασαν για λίγο. Μόλις τελείωσαν την ολιγόλεπτη συζήτησή τους, επέστρεψαν στο τραπέζι.
Ο Κολοκοτρώνης μόλις επέστρεψε στην σάλα, όπου ήταν η τραπεζαρία με τους καλεσμένους, πριν ακόμη κάτσει στο σκαμνί, έκπληκτος είδε ότι στο δικό του σαγάνι, είχαν τοποθετήσει όλα τα κόκαλα, από το κρέας που φάγανε όλοι μαζί. Εμφανές ήταν ότι τα σαγάνια, όλων όσων βρίσκονταν στο τραπέζι, ήταν τελείως άδεια, ενώ το δικό του παραδόξως, το μόνο με κόκαλα και μάλιστα γεμάτο.
Στη θέα αυτού του χουνεριού που του ετοιμάσανε, δεν σάστισε, παρά μόνο περίμενε κάποιον, μάλλον αυτόν τον σελέμη που σοφίστηκε αυτή την κουτοπονηριά, να τον τσιγκλήσει, για να δει την αντίδρασή του. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και στην τραπεζαρία μπήκε η σπιτονοικοκυρά, να μαζέψει τα σαγάνια και να προσφέρει ένα μπακλαβά για επιδόρπιο. Ο Κολοκοτρώνης παίρνει τον λόγο και της λέγει:
- Αφέντρα, δεν χρειάζεται, μην κάνεις τον κόπο για τίποτα άλλο, εξάλλου τυλωθήκαμε με το μπόλικο φαγητό που μας πρόσφερες.
Η νοικοκυρά έκανε πως δεν άκουσε, χαμογέλασε στον Γέρο και συνέχισε την δουλειά της. Καθώς μάζευε τα πιάτα, κάποιος από την παρέα πετάχτηκε με τσαλίμι και λέγει προς τον Γέρο:
- Νισάφ καπετάν Θοδωράκη, νισάφ! Άσε την αφέντρα να μας κεράσει κάτι τις, μην κάνεις κουμάντο στο σκεμπέ μας. Αλλά, από ότι βλέπω, του λόγου σου έφαγες το μπόλικο και τυλώθηκες.
- Από πού ωρέ πατριώτη, κατάλαβες ότι του λόγου μου, έφαγα το πλιότερο;
- Από τα κόκαλα καπετάνιο μου, από τα κόκαλα, από τι άλλο να το καταλάβω; Τήρα τα σαγάνια τα δικά μας, τήρα και του λόγου σου.
Κι ο Κολοκοτρώνης εύχαρος, με απόλυτη ηρεμία και νηφαλιότητα, δείχνοντας με τα χέρια του τα σαγάνια, απάντησε:
- Από ότι βλέπω ωρέ πατριώτη, εγώ έφαγα μόνο τον μεζέ, αλλά εσείς ούλοι, δεν φάγατε μόνο το ψαχνό του λόγου σας, τα ροκανίσατε ούλα, δεν αφήκατε ούτε κόκαλο για τα ζαγάρια».
Μετά από αυτή την απρόσμενη γι’ αυτούς εξέλιξη, όλοι οι παρευρισκόμενοι, έμειναν σύξυλοι και χωρίς να πούνε κουβέντα και άφησαν τον Γέρο, να συνεχίζει να τους διηγείται κάποια ανάλογη ιστορία.
Εξάλλου τι είδους απάντηση να του έδιναν; Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τους έβαλε στην θέση, έτσι όπως τους άξιζε.
Λεξιλόγιο:
Ζαγάρι, το = (τουρκ.) το κυνηγόσκυλο.
Κονάκι, το = (τουρκ.) η οικία, το σπίτι.
Σκεμπές, ο = η κοιλιά, το στομάχι.
Μπακλαβάς, ο = (τουρκ.) σιροπιαστό γλυκό ταψιού.
Μπόλικο, το = πολύ, αρκετό.
Σαγάνι, το = μεγάλο χαλκωματένιο πιάτο, η μικρό τηγάνι.
Σελέμης, ο = (τουρκ.) αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, κοιν. το παράσιτο.
Σκεμπές, ο =(τουρκ.) η κοιλιά, το στομάχι.
Τυλώθηκα, = χόρτασα.
Τσαλίμι, το = (τουρκ.) η επίδειξη, ο χαριεντισμός.
Χουνέρι, το = (τουρκ.) το πάθημα, η απάτη.
Συντάκτης Ηλίας Τουτούνης
Πέμπτη 3 Απριλίου 2014
Συντάχθηκε από τον Ηλία Τουτούνη
Το Χαμομήλι, ή Χαμοπούλα, (Marticaria Chamemilla) πήρε το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος που αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-370 π. Χ.), ο πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και φάρμακο κατά της υστερίας. Είναι μονοετής πόα της οικογένειας των Συνθέτων ή Κομποζίτων (δικοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία του είναι Chamomilla. Η πιο γνωστή ποικιλία του χαμομηλιού που φύεται και ευδοκιμεί στην Μεσόγειο και ιδίως στην Πελοπόννησο, είναι η Chamomilla recutita.
Έχει λεπτά φύλλα, δις ή τρις πτεροσχιδή, σε προμήκη τμήματα, τ’ άνθη του σχεδόν τριχοειδή σχηματίζουν μοναχικά κεφάλια, με ανθίδια λευκά γλωσσοειδή, σχηματισμένα γύρω από το κεντρικό κίτρινο στέλεχος του άνθους, κωνικό προεξέχοντα ταξιανθικό τους δίσκο, που είναι σχηματισμένος από πολύ μικρά σωληνοειδή άνθη. Το χαμομήλι έχει επίσης ονομαστεί «γιατρός των φυτών», γιατί όπου φύεται, το ριζικό του σύστημα βοηθάει όλα τ’ ασθενικά φυτά που φύονται μαζί του.
Είναι φυτό που φθάνει σε ύψος από 0,05 έως και 0,60 εκατοστά περίπου. Αποτελείται από πολυκλαδικό όρθιο και λείο βλαστό. Η άνθηση αρχίζει τον Απρίλιο και διαρκεί μέχρι και τον Ιούνιο. Από το φυτό συλλέγονται μόνον τ’ άνθη, όταν ανοίξουν καλά και πριν αρχίσουν να πέφτουν τα πέταλά των. Στην συνέχεια αποξηραίνονται σε σκιερό ή σκοτεινό μέρος και συσκευάζονται συνήθως αεροστεγώς για να διατηρηθούν όσο το δυνατόν πιο περισσότερο οι ουσίες που περιέχονται στα συλλεγόμενα άνθη. Μετά το πέρας
Το χαμομήλι έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στους οργανισμούς και βοηθά εναντίον διαφόρων παθήσεων. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες είναι γνωστές από την αρχαιότητα και βέβαια ο Ιπποκράτης ο πατέρας της Ιατρικής το θεωρούσε ως το πιο θαυματουργό βοτάνι για πολλές περιπτώσεις. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιείται ευρέως, οι επιστήμονες ερευνητές συνεχίζουν ν’ ανακαλύπτουν συνεχώς νέα στοιχεία σχετικά με τις ενεργές ουσίες και ιδιότητες που περιέχει, για την βοήθεια παρασκευής διαφόρων σκευασμάτων φαρμακευτικής και καλλυντικής χρήσης.
ΧΡΗΣΕΙΣ
Το κοινό χαμομήλι έχει αναγνωρισθεί επίσημα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σαν μια φυσική φυτική πηγή αρώματος στα τρόφιμα (κατηγορία Ν2). Η κατηγορία αυτή δείχνει πως το χαμομήλι δύναται μεν να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα τρόφιμα σε ορισμένες ποσότητες, αλλά υπάρχει πιθανότητα περιορισμού λόγω πιθανού ενεργού συστατικού στο τελικό προϊόν. Το χαμομήλι χρησιμοποιείται ευρέως σαν έγχυμα. Στις ΗΠΑ, το κοινό χαμομήλι θεωρείται GRAS, δηλαδή ως ασφαλές για την υγεία του ανθρώπου (GRAS= Generally Recognized As Safe).
Όσον αφορά στη χρήση του ως βοτάνου, το κοινό χαμομήλι αναφέρεται ότι έχει άφυσες, αντισπασμωδικές, ελαφρώς ηρεμιστικές, αντιφλεγμονώδεις, αντισηπτικές και αντικαταρροϊκές ιδιότητες. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις φουσκώματος στο στομάχι (τυμπανισμός), ναυτίας του ταξιδιώτη, ρινικής καταρροής (συνάχι), διάρροιας, κόπωσης, αιμορροΐδων, μαστίτιδας, ελκών στα πόδια και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις γαστρεντερικών ενοχλήσεων συνδυαζόμενες με νευρικότητα σε παιδιά .
Η μονογραφία Ε της Γερμανικής Επιτροπής ενέκρινε τη χρησιμοποίηση του χαμομηλιού για τη θεραπεία διαφόρων νοσημάτων όπως, γαστρεντερικών σπασμών, φλεγμονωδών ασθενειών του γαστρεντερικού συστήματος, φλεγμονών του δέρματος (εξωτερική επιφάνεια) και των βλεννωδών μεμβρανών καθώς και για την θεραπεία δερματικών ασθενειών που έχουν προκληθεί από διάφορα βακτήρια, συμπεριλαμβανομένων και της στοματικής κοιλότητας.
Επίσης ενέκρινε τη χρησιμοποίηση του χαμομηλιού σε φλεγμονές και ερεθισμούς της αναπνευστικής οδού (με εισπνοή) και των γενετικών οργάνων (λουτρά και πλύσεις).
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Έχει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο χαλαρωτικό ρόφημα. Καταπολεμά τους κυρίως πολλούς ιούς και χρησιμοποιείται συνήθως κατά του έλκους του στομάχου. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι η συνεχής χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς πάσχοντες από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι, για τον βήχα, για τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας (περιόδου) των γυναικών, για τον λαιμό και για την βραχνάδα.
Η πιο διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού είναι η ικανότητα του να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από τα έντονα προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση βοηθάει στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της οδοντοφυΐας.
Το τσάι από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες. Μειώνει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση με φάρμακα που χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει επιπρόσθετη αντιπηκτική δράση.
Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα. Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που παίρνουν αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι. Επίσης όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι για να καταπραϋνει ο πόνος.
Η γνώμη μας είναι ότι υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να διαλευκανθούν σχετικά με τις κλινικές θεραπευτικές ιδιότητες του χαμομηλιού. Σίγουρα φαρμακολογικές έρευνες και εμπειρικά δεδομένα υποστηρίζουν την ύπαρξη ευεργετικών για την υγεία δράσεων του χαμομηλιού.
Όμως δεν υπάρχουν σήμερα ικανοποιητικός αριθμός θεραπευτικών δοκιμών που να τεκμηριώνουν τελεσίδικα τη θέση του χαμομηλιού στο θεραπευτικό οπλοστάσιο και για αυτό χρειάζεται επιφύλαξη και προσοχή. Πιστεύουμε ότι στο μέλλον θα προκύψουν ενδιαφέροντα δεδομένα για βότανα που μας δώρισε η φύση όπως το χαμομήλι.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Το χαμομήλι είναι γνωστό για την καταπραϋντική του δράση σε ερεθισμένες επιδερμίδες ή σε σημεία με εκζέματα καθώς και για την ανακούφιση που προσφέρει όταν χρησιμοποιείται ως κομπρέσα.
Στο μπάνιο βάζουμε 300 γρ. χαμομήλι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό και το αφήνουμε για 15 λεπτά. Σουρώνουμε και ρίχνουμε το έγχυμα στο νερό του μπάνιου. Ξεκουράζει και ηρεμεί από το στρες.
Για φλεγμονές των οφθαλμών βρέχουμε βαμβάκι σε χλιαρό χαμομήλι και το τοποθετούμε για λίγη ώρα πάνω τους. Για τα μικρά παιδιά, κυρίως τα νήπια, όταν κρυώσουν βάζουμε λίγο χαμομήλι σε ελαιόλαδο και αλείφουμε το σώμα τους πριν κοιμηθούν. Εξ’ ου και η λαϊκή ρήση:
Χαμομήλι και λαδάκι
να κοιμάται το παιδάκι.
Στο δέρμα χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μολύνσεων και για τη φροντίδα ελκών. Επίσης βοηθά στη θεραπεία της μαστίτιδας. Επίσης χάρη στις καταπραϋντικές και βακτηριοκτόνους ιδιότητες του ανακουφίζει από το αντιαισθητικό «κριθαράκι» μετά από συνεχείς πλύσεις με αφέψημα χαμομηλιού. Όταν το αναμείξουμε με λάδι και ρίγανη, και το ζεστάνουμε στην φωτιά, κάνει για εντριβές, γιατί είναι πυρωτικό και ανακουφίζει τους πόνους.
Αν από την εποχή της εφηβείας σας ταλαιπωρείστε με την ακμή και τα σπυράκια, βράστε λίγο χαμομήλι, αφού καθαρίσετε καλά το πρόσωπό σας με νερό και σαπούνι, απλώνετε επάνω το χαμομήλι, χλιαρό. Αφήστε το για είκοσι λεπτά και μετά ξεπλύνετε καλά. Μπορείτε να το κάνετε κάθε δύο ημέρες, έως ότου δείτε αποτελέσματα.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
Ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου, απομόνωσαν από ούρα εθελοντών που έπιναν χαμομήλι για αρκετές εβδομάδες, ουσίες που δείχνουν ότι το χαμομήλι είναι χρήσιμο κατά του κρυολογήματος και κατά των μυϊκών σπασμών, που είναι υπεύθυνοι για τις κράμπες και τους πόνους της περιόδου.
Η πρώτη ουσία είναι το ιππουρικό οξύ που έχει τεράστια αντιφλεγμονώδη δράση. Η δεύτερη είναι η γλυκίνη που μειώνει κατά πολύ τους μυϊκούς σπασμούς.
Σημαντικό στα ευρήματα τους, είναι το γεγονός ότι οι δύο ωφέλιμες ενεργές ουσίες παρέμειναν ψηλές στο αίμα ακόμη και δύο εβδομάδες μετά που σταμάτησαν να πίνουν χαμομήλι. Αυτό δείχνει ότι το χαμομήλι μπορεί να έχει παρατεταμένη μακροχρόνια χρήσιμη δράση.
Επισημαίνεται ότι άτομα που είναι αλλεργικά στα φυτά γένους αμβροσία και στο χρυσάνθεμο, μπορεί να είναι αλλεργικά και στο χαμομήλι και για το λόγο αυτό πρέπει να το αποφεύγουν. Έχουν περιγραφεί περιπτώσεις έντονων αλλεργικών αντιδράσεων σε άτομα που έπιναν τσάι από χαμομήλι.
Επίσης το χαμομήλι μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση σιδήρου από το έντερο. Έτσι ασθενείς που πάσχουν από έλλειψη σιδήρου ή που παίρνουν σίδηρο πρέπει να ξέρουν για τη σχέση χαμομηλιού και απορρόφησης σιδήρου.
Το χαμομήλι μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα εξ επαφής, ιδιαίτερα αν κάνετε ηλιοθεραπεία σε υγρά λιβάδια χαμομηλιού.
ΠΑΡΕΜΦΕΡΗ ΕΙΔΗ
Ποικιλίες του χαμομηλιού καλλιεργούνται, γιατί το αφέψημά τους έχει καταπραϋντικές και θεραπευτικές ιδιότητες, στις τοπικές φλογώσεις. Τ’ άνθη επίσης θεωρούνται αντιπυρετικά, ευκοίλια, χολαγωγά, σιελογόνα, εμμηναγωγά, σπασμολυτικά, αντιαλλεργικά, επουλωτικά, καταπραϋντικά των νεύρων, αεραγωγά, ανθελμινθικά και ορεκτικά.
Εκτός από το χαμομήλι υπάρχουν και δύο άλλα φυτά, που χαρακτηρίζονται ως αγριοχαμομήλι. Πρόκειται για την πουλκιαρία τη δυσεντερική και την ανθεμίδα την κοτούλα, και τα δύο της οικογένειας των Συνθέτων. Το πρώτο είναι πόα με βλαστό ύψους 0,20- 0,60 εκ., όρθιο και χνουδωτό και φύλλα χνουδωτά επίσης ωοειδή και κυματιστά. Ο καρπός του είναι αχαίνιο τριχωτό. Τα φύλλα είναι αρωματικά, ελαφρά χνουδωτά, πολύ σχισμένα, αλλά με τμήματα κοντά τα περιφερειακά άνθη των κεφαλιών είναι λευκά, ενώ του δίσκου είναι σωληνοειδή κίτρινα. Περιέχει τις ίδιες φαρμακευτικές ουσίες του κοινού χαμομηλιού αν και στην ανθεμίδα είναι πιο άφθονες ή πικρές.
Φυτρώνει σε έλη και υγρούς τόπους όλης της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι πόα επίσης, με δυσάρεστο άρωμα. Έχει 0, 20- 0,50 εκ. ύψος, με διακλαδώσεις προς τα πάνω και καρπό αχαίνιο. Φυτρώνει σε χέρσα και καλλιεργούμενα χωράφια, σε όλη την Ελλάδα, Ευρώπη, Ασία, και Β. Αφρική.
Από τα κεφάλια και των δύο ειδών παρασκευάζουν αφεψήματα, ρευστά εκχυλίσματα, αποστάγματα όλα τα παρασκευάσματα έχουν κοινές ιδιότητες: καταπραϋντικές, αντισπαστικές και τονωτικές της πέψης, το απόσταγμα του έχει ιδιότητες θεραπευτικές επί των τοπικών φλογώσεων.
ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Το χαμομήλι ενισχύει το χρώμα των φυσικών ξανθών μαλλιών τους χωρίς την χρήση βλαβερών χημικών συστατικών, άμα τα λούσουμε (ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες) με αφέψημα χαμομηλιού. Συνιστάται κυρίως για την ομορφιά του προσώπου, για τα μαλλιά, τα μάτια και γενικά για όλο το σώμα. Το γνήσιο έλαιο χαμομηλιού είναι πολύ ακριβό και έχει βαθύ μπλε χρώμα.
Μπορούμε επίσης να φτιάξουμε πολύ εύκολα και ντεμακιγιάζ χρησιμοποιώντας 2 κουταλιές γάλα και 2 κουταλιές από αφέψημα χαμομηλιού και λίγη λιωμένη χλωρή καρυδόφλουδα με λάδι. Χρησιμοποιείται κανονικά σα γαλάκτωμα καθαρισμού, απλώνοντας το κατευθείαν στο πρόσωπο ή βάζοντας το σε βαμβάκι. Για τα πρησμένα κόκκινα μάτια σας ή αν υποφέρουμε από μαύρους κύκλους βουτάμε βαμβάκι σε αφέψημα χαμομηλιού και το τοποθετούμε στα μάτια για τουλάχιστον 10 λεπτά.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ευρέως το χαμομήλι για τις θεραπευτικές και καλλυντικές ιδιότητές του και αρκετές φορές το συνέδεσε με τελετές, προλήψεις, τραγούδια, και με διάφορες ιστορίες αγάπης κ.λπ.
Λέγεται όταν κόψεις ένα λουλούδι από χαμομήλι και έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου, πρέπει να μετρήσεις τα πέταλά του, αν τα πέταλα είναι ζυγός αριθμός, αυτό που επιθυμείς θα επιτευχθεί, αν είναι μονός δεν θα έχεις την ανάλογη επιτυχία.
ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
…Άγιε μου Γιώργη άρχοντα, πιστέ μου καβαλάρη
κάνε πάλι τα θάμα σου και μένανε μια χάρη.
Το που γιορτάζει η χάρη σου στα τέλη του Απρίλη
οπ’ ανθίζουν ούλα τα κλαριά και το χαμομήλι…
Η χριστιανική παράδοση έχει αφιερώσει το χαμομήλι στον Άγιο Γεώργιο, προφανώς γιατί ανθίζει κοντά στην γιορτή του (23 Απριλίου). Λέγεται παλιά στόλιζαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με λουλούδια από χαμομήλι, διότι το χαμομήλι είχε τα δυο χρώματα, το κίτρινο κεφάλι αντιπροσώπευε τις αρρώστιες και τα βάσανα και το λευκό πέταλο την ευτυχία. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ή της περιφοράς της εικόνας οι προσκυνητές έπαιρναν τα λουλούδια του χαμομηλιού από την εικόνα και τα τοποθετούσαν στο εικόνισμα της οικίας των για να προφυλάσσονται από τις ασθένειες. Όταν κάποιος νοσούσε από την οικογένεια, έφτιαχναν ιατρικά παρασκευάσματα μέσα έριχναν και λίγο διαβασμένο χαμομήλι για να πιάσει όπως λέγανε το γιατρικό.
Διάφορα τραγούδια:
…Κι αν με μισείς βρε πεθερά,
θα βράσω χαμομήλι
να σε ποτίζω αφέντρα μου,
να σου γελούν τα χείλη…
Οι πόνοι της καρδούλας μου,
μου έχουν γίνει χίλιοι.
Γιατρός δεν τους εγιάτρεψε,
μ’ ούτε το χαμομήλι.
…Το χαμομήλι πάλι άνθισε και ο τόπος μοσχοβολάει
κι ο δόλιος Γιώργης μόνος του στα ξένα τριγυρνάει…
Απ’ όλα τα λελουδικά
μ’ αρέσει το χαμομήλι
γιατί το έχω γιατρικό,
το έχω και για κειμήλι.
Τα χαμομήλια γεράσανε,
σαν τα παπιά μαδιούνται
και τα γλυκά ματάκια μου,
για σένα δεν κοιμούνται.
Η παπαρούνα και το χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μες σ’ ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Κώστας Ουράνης (VITA NUOVA)
Τετάρτη 2 Απριλίου 2014
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
του Ηλία Τουτούνη
ΛΑΟΓΡΑΦΟΥ - ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ "ΩΛΟΝΟΣ"
Ως τώρα η επίσημη ιστορία μας, καθώς φαίνεται, καταπιάστηκε μόνο με τα τρανά πρόσωπα και ως ακατάδεχτη περιφρόνησε και αγνόησε ουκ ολίγους απλούς και έντιμους λαϊκούς αγωνιστές. Όμως χρέος μας είναι να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, ν’ απονέμουμε τις πρέπουσες τιμές και σ’ αυτούς τους σεμνούς και αφανείς ήρωες.
Ένας από αυτούς, που ηθελημένα αγνοήθηκε, ήταν κι ο οπλαρχηγός Γιώργης Γιαννιάς και τα παλικάρια του, μια ομάδα ανθρώπων που προτίμησαν να δώσουν την ζωή τους για ν’ απολαμβάνουμε εμείς σήμερα τ’ αγαθά της ελευθερίας.
Οι μάχες στα στενά της Τζάχλης, της Πολίτζας αλλά και στου Κατσαρού της βόρειας ορεινής Ηλείας, δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα πολεμικά γεγονότα, παρά συνδέθηκαν άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης και με την απαρχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που σήμανε το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς.
Κατά την επιδρομή των Λαλαίων Τουρκαλβανών κατά της Πηνείας, της Κάπελης και των χωριών που βρίσκονται στα ριζοβούνια του Ωλονού, οι οπλαρχηγοί συσκέφθηκαν στις 16 Μαΐου 1821 και συναποφάσισαν να συνδράμουν όλοι για ν’ αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους εχθρούς. Τα χαράματα της επομένης οι Τουρκαλβανοί αποχωρώντας από τα Τσίπιανα, όπου είχαν διανυχτερεύσει, προσβάλουν τις θέσεις που κατείχε και αμύνονταν ο νεαρός κλεφτοκαπετάνιος Γιώργης Γιαννιάς. Oι οπλαρχηγοί της ευρύτερης περιοχής, για διαφόρους λόγους, όχι μόνο δεν συνέτρεξαν να βοηθήσουν τον Γιώργη Γιαννιά, αλλά στο τέλος αγνόησαν αυτή την σημαντικότατη μάχη που διεξήχθη αρχής γενομένης από την Τζάχλη, Πολίτζα και κατέληξε στη θέση Κατζαρού. Μετά την πανωλεθρία αυτή, νομίζω ότι για τους ίδιους λόγους και οι ιστορικοί εκείνης της εποχής, ηθελημένα αγνόησαν την θυσία του εικοσιπεντάχρονου οπλαρχηγού και δεν αφιέρωσαν ούτε μια σελίδα στις ιστορικές συγγραφές τους.
Υπήρξαν όμως και λίγες εξαιρέσεις με φειδωλά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν γι’ αυτήν την περιβόητη μάχη στον οικισμό Κατζαρού (του σημερινού δ.δ. Αντρωνίου), κατά καιρούς στ’ απομνημονεύματα διαφόρων αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον αγώνα του 1821, αλλά και από τους μετέπειτα ιστορικούς που κατέγραψαν τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση.
Αντίθετα η λαϊκή μούσα δεν υπάκουσε στις υπαγορεύσεις αυτών που πρόδωσαν τον νεαρό κλεφτοκαπετάνιο που δεν ήθελαν ν’ αναφέρεται ούτε καν τ’ όνομά του στις ιστορικές συγγραφές. Πλην όμως ένας άγνωστος τραγουδοποιός εκείνης της εποχής, απαλλαγμένος από τις θέσεις και τις βουλές των επωνύμων, μας παραθέτει αρκετά και σημαντικότατα στοιχεία, γύρω από τη διεξαγωγή της μάχης στην θέση Κατζαρού, μ’ ένα ωραίο αφηγηματικό και γλαφυρό τρόπο. Από αυτό το τραγούδι συμπεραίνουμε ότι, ο τραγουδοποιός θα πρέπει να ήταν ένας άριστος συνθέτης και καλός τραγουδιστής.
Για να προσεγγίσω τον Γιώργη Γιαννιά και την περιβόητη μάχη στου Κατζαρού Αντρωνίου διάλεξα το πιο μακροσκελέστατο τραγούδι, απ’ όλη την συλλογή που έχω στην διάθεσή μου και ερευνώντας να πραγματοποιήσω μια ιστορικολαογραφική προσέγγιση, με σκοπό ν’ αντλήσω διάφορα στοιχεία και ειδήσεις περί του σημαντικού ιστορικού γεγονότος για την άνιση και φονική μάχη της 17ην Μαΐου 1821. Το τραγούδι αυτό αποτελείται από σαράντα τρεις (43) διαφωτιστικούς στίχους.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται και συντυχιά κρατιέται.
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
- Τι με περνάς, μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
μήγαρις είμαι νιόνυφη και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα Γιώργη τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κι εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
τα δυο ήτανε μια φωτιά, το τρίτο ήταν φαρμάκι.
Μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη,
τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι η μύτη του φαρμάκι
κι η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ και μου ’σπασε η σπάθη.
Πάρε μου το κεφάλι μου και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθεί με τα νερά σου.
Μακρηπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι:
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Μπροστοβίτσα,
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη,
να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
- Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πώς πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Λεξιλόγιο:
Αντάρα, η = η ομίχλη, ο καπνός, η σκόνη.
Βλάμης, ο = ο αδερφοποιτός.
Γιουρούσι, το = η επίθεση.
Γραφούλα, η = το σύντομο γράμμα.
Ζαερές, ο = τα εφόδια, εδώ τα πολεμοφόδια.
Καταχνιά, η = η ομίχλη.
Κράζει, = φωνάζει.
Κωρονυχιάζομαι, = ξεσκίζω το δέρμα μου και ιδίως το πρόσωπό μου, με τα ίδια μου τα νύχια, σε ένδειξη πόνου, συμφοράς και απελπισίας.
Μάνα νερού, = πηγή με άφθονο νερό.
Μεντάτι, το = η βοήθεια.
Μετερίζι, το = η προφυλακή, η πρώτη γραμμή.
Μήγαρις, = μήπως.
Μουρτάτης, ο = ο Μωαμεθανός που έχει νυμφευθεί Χριστιανή.
Μπαταριά, η = η ομοβροντία.
Μπουλούκμπασης, ο = ο διοικητής μπουλουκιού, ή μικρής στρατιωτικής δύναμης.
Ριζοβούνια, τα = η ρίζα του βουνού, το σημείο από εκεί που αρχίζει να αναδύεται ο ορεινός όγκος.
Σεφέρι, το = ο πόλεμος, η μάχη.
Στοιχειά, τα = τα άγρια θηρία, τα στοιχεία της φύσης (έντονα φυσικά φαινόμενα).
Συντυχιά, η = συναπάντημα, συνάντηση, συνδιάλεξη, κουβέντα.
Ταμπούρι, το = το οχύρωμα.
Τρανό, το = το μεγάλο.
Χούι, χούκι, το = το ελάττωμα, η συνήθεια.
Ωλενός ή Ωλονός, ο = το όρος Ερύμανθος.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
Ο τραγουδοποιός μας, θέλοντας να πραγματοποιήσει την εισαγωγή μας αναφέρει τα καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν την συγκεκριμένη ημέρα, στις 17 Μαΐου 1821, όπου διεξήχθη η μάχη. Η αναφερόμενη ημέρα φαίνεται να ήταν καλοκαιριάτικη όπου διαφαίνεται να επικρατεί ξαστεριά και ζέστη.
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Ενώ επικρατούσαν άριστα για την εποχή καιρικά φαινόμενα, στις παρυφές του όρους Ερυμάνθου (Ωλονού), προς την πλευρά της Κάπελης και στο συγκεκριμένο σημείο θέση Κατζαρού, μάλλον δεν επικρατούσε το ίδιο.
Εδώ μας παρουσιάζει μια εικόνα της μάχης, δηλαδή τι επικρατούσε στην περιοχή κατά την διεξαγωγή της. Η καταχνιά ίσως να προέρχονταν από τους καπνούς της εκπυρσοκρότησης των όπλων και ίσως οι τούρκοι να είχαν ανάψει φωτιές περιμετρικά από τους αποκλεισμένους με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να παραδοθούν κάτω από την επήρεια του καπνού, ή και να τους εμποδίσουν ν’ αποδράσουν από το συγκεκριμένο σημείο αποκλεισμού. Συνήθης τακτική της εποχής εκείνης δι’ αποκλεισμένους και ιδίως των Τούρκων: …ρίξαν φωτιά μεσ’ στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι, πιάσαν οι κληματόβεργες, κι’ ο Γιάννης τραγουδάει…, όπου τον Φεβρουάριο του 1806 αποκλείσθηκαν και σκοτώθηκαν Κολοκοτρωναίοι στο ληνό της Μονής Αιμιαλών Δημητσάνας,.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Μας εισαγάγει στην σοβαρότητα της μάχης και στη σκληρή αναμέτρηση που επακολούθησε. Αποπειράται να παρουσιάσει την μάχη ως τιτανομαχία ή γιγαντομαχία. Αναρωτιέται τι άραγε να συμβαίνει; Και ταυτόχρονα προσπαθεί να συνδέσει το σοβαρότατο για τον τόπο τους επεισόδιο, με κάποιο έντονο φυσικό φαινόμενο.
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Σ’ αυτό το σημείο, αποκλείει την αναμέτρηση των στοιχειών, αλλά και την εμφάνιση των έντονων φυσικών φαινομένων, και κάνει μια λογοτεχνική προσπάθεια να μας γνωστοποιήσει το κλίμα της μεγάλης πολεμικής έντασης της αναμέτρησης.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται, και συντυχιά κρατιέται.
Εδώ αρχίζει να μας δίνει τα πρώτα και ακριβή στοιχεία στο μέρος που διεξήχθη η μάχη. Γίνεται η πρώτη αναφορά για τις πηγές, όπου υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Για του Κατζαρού το μνήμα που αναφέρεται, δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία ν’ αναφέρει κάποιο μνήμα. Επίσης γνωστοποιεί ότι γίνεται μια μεγάλη μάχη (σεφέρι) και αυτή η πολεμική συνάντηση (συντυχιά), διαρκεί αρκετές ώρες.
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Απ’ αυτόν το στίχο ο τραγουδοποιός, αρχίζει να δίνει τις πρώτες ειδήσεις για τον αποκλεισμό του Γιαννιά. Επειδή γνώριζε την τελική κατάληξη της άνισης μάχης, αποκαλεί τον Γιώργη μαύρο. (Μαύρο, στην περιοχή της Βόρειας ορεινής Ηλείας, αποκαλούν αυτόν που παθαίνει κάποια μεγάλη συμφορά, όπως ζημιά, ατύχημα, θάνατος φιλικού προσώπου ή χάνει την ζωή του ο ίδιος).
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
Εδώ αρχίζει ν’ αναφέρεται στην διεξαγωγή της μάχης και μας δίνει αριθμητικά στοιχεία για τις δυνάμεις των αντιμαχομένων. Συγκεκριμένα, εδώ μας αναφέρει την δύναμη των Λαλαίων Τουρκαλβανών, όπου και κατά τους ιστορικούς, αναφέρεται ότι η δύναμή των κυμαίνονταν από πεντακόσιους έως χίλιους πεντακόσιους άνδρες.
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
ενώ το έτερο στρατόπεδο, του Γιώργη Γιαννιά, απαριθμούσε μόνον δώδεκα παλικάρια. Με την προσωνυμία "Ντελής", που σημαίνει σκληρός, μας δίνει μια πρώτη είδηση για την πολεμική προσωπικότητα του νεαρού οπλαρχηγού.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
Πριν από κάθε μάχη, συνήθως κάποιος εκ των Τούρκων, σύμφωνα με την πάγια τακτική τους και ιδίως αυτός που είχε το γενικό πρόσταγμα, ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα, πιο ξέμακρα και σε απόσταση εκτός βολής και καλούσε τους αποκλεισμένους να διαπραγματευτούν, θέτοντας βεβαίως και τους δικούς του όρους παράδοσης. Από αυτούς τους στίχους μας γίνεται γνωστό, ότι διαπραγματευτής ήταν ο περιβόητος Λαλαίος μπουλούκμπασης Ντερβίς Αράπης.
Οι Λαλαίοι, κατά την έναρξη της Επανάστασης, έχοντας πλήρη γνώση για την σοβαρότητα της κατάστασης, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαπραγματεύονται με τους αντιπάλους τους, ώστε να μην έχουν απώλειες σε έμψυχο αλλά και άψυχο υλικό, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες. Και γι’ αυτό το λόγο κάλεσαν τον Γιαννιά να διαπραγματευθεί και ν’ αντλήσουν πληροφορίες, προτού αναμετρηθούν και μετρήσουν απώλειες.
- Τι με περνάς, μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
Μήγαρις είμαι νιόνυφη και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Ο Γιαννιάς γνωρίζοντας την σκληρή πραγματικότητα, υψώνει το ανάστημά του και στέκεται όρθιος στην περίσταση και στη συμφορά που επέρχεται γι’ αυτόν και τα παλικάρια του, συγχρόνως προβάλλει την προσωπικότητά του και στη συνέχεια αρνιέται τις παροχές και τα ταξίματα του Ντερβίς Αράπη.
Από αυτή την λαογραφική ενότητα, γνωρίζουμε μερικά ήθη και έθιμα του γάμου εκείνης της εποχής. Σύμφωνα λοιπόν με το έθιμο, εκείνη την εποχή η νεαρή νύφη, όταν για πρώτη φορά περνούσε το κατώφλι της πεθεράς της, την προσκυνούσε και της φιλούσε τα χέρια και την ποδιά, παίρνοντας έτσι την ευχή της. Η κίνηση αυτή θεωρούταν ως δείγμα πλήρους υποταγής, δηλαδή «ασπαζότανε» και τα χούκια της:
- το προσκύνημα δήλωνε την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή στο πρόσωπό της,
- τα χέρια αντιπροσώπευαν τις εργασίες, μεταξύ αυτών κέντημα, αργαλειός, μαγειρική, νοικοκυροσύνη κ.λπ.
- ενώ η ποδιά αντιπροσώπευε την οικονομική δραστηριότητα.
Καθώς προσκυνούσε η νύφη οι παρευρισκόμενες γυναίκες με το προσκύνημα έλεγαν προς την νύφη: «Να μοιάσεις της πεθεράς σου να είσαι πάντα άξια, χρυσοχέρα, νοικοκυρά, καλόγνωμη και γλυκομίλητη και οικονομολόγα».
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Ο αποκλεισμένος καπετάνιος με αυτήν του την απάντηση κάνει γνωστή την ταυτότητα του και στη συνέχεια, θέλοντας να τρομοκρατήσει τους εχθρούς, προσπαθεί να εξυψώσει το ηθικό των παλικαριών του και ανακοινώνει ότι έχει την δυνατότητα να κρατήσει τη μάχη μέχρι να φθάσει η αναμενόμενη βοήθεια ή και να τους καθυστερήσει ώσπου να νυχτώσει, με την προϋπόθεση να μπορέσει να ξεφύγει από τον κλοιό.
Η τακτική αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, επέφερε μεγάλη ζημιά στο Λαλαίϊκο στράτευμα. Οι επιτιθέμενοι βιάστηκαν να τον ξεμπερδέψουν, πριν έλθει «η αναμενόμενη βοήθεια» και πριν νυχτώσει πραγματοποίησαν σφοδρότατες απανωτές επιθέσεις (γιουρούσια), όπου έχασαν πολλούς μαχητές αλλά και ταυτόχρονα σπατάλησαν αρκετά πολεμοφόδια.
Οι ιστορικοί μελετητές αναφέρουν ότι στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν περίπου εκατό Τούρκοι, ξέχωρα πόσοι λαβώθηκαν και τεθήκαν εκτός μάχης και πόσοι πέθαναν αργότερα, διότι οι Τούρκοι, μετά την έναρξη της επανάστασης, δεν είχαν τις ανάλογες υγειονομικές υπηρεσίες, αφού αποχώρησαν οι Έλληνες γιατροί τους.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα, Γιώργη, τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κι εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
Ο θείος του Γιαννιά, ο Πανάγος Μακραγγελόπουλος, κλεφτοκαπετάνιος από τη Νουσά Καλαβρύτων, κατά πάσα πιθανότητα προσπάθησε να βοηθήσει τον ανεψιό του. Γι’ αυτό το λόγο προσέγγισε προσεκτικά, παίρνοντας και τις ανάλογες προφυλάξεις, σ’ ένα από τα γύρω υψώματα, σε απόσταση ασφαλείας από τα τουρκικά στρατεύματα για λόγους άμυνας και διαφυγής. Λόγω του κακοτράχαλου εδάφους, το ιππικό των Λαλαίων ήταν αδύνατον να τον καταδιώξει, αλλά ούτε οι Λαλαίοι θα σπαταλούσαν χρόνο και στρατό να τους κυνηγήσουν. Ο απώτερος σκοπός τους ήταν ο Γιώργης Γιαννιάς και τώρα που τον είχαν αποκλείσει, δεν ήθελαν για κανένα λόγο να τον χάσουν.
Ο Μακρηπανάγος πλησίασε καλώντας τον ανεψιό του να κρατήσει τις θέσεις του διαμηνύοντας ότι καταφθάνει βοήθεια, με σκοπό να εξυψώσει το ηθικό του Γιαννιά και να τρομοκρατήσει τους τούρκους, ή ίσως και να περίμενε κάποια βοήθεια, «αναμενόμενη» από τους καπεταναίους της ευρύτερης περιοχής.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Η απάντηση του Γιαννιά ήταν ότι αδυνατεί να κρατήσει άμυνα δίχως εφόδια, ταυτοχρόνως είχε ήδη καταλάβει την προδοσία και την πλεκτάνη που του έστησαν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί του Ωλονού και της Κάπελης. Η απάντηση "τρεις μέρες και τρεις νύχτες" ίσως να περίμεναν βοήθεια από μακριά. Επειδή οι επιτιθέμενοι δεν ήθελαν ν’ αποδυναμώσουν το στράτευμα, τους κρατούσαν αποκλεισμένους μέχρι ώσπου να ξεμείνουν από πυρομαχικά.
Τα λόγια, «δίχως καμιά κυβέρνα», προσδιορίζουν την σκληρή πραγματικότητα που επικρατούσε στα στρατόπεδα του Ωλονού, όσον αφορά την καθοδηγούμενη διοίκηση και στη συνέχεια τη μεγάλη προδοσία που διαπράχθηκε σε βάρος του νεαρού κλεφτοκαπετάνιου και των παλικαριών του. Αυτό είναι ένα παρθένο κεφάλαιο και νομίζω ότι χρειάζεται μια μεγάλη εργασία και συζήτηση για τα τεκταινόμενα στην Ηλεία εκείνη την συνταραγμένη και θολή εποχή.
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
Εφόσον οι διαπραγματεύσεις περί παράδοσης των εγκλωβισμένων δεν απέδωσαν, οι τούρκοι φοβούμενοι το επερχόμενο σκοτάδι, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν απανωτές επιθέσεις, τα λεγόμενα γιουρούσια, για να δώσουν τέλος στη μάχη. Βγήκαν από τα ταμπούρια τους και πραγματοποίησαν τρεις σφοδρές και απανωτές επιθέσεις προς τους αμυνόμενους. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής, οι εγκλωβισμένοι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας.
μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη.
Ο Γιαννιάς όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά τους βγήκε από το ταμπούρι έρποντας προς τους σκοτωμένους τούρκους που βρίσκονταν λίγα μέτρα μπροστά από το ταμπούρι του, για να αρπάξει πυρομαχικά. Εκεί όμως δέχθηκε μια ομοβροντία από τους επιτιθέμενους. Το ίδιο έπραξαν και τα εναπομείναντα παλικάρια του. Μετά από λίγη ώρα όλοι τους κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης, μπροστά από τα ταμπούρια, δίπλα στον αδάμαστο και γενναίο καπετάνιο τους.
Τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι η μύτη του φαρμάκι
κι η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ και μου ’σπασε η σπάθη.
Ο τραγουδοποιός αναφέρει ότι χτυπήθηκε στα ζωτικά σημεία του σώματός του. Ξεψυχώντας ο Γιαννιάς, καταριόταν την ώρα που ξέμεινε από βόλια και μας δίνει την είδηση, ότι το γιαταγάνι του έσπασε στην ώρα της διεξαγωγής της μάχης σώμα με σώμα. Ίσως να δανείσθηκε τους δυο πρώτους στίχους από το τραγούδι του Καλαμπαλίκη από τον Ζεμενό, (…Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα ’χείλι του φαρμάκι...).
Πάρε μου το κεφάλι μου και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθει με τα νερά σου.
Φαίνεται ότι όταν κόπασε η μάχη, ο Γιαννιάς θα πρέπει να ήταν ακόμα ζωντανός. Ο τραγουδοποιός δίνει έμφαση σ’ αυτή την χρονική στιγμή, με μια ιδιαίτερη αναφορά στα τελευταία λόγια του καπετάνιου προς τον αντίπαλό του, με αυτά τα υπέροχα και θαυμάσια ηρωικά λόγια, διαμηνύει στον αρχηγό των εχθρών ότι «το σώμα του μπορούν να το κάνουν ότι θέλουν, όμως την ψυχή του δεν την ορίζουν». Εδώ θαυμάζουμε όλο το μεγαλείο της ελληνικής φυλής και της ντόπιας υπερηφάνειας.
Μακρηπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι.
Ο Μακρηπανάγος παρατηρώντας την προδιαγραμμένη έκβαση της μάχης, έκλαψε και πόνεσε για την τραγική κατάληξη του ανεψιού του και των παλικαριών του. Πλημμυρισμένος από θλίψη, αγανάκτηση και πόνο, απέστειλε, όπως συνηθίζονταν, μαντατοφόρους στις οικογένειες των θυμάτων, για να τους αναγγείλει το μεγάλο κακό:
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Προστοβίτσα,
Από αυτόν τον στίχο αντλούμε ακόμη μια είδηση, ότι οι οπλαρχηγοί χρησιμοποιούσαν ή είχαν στρατολογήσει υπό τις διαταγές τους ταχυδρόμους (μαντατοφόρους), ανθρώπους γρήγορους, άξιους, έμπιστους και παλικαράδες.
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη.
Εδώ υποθέτουμε ότι ο τραγουδοποιός ίσως να έχει δανεισθεί μερικούς στίχους από το περιβόητο τραγούδι του κλεφτοκαπετάνιου του Ωλονού Μήτρου. (…Να πάει να ειπεί της Μήτραινας της μικροπαντρεμένης….), όμως αυτό δε μειώνει την αξία του τραγουδιού.
Η αναφορά για την καπετάνισσα γυναίκα του Γιαννιά που ζούσε στην γενέτειρά του, την Προστοβίτσα, μας δίνει την είδηση ότι ο Γιώργης ήταν παντρεμένος, και μάλιστα ότι είχε παντρευτεί κάποια νεαρή κοπέλα. Το προσωνύμιο παινεμένη ίσως θέλει να μας κάνει γνωστό ότι και αυτή θα ήταν αντάξια του ανδρός της. Πηγές αναφέρουν ότι η γυναίκα του λεγόταν στο επώνυμο Ραβάνα, (σημ. σήμερα υπάρχει οικογένεια με το όνομα Ραβάνη- Ραβαναίοι).
Ακόμη το όνομα Γιώργαινας, ήταν ένα προσωνύμιο που επικρατούσε και αναφέρονταν προς όλες τις παντρεμένες γυναίκες, τις οποίες συνήθως τις αποκαλούσαν με το όνομα του ανδρός τους (π.χ. του Γιώργου την γυναίκα- Γιώργαινα, του Μήτρου- Μήτραινα, του Νίκου- Νικολάκαινα κ.ο.κ.)
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε ακόμη μια μικρή λαογραφική προσέγγιση και να γνωρίσουμε τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούσαν εκείνη την εποχή όσον αφορά τον πρόωρο θάνατο. Οι πενθούντες δεν συμμετείχαν στην ακολουθία της Ανάστασης, ενώ γενικά οι γυναίκες των πενθούντων φορούσαν μαύρα ρούχα, δεν στολίζονταν κατά τις επίσημες γιορτές, δεν συμμετείχαν στα διάφορα μυστήρια της χαράς αλλά και στα πανηγύρια. Επίσης, μας γίνεται γνωστό ότι οι γυναίκες κατά τις γιορτές στόλιζαν τις επίσημες φορεσιές τους και τα μαντήλια τους μ’ αρκετά χρυσαφικά και φλουριά, κυρίως για εντυπωσιασμό.
Ακόμη, μας δίνει μια είδηση, ότι ο Γιώργης σκοτώθηκε πολεμώντας στο ύψωμα, ίσως γύρω από τον περίβολο του ναού, του Αγίου Δημητρίου. Επομένως μας γνωστοποιείται ότι ο ναΐσκος υπήρχε από τότε στο συγκεκριμένο σημείο.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει,
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
Μετά από μια επίσκεψη που πραγματοποιήσαμε στην Προστοβίτσα (σημερινή Δροσιά Τριταίας) μαζί με τον κ. Κώστα Παπαντωνόπουλο, εντοπίσαμε την οικία των Γιαννιάδων, η οποία βρίσκεται βορειοανατολικά στην άκρη του χωριού. σε πανοραμικό σημείο, όπου κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε και σαν καραούλι.
Μετά από τέτοια κακά και συμφορές, συνήθως οι γυναίκες κωρονυχιάζονταν φωνάζοντας και μοιρολογώντας. Και ότι στη συμφορά συμμετείχαν όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί και οι συγχωριανοί.
-Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πώς πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Ο τραγουδοποιός ως επίλογο του τραγουδιού, δίδει τον λόγο στην γυναίκα του Γιώργη Γιαννιά, την Γιώργαινα η οποία με την σειρά της εξαίρει την περίσσια αντρειοσύνη, αλλά και τον ηρωικό θάνατο της οικογένειας των Γιαννιάδων.
Ο Γιαννιάς και τα παλικάρια του κράτησαν το ύψωμα του Αγίου Δημητρίου αρκετές ώρες και πολέμησαν σαν λιοντάρια, αν και ήξεραν ότι στο τέλος θα σκοτωθούν, όμως αντιστάθηκαν και πολέμησαν ηρωικά μέχρι τέλους. Έχασαν τη μάχη, αλλά κέρδισαν τον πόλεμο. Οι Λαλαίοι έχοντας υπερδιπλάσιες δυνάμεις είχαν και τις ανάλογες απώλειες και μετά από αυτή την μάχη, ήλθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και κατάλαβαν τι τους περίμενε, διότι ήξεραν ότι οι Έλληνες ήσαν αποφασισμένοι να πολεμήσουν και να δώσουν και τη ζωή τους, για την Πατρίδα τους, τη Θρησκεία τους και την Οικογένειά τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)