Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Η ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ ΣΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

Το φάσμα της χρεωκοπίας απειλεί σήμερα την Ελλάδα αλλά και πολλές χώρες του πλανήτη. Πρωταρχικό μέλημα όλων των κυβερνήσεων είναι να βρεθεί η άμεση λύση και ο τρόπος να αποφύγουν αυτή την απειλή που πλανάται στις αδύναμες οικονομικά χώρες. Η ιστορία όμως του κόσμου πάντα διδάσκει, στην φαρέτρα της έχει αρκετά πορίσματα να μας δώσει γι’ αυτό το επικίνδυνο φάσμα της απειλούμενης οικονομικής καταστροφής. Το άρθρο που ακολουθεί είναι αποκαλυτπικό και έχει διδακτικό χαρακτήρα.
«Η ασφάλεια της πόλεως μας διαταράχθηκε από την πονηρία και την χαμέρπεια των ολίγων που ορμούν και λεηλατούν την κοινότητα. Εξ’ αιτίας τους η κερδοσκοπία στις χρηματικές συναλλαγές μπήκε στην αγορά και εμποδίζει την εξασφάλιση των απαραιτήτων εφοδίων».
Με αυτά τα λόγια τελείωνε ένα διάταγμα της πόλης Μυλάδα της Καρίας το έτος 209 μ.Χ., το οποίο αποκάλυπτε την τεράστια ανησυχία, ότι η μαύρη αγορά στις συναλλαγές θα προκαλούσε επώδυνη κρίση στην οικονομία του τόπου, μειώνοντας τις εισπράξεις των τραπεζιτών, οι οποίοι με την συγκατάθεση των αρχών είχαν το μονοπώλιο της αγοράς αξιών.
«Άραγε θα χρεωκοπήσουμε;». «Η περιουσία μου θα υποθηκευθεί;». «Θα βγεί στο σφυρί;». «Θα καταντήσω ζητιάνος;». «Θα πάρω πίσω τα λεφτά μου;». «Θα χάσω την δουλειά μου;». «Πως θα ζήσω τα παιδιά μου;». Αυτές ήταν οι πιο συχνές ερωτήσεις που υποβάλλονταν στα κατά τόπους μαντεία στα τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ., που ευτυχώς διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε πάπυρους. Λίγα χρόνα πρίν και πάντοτε στην Αίγυπτο, στην Οξύρρυγχο, το 260 μ.Χ. η τρομερή υποτίμηση του νομίσματος, οδήγησε τους χρηματιστές να κλείσουν τις τράπεζές τους και ν’ αρνηθούν συναλλαγές «με νομίσματα των θείων αυτοκρατόρων».
Η τοπική διοίκηση κατάφυγε στην βία και στις απειλές. Διέταξε τους τραπεζίτες με την απειλή σκληρών κυρώσεων, να ξανανοίξουν τις θυρίδες τους και να δεχθούν ν’ αλλάζουν όλα τα νομίσματα, εκτός από τα κίβδηλα και τα παραχαραγμένα.
Τα χειρόγραφα αυτά μας δίνουν το μέτρο της κρίσης στην οποία είχε περιέλθει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 3ον αιώνα και από την οποία βγήκε εντελώς μετασχηματισμένη. Δεν υπήρχε ελευθερία εργασίας και επιχειρήσεων, αλλά περιορισμός και προσήλωση στην γη και στα επαγγέλματα. Δεν γινόταν καμμιά προσπάθεια να διατηρηθεί η οικονομική ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι ασθενέστεροι εγκατελείφθηκαν στην τύχη τους. Οι οικονομικοί ισχυροί και οι μεγαλοκτηματίες έγιναν ακόμη ισχυρότεροι.
Ο πληθωρισμός και η ανικανότητα να διατηρηθεί ένα νόμισμα, που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη, υπήρξαν οι βασικές όψεις αυτής της κρίσης. Οι λόγοι για τους οποίους το πιστωτικό σύστημα οδηγήθηκε σε επικίνδυνο κατήφορο, υπήρξαν ευγενείς και ανθρωπιστικοί, οι αιτίες όμως που δεν επέτρεψαν αργότερα τον έλεγχο του, υπήρξαν κατά ένα μέρος απρόβλεπτες και κατά ένα άλλο μέρος συναφείς προς την όλη δομή της κοινωνίας και της παλιάς οικονομίας.
Γι’ αυτό η λύση υπήρξε ασυμβίβαστη με την διατήρηση αυτής της δομής. Το νομισματικό χάος του τρίτου αιώνα είναι καθ’ όλα συνδεδεμένο με τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής της αυτοκρατορίας και με τα μειονεκτήματα που προέκυψαν από την ανάγκη της αμέσου εξαρτήσεως της οικονομίας από την πολιτική.
Αυτή η απαίτηση γεννήθηκε μαζί με την ίδια την αυτοκρατορία, δηλαδή με την μεταβολή του τρόπου διακυβερνήσεως από δημοκρατικό- ολιγαρχικό σε μοναρχικό – λαϊκό. Οι μάζες των προλεταρίων που είχαν πληνθυθεί στην διάρκεια της κοινωνικής κρίσεως του δευτέρου αιώνα π. Χ. είχαν τροφοδοτήσει τους στρατούς των εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στον Μάριο και στον Σύλλα, τον Καίσαρα και τον Πομπήιο, τον Οκταβιανό και τον Αντώνιο. Από αυτούς τους πολέμους γεννήθηκε το νέο αυτοκρατορικό κράτος.
Με την ειρήνη που έφερε ο Αύγουστος, επανεμφανίσθηκε και άρχισε να ενδυναμώνεται, μεταξύ των δύο πόλων του υπερκαπιταλισμού και της ένδειας, η μεσαία τάξη, που κέρδιζε την ζωή της από το μικρεμπόριο και την μικρή ιδιοκτησία και αργότερα, προοδευτικά, από τις δυνατότητες εργασίας που πρόσφερε η δημόσια και στρατιωτική διοίκηση. Βάση της μοναρχικής εξουσίας ήταν η εύνοια των μεσαίων τάξεων. Αυτές ήταν το στήριγμα και η δικαιολογία της.
Για να μπορέσουν ν’ αναπτύξουν την πολιτική της στηρίξεως στις μεσαίες τάξεις και της προοδευτικής κοινωνικής προωθήσεως που αυτές απαιτούσαν, και ακόμη για να ξεφύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο από εξαρτήσεις και περιορισμούς κάθε είδους, οι αυτοκράτορες, άλλος λίγο, άλλος πολύ, αύξησαν βαθμιαία την συγκέντρωση των οικονομικών αγαθών στα χέρια τους. Αυτό το φαινόμενο, μαζί με την αύξηση των λειτουργιών, που επωμίζονταν συνεχώς το κράτος συνετέλεσε στην σημαντική αύξηση του αριθμού των εξαρτημένων από το δημόσιο, ενώ ανάλογη αύξηση παρουσιάζουν οι εξαρτημένοι, σκλάβοι ή ελεύθεροι μισθωτοί, των τεραστίων αυτοκρατορικών κτημάτων.
Σχηματίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο δύο, φυσικά αντίπαλες κοινωνικές ομάδες. Από την μια πλευρά το αυτοκρατορικό κράτος και η ιδιοκτησία του με την τεράστια μάζα των στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων (στους οποίους κατατάσσονται για πολλούς λόγους και σημαντικά τμήματα του αστικού πληθυσμού, συνδεδεμένα για λόγους οικονομικού συμφέροντος με τα δημόσια κτήματα ή με τα στρατεύματα που στάθμευαν στις επαρχίες) από την άλλη η ατομική ιδιοκτησία, που δεν αντιπροσωπευόταν μόνο από τους μεγαλοκτηματίες της ονομαζομένης τάξεως των συγκλητικών, αλλά από όσους δεν ήσαν οικονομικά εξαρτημένοι από τις δραστηριότητες του κράτους, που με την οργάνωσή του, τους επέτρεπε ωστόσο να ζουν και να ευημερούν. Αυτή την μάζα αντιπροσώπευε ιδωτική κτηματική περιουσία και οι εξαρτημένοι από αυτήν, προπαντός όμως η πολυπληθέστερη αστική τάξη η ασχολούμενη με την καλλιέργια της γης και το εμπόριο.
Σιγά- σιγά το κράτος αποσπούσε μικρά ποσά από την ιδιωτική οικονομία, τα δημόσια έσοδα λιγόστευαν, εφ’ όσον το κράτος δεν μπορούσε να αυτοφορολογηθεί. Γι’ αυτό λοιπόν κρίθηκε η απαραίτητη εφαρμογή ενός επαχθέστερου φορολογικού συστήμαστος, ενώ ο μηχανισμός της συγκεντρωτικής παραγωγής αν δεν έδινε φαινομενικά εντυπωσιακά αποτελέσματα, εξαντλούσε βαθμιαία την διοίκηση, λόγω της πολιτικής ανάγκης να διανέμει τα εμπορεύματα χωρίς να υπολογίζει τις πραγματικές δαπάνες. Όλα αυτά τα προβλήματα διογκώνονταν και δημιουργούσαν τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που είχαν αντίκτυπο την μη σταθερότητα του νομίσματος.
Το ρωμαϊκο νομισματικό σύστημα ήταν διμεταλλικό μ’ ένα νόμισμα χρυσό, τον Αούρειο (λατ. χρυσός) και ένα νόμισμα ασημένιο, το Δηνάριο και επί πλέον μερικά χάλκινα κέρματα, με πιο γνωστό, τον Σηστέρτιο (1/4 του δηναρίου). Ο καθορισμός μιας σχέσης με την σύγχρονη αξία του νομίσματος ή με την αγοραστική δύναμη ήταν κάτι σχεδόν αδύνατον.
Η μεγαλύτερη μάζα του πληθυσμού κέρδιζε φυσικά πολύ μικρότερα ποσά. Συνέπεια της αύξησης του κόστους ζωής, ήταν και η αδικαιολόητη αύξηση του μισθού των στρατιωτικών που ανέβηκε στα 300 δηνάρια στα τέλη του πρώτου αιώνα και 350 στα τέλη του δεύτερου. Ένας κοινοτικός γραφέας (στενογράφος) έπαιρνε κατά τα τέλη του δευτέρου αιώνα κάτι λιγώτερο από ένα λεγεωνάριο, δηλαδή 300 δηνάρια τον χρόνο, ενώ ένας εργάτης ορυχείων σύμφωνα με ένα συμβόλαιο εξάμηνης διαρκείας με χρονολογία 164 μ. Χ., που σώζεται σε μια επιγραφή της Δακίας έπαιρνε για 130 εργάσιμες ημέρες 70 δηνάρια και επί πλέον επίδομα συντήρησης που έφθανε 15 δηνάρια τον μήνα.
Για να γίνει κάποιος δημοτικός σύμβουλος ήταν απαραίτητο να έχει πατρική περιουσία τουλάχιστον 100.000 σηστερτίων. Αυτή η συνήθεια της πατρικής κληρονομιάς, αποτελούσε το ελάχιστο για να επιτύχει κανείς κάποια κοινωνική θέση, με τις συνεπαγόμενες υποχρεώσεις ξεπεράσθηκε σιγά- σιγά. Αποτελεί όμως ένα σημείο αναφοράς για να σταθμίσουμε τον πλούτο και το μέσο εισόδημα της επαρχιακής μεσαίας τάξης. Πολύ μεγαλύτερο ήταν το κατώτερο όριο πατρικής περιουσίας που απαιτείτο από έναν ιππέα για να εισέλθει στην δημόσια διοίκηση ή από ένα συγκλητικό για να προβεί σε επενδύσεις σε διάφορα κυβερνητικά έργα. Η πλειοψηφία όμως των συγκλητικών και των ιππέων ήταν απείρως πιο πλούσια, όπως μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε από τις δαπάνες των δημοσίων έργων που έγιναν με δικά τους έξοδα και δωρήθηκαν στις πόλεις καταγωγής τους. Ο Πλίνιος ο νεώτερος λόγου χάριν δώρησε στην κοινότητα του Κόμο μια βιβλιοθήκη σημερινής αξίας περίπου δύο εκατομμυρίων ευρώ.
Εύκολο διαπιστώνει κανείς ότι ένας μέσος μισθωτός ή ακόμη ένας στρατιωτικός, που μπορούσε να υπολογίζει εκτός από τον μισθό του και σε συχνές δωρεές αρκετά αξιόλογες (μέχρι και πενήντα χιλιάδες δηνάρια δωρήθηκαν στους πραιτωριανούς στην αρχή της αυτοκρατορίας του Μάρκου Αυρηλίου). Οι δωρεές των στρατιωτικών μεταφράζονταν συνήθως σε αγορές αγρών και δεν επέτρεπαν μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίου. Ο μέσος εργαζόμενος ίσως να μην ήταν ποτέ σε θέση να μετατρέψει τις οικονομίες του σε χρυσό. Αντίθετα ο χρυσός ήταν το τυπικό νόμισμα των καλοπληρωμένων μισθωτών και των μεγαλοκτηματιών.
Η σταθερότης κυρίως του ιδίου συστήματος είχε εξασθενήσει από την δυσκολία να διατηρήσει μια σταθερή σχέση μεταξύ χρυσού και αργύρου, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι διακυμάνσεις της αγοράς. Κατά δεύτερο λόγο έπρεπε να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των νομισματικών μέσων. Με τα μέσα εκείνης της εποχής ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα του απαιτούμενου από την οικονομική διάρθρωση νομίσματος. Οι τάσεις των Ρωμαίων ήσαν αντιτιθέμενες και επιβλαβείς. Από την μια πλευρά σκέπτονταν ότι ρίχνοντας στην αγορά ποσότητες χρήματος θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οικονομική ευφορία και να προκαλέσουν επενδύσεις χωρίς να υπολογίζουν ότι αυτό προκαλούσε την άμεση άνοδο των τιμών και υποτίμηση των διατιμήσεων του μετάλλου. Από την άλλη πλευρά προτιμούσαν να περιστείλουν την κοπή νομισμάτων, για να αποφύγουν τον πληθωρισμό. Αυτό όμως έκανε την ονομαστική αξία κατώτερη από την πραγματική, προκαλούσε αύξηση του κόστους του δηναρίου, μαρασμό του εμπορίου και αλυσιδωτές πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση που επαληθεύθηκε στην διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου, ένθερμου υπερασπιστού της περιοριστικής θεωρίας. Η αύξηση των φόρων και η καθήλωση των τιμών οδήγησαν στο χείλος της πτώχευσης χιλιάδων μεσαίων επιχειρηματιών χρεωμένων στο μεγάλο κεφάλαιο.
Για να αποφευχθεί το χειρότερο, ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να θέσει στη διάθεση των δημοσίων τραπεζών το τεράστιο ποσό των 100.000.000 σηστερτίων για να δοθούν δάνεια σε ιδιώτες με εγγύηση την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Από τον Αύγουστο ως τον Νέρωνα (54- 68 μ.Χ.) η τιμή του χρυσού και του αργύρου αυξήθηκε, γιατί το παθητικό του ισοζυγίου πληρωμών μείωνε τα αποθέματα. Εκδηλώθηκε λοιπόν μια τάση να ελαττωθεί το βάρος του αούρειου και του δηναρίου ή να μειωθεί η περιεκτικότητα του σε ασήμι.
Ο Νέρωνας βρισκόμενος στην ανάγκη να κάνει μια εκλογή που θα αντανακλούσε τις πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις της κυβέρνησης, εφάρμοσε, υπερασπιζόμενος τις μεσαίες τάξεις, μια μεγάλη νομισματική αναπροσαρμογή που δέσποσε για 133 χρόνια στην ιστορία της αυτοκρατορίας, αλλά τον έφερε σε αθεράπευτη αντίθεση με την συγκλητική ολιγαρχία, η οποία έπειτα από τέσσερα χρόνια κατάφερε να τον ανατρέψει.

ΠΗΓΕΣ
(- Β.Ι. Αναστασιάδης- Γ.Α. Σουρής, «Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», Αθήνα 2003.
- Φραγκίσκος Βερτολίνι, «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία - Ιστορία» , 2003.
- Γεώργιος Θ. Καρδαράς, «Η άνοδος και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», 2002.
- Athina A. Demopoulos, «La rmunration de l’ assistance en justice», 1999.
- Philipp Vandenberg, «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», 2005.
- Γίββων- Αργύρης Παπαβασιλείου, «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», 2005.
- Άρθρο του Ιταλού αρχαιολόγου Πάολο Μπαλντάκι, 1978).

ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΑΜΑΛΙΑΔΑ 12/9/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου