Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΓΑΣΤΟΥΝΗ

του ΗΛΙΑ Π. ΤΟΥΤΟΥΝΗ
Λαογράφου – Συγγραφέα

Το δεύτερο μεγαλύτερο ποτάμι της Ηλείας είναι ο Πηνειός. Κατά την αρχαιότητα έλαβε διάφορα ονόματα, όπως Μίνυος στην Προελληνική εποχή, Σελληείς στην Μυκηναϊκή εποχή και Πηνειός στην Ιστορική εποχή. Στα Βυζαντινά χρόνια, στην Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία αλλά και μέχρι σήμερα, ο Πηνειός κατά τόπους ονομάζεται με διάφορα ονόματα.
• Από τις πηγές της Κρυόβρυσης (Δερβινής) μέχρι την συμβολή του με τις πηγές της Κερέσοβας λέγεται Δερβιναίϊκο.
• Μετά την συμβολή με το ποτάμι της Κερέσοβας, στη θέση Διπόταμο, που βρίσκεται κάτω από το Ξίβουνι (Κάστρο της Οχιάς) και μέχρι τον οικισμό Καρπέτα, που βρίσκεται στα όρια των νομών Ηλείας και Αχαΐας, επί της Εθνικής οδού Πατρών - Τριπόλεως (οδός 111), λέγεται Κακοταρέικο.
• Καθώς κυλάει το ποτάμι δυτικότερα, γίνεται το φυσικό όριο μεταξύ των νομών Ηλείας και Αχαΐας και μέχρι την συμβολή του με τον Πηνειακό Λάδωνα, στο χωριό Αγραπιδοχώρι και στην θέση Αρμάτοβα του δήμου Πηνείας, λέγεται Καλφαίικο.
• Από το Αγραπιδοχώρι μέχρι το χωριό Πηγάδι (Κόκλα) λέγεται Ξενιέικο, ή Νταουταίικο.
• Στη συνέχεια, από το χωριό Πηγάδι του δήμου Τραγανού μέχρι τις εκβολές του στο Ιόνιο πέλαγος, στον Χελωνίτη κόλπο και στην θέση Μπούκα, λέγεται Γαστουνέϊκο, ή ποτάμι της Γαστούνης.
Όλες αυτές οι τοπικές ονομασίες απαρτίζουν τον Πηνειό ποταμό της Ηλείας.
Ένας μεγάλος παραπόταμος του Πηνειού είναι ο μυθικός ο Σελληείς ή Πηνειακός Λάδωνας ή όπως αλλιώς ονομάζεται τοπικά «Λαγαναίικο». Αυτός πηγάζει από τα χωριά Καλλιμάνι του δήμου Λαμπείας, Ανδρώνι, Κατσαρού του δήμου Λασιώνος, Κούμανι και Φολόη (Γιάρμενα) του Δήμου Φολόης. Ένας ακόμη μικρός παραπόταμος του Πηνειακού Λάδωνα πηγάζει από τα χωριά Άγναντα (Σινούζι) και Λουκά. Ακόμη ένα μικρό ποταμάκι πηγάζει από την Βουλιαγμένη (Μπουρντάνου) του δήμου Πηνείας. Η συμβολή των δυο μικρών παραποτάμων βρίσκεται στο χωριό Λαγανά του δήμου Πηνείας.
Κατά την ροή του προς την θάλασσα εισρέουν ακόμα πολλά μικρά ποταμάκια τα λεγόμενα λαγκάδια, όπου και αυτά με την σειρά τους χύνονται στην κυρίως κοίτη του Πηνειού ποταμού.
Οι πηγές του Πηνειού βρίσκονται στα χωριά Κρυόβρυση (Δερβινή), Τσίπιανα, Αγία Κυριακή (Κερτίζα), Κερέσοβα, και Κακοτάρι, όπου είναι ο κυρίως κορμός του ποταμού.
Η κυριότερη πηγή από όπου ξεκινάει η ροή του ποταμού ονομάζεται «Γαστουνιά» που βρίσκεται στο χωριό Κρυόβρυση (Δερβινή) Ηλείας και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος, στον Χελωνίτη κόλπο και στην θέση Μπούκα Βαρθολομιού.
Στον οικισμό Κερέσοβα υπάρχουν κεφαλόβρυσα με αρκετό νερό που τροφοδοτούν το εν τρίτο του ποταμού.
Στο χωριό Κακοτάρι βρίσκονται δυο σημαντικές πηγές (βρύσες), η Μαλόταινα και η Αλοβά, επίσης εντός της κοίτης του ποταμού αρκετά κεφαλόβρυσα (το μεγαλύτερο από αυτά τροφοδοτεί τα χωριά του κάμπου με πόσιμο νερό, έργο ύδρευσης με φυσική ροή). Πάρα πολλές πηγές εισρέουν κατά το μήκος του ποταμού που έχουν ονόματα από την εποχή της Τουρκοκρατίας όπως η Κλεφτόβρυση, στο χωριό Αγία Τριάδα (Μπουκοβίνα), η Τουρκόβρυση, στο χωριό Ανθώνα (Τατάραλι) και αρκετές άλλες.
Μετά από τις πρώτες πηγές, από παλιά οι κάτοικοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν τα νερά για υδροκίνηση και κατασκεύαζαν μύλους (αλευρόμυλους, βελανιδόμυλους , ταμπακόμυλους), νεροτριβές αλλά και για να ποτίζουν τα χωράφια τους με το άφθονο νερό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Εύρισκαν το κατάλληλο μέρος και έφτιαχναν την δέση. Η δέση ήταν ένα μικρό φράγμα που οδηγούσε το νερό σ’ ένα αυλάκι, το μυλαύλακο. Το νερό κατευθυνόταν με το αυλάκι παραδίπλα από την κοίτη του ποταμιού μ’ ελαφρά κλίση και που μπορούσαν να φτιάξουν ένα μύλο, εκεί το σταματούσαν. Έκαναν την κατασκευή μερικά μέτρα χαμηλότερα υπολογίζοντας το ύψος όπου θα έπεφτε το νερό, ώστε να έχει την δύναμη να γυρίζει την φτερωτή που έδινε την ανάλογη κίνηση για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες. Μερικές φορές το συνέχιζαν και έφτιαχναν πιο κάτω και δεύτερο μύλο ώστε με το ίδιο νερό να γυρίζει και αυτόν (το συναντάμε στην Δημητσάνα της Αρκαδίας, στους Μπαρουτόμυλους του Αγιαννιού).
Σε μερικούς μύλους οι μυλωνάδες είχανε για ντουντούκα, ένα μεγάλο κογχύλι και όταν έβαζαν μπροστά τον μύλο για να δουλέψει, φυσούσαν την ντουντούκα και μαζεύονταν όσοι ήθελαν ν’ αλέσουν.
Κατεβαίνοντας από τις πηγές της Δερβινής συναντάμε τους τρεις μύλους:
• του Παναή Αθανασόπουλου η Ζούρτσου.
• του Χρύσαντου Μπούμπαλη.
• του Κώστα Παπανικολάου.
Πιο κάτω, στον οικισμό Κερέσοβα, ήταν οι μύλοι:
• του Αναγνωστόπουλου
• του Γεωργίου Σπηλιώπουλου και
• του Κουτούπη.
Λέγεται ότι πολύ παλιά, λίγο πιο κάτω από το χωριό Κερέσοβα, υπήρχαν δώδεκα μύλοι που είχαν την δυνατότητα ν’ αλέθουν όλοι συγχρόνως. Ίσως να ήταν μια μικρή βιομηχανική περιοχή.
Στην ένωση των δυο ποταμιών, στο Διπόταμο, υπήρχε επί Τουρκοκρατίας ο παλιός μύλος του Διπόταμου.
Κατεβαίνοντας στην κοίτη του ποταμού φτάνουμε στο Κακοταρέϊκο γεφύρι όπου συναντάμε τον μύλο του Κουρλιαμπάτση. Με το ίδιο νερό δούλευε και νεροτριβή. Ο μύλος αυτός επί Τουρκοκρατίας ανήκε στον Τούρκο Αγά του Κακοταρίου, τον Αβδούλ. Μια λαϊκή παροιμία μας λέγει για τους μύλους και τους αγάδες: «Όπου αγάς και μύλος».
Υπάρχει και το δημοτικό τραγούδι για τον μύλο και μια χριστιανή κοπέλα την Λελούδω.
Η ΛΕΛΟΥΔΩ

Γείραν’ τ’ απόσκια γείρανε, Λελούδω στην αυλή σου.
Και συ, Λελούδω, νύχτωσες στο μύλο μην παγαίνεις,
γιατί είναι Τούρκος μυλωνάς κι’ αράπης πασπαλιάρης.
Παίρνει το ξάγι φίλημα χούφτα τα μαύρα μάτια.
Κι’ εκείνη δεν τον άκουσε της μάνας της το λόγο.
Και το άλογο φόρτωσε παίρνει και πάει στο μύλο,
βρίσκει τον μύλο αδειανό και το νερό κομμένο.
Τον μυλωνά Αβδούλ - αγά έτοιμο για να φύγει
- Γεια σου χαρά σου Αβδούλ–αγά!
- Καλώς την, τη Λελούδω.
Και την Λελούδω αγκάλιασε και τη φιλεί στα μάτια.
.-.

Η ΛΕΛΟΥΔΩ

Γείραν’ τ’ απόσκια γείρανε, Λελούδω στην αυλή σου.
και συ, Λελούδω, άργησες, στο μύλο μην παγαίνεις,
γιατί είναι Τούρκος μυλωνάς κι’ αράπης πασπαλιάρης.
Παίρνει το ξάγι φίλημα, φιλεί τα μαύρα μάτια.
Κι’ εκείνη δεν τον αφουγκράστηκε της μάνας της τα λόγια.
Πιάνει φορτώνει τις μεργιές στ’ άλογο και κινάει
νυχτούλα παίρνει το στρατί, νύχτα στο μύλο φτάνει,
βλέπει το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο.
βλέπει και τον πασπαλιάρη, κομμένο στο λιθάρι.

Μια κοπέλα από το χωριό Κακοτάρι που ήταν πολύ όμορφη, είχε ερωτικές σχέσεις με τον Τούρκο μυλωνά που δούλευε στον μύλο του Αβδούλ αγά του Κακοταρίου. Ένα βράδυ φόρτωσε το άλογο με στάρι και κίνησε να πάει στον μύλο ν’ αλέσει, αλλά και να παίξει ερωτικά παιχνίδια με τον αγαπημένο της μυλωνά. Οι κλέφτες της περιοχής που είχαν μάθει τις ερωτικές σχέσεις της Λελούδως με τον μυλωνά κίνησαν και πήγαν στον μύλο, σκότωσαν τον μυλωνά και τον βοηθό αλλά χάλασαν τον μύλο ακόμη και το μυλαύλακο.
Η επίθεση αυτή στον μυλωνά δεν ήταν για τα μάτια της Λελούδως, αλλά έγινε η αφορμή για να πλήξουν τα συμφέροντα του αγά του Κακοταρίου που διαφέντευε τον τόπο και το έκλεβε το ψωμί τους.
.-.
Δίπλα στο μύλο και με το ίδιο μυλαύλακο λειτουργούσε και νεροτριβή, του Κουρλιαμπάτση.

2 «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνικού Λαού», Π. Παπαζαφειρόπουλου, Πάτρα 1887, σελ. 64
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ

Μια φορά ήταν ένας μύλος σ’ ένα απόκρυφο μέρος του ποταμιού. Επειδή όμως η πρόσβαση προς τον μύλο την εποχή εκείνη είχε γίνει δύσκολη, λόγω των κατολισθήσεων, ο μυλωνάς είχε λίγη δουλειά και με το ζόρι έβγαζε το ψωμί του. Σκέφθηκε λοιπόν να παρατήσει τον μύλο και να πάει σ’ άλλο μέρος να δουλέψει σ’ άλλον μυλωνά. Μια ημέρα λοιπόν τον έκλεισε, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο μύλος ερήμωσε, όμως κάπου-κάπου πήγαινε κάποιος από την περιοχή που ήταν παλιά πασπαλιάρης (βοηθός μυλωνά) και τον ενεργοποιούσε και έβγαζε το αλεύρι του.
Μια ημέρα καθώς άλεθε ο μύλος, πέρασε κάποιος κυνηγός από την περιοχή και από τις ντουφεκιές του ο πασπαλιάρης τον άκουσε και θέλησε να κρυφτεί. Για να μην τον πάρει χαμπάρι ο κυνηγός, θέλησε να τον τρομάξει. Όταν λοιπόν έφθασε ο κυνηγός κοντά στον μύλο, άκουσε την φτερωτή να δουλεύει και παραξενεύτηκε. Έσπρωξε την πόρτα και είδε το στάρι που έπεφτε και το αλεύρι. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, μιας και δεν υπήρχε ψυχή και ο μύλος είχε ερημώσει. Σε μια στιγμή ακούει πίσω του ένα θόρυβο παράξενο και μόλις βγαίνει έξω από τον μύλο βλέπει επάνω στο μυλαύλακο έναν άνθρωπο ντυμένος με προβιά να περπατάει στα τέσσερα σαν τον ασβό και να χάνεται με κατεύθυνση προς την δέση πάνω στο μυλαύλακο, βγάζοντας μια στριγκλιά.
Ο κυνηγός πάγωσε από αυτό που είδε και το έβαλε στα πόδια δίχως να κοιτάξει πίσω του. Όταν έφθασε στο χωριό είπε τα καθέκαστα μα δεν τον πίστεψαν. Τότε πήρε μια παρέα από φίλους και κατέβηκαν στον μύλο. Όμως εκεί επικρατούσε άκρα ησυχία. Μόνο το κελάρυσμα του νερού ακουγόταν κάτω στο ποτάμι, τα άγρια χόρτα και τα βάτα έκαναν δύσκολη την διάβαση και η πόρτα ήταν ερμητικά κλειστή. Τότε κατάλαβαν ότι ο κυνηγός τους έλεγε ψέματα έβαλαν τα γέλια και γύρισαν πίσω στο χωριό συζητώντας το πάθημά του.
.-.

Στον εγκαταλειμμένο οικισμό Τσερεβούνι, βρίσκεται ένας ακόμη νερόμυλος, ο λεγόμενος Μποσδόμυλος, ή ο μύλος του Χρυσικού.
Πιο κάτω βρίσκεται ο μύλος της Ιεράς Μονής Νοτενών, ο λεγόμενος Μοναστηριακός. Για πολλά χρόνια τον εκμεταλλευόταν ο ονομαστός Νικολετόπουλος σε βάρος του Μοναστηριού.
Κατεβαίνοντας συναντάμε τον μύλο του Καρπέτα που είχε δυο λιθάρια και είχε πάρα πολλή δουλειά. Ο μύλος βρίσκεται επάνω στον δρόμο στον οικισμό Καρπέτα, στα όρια Αχαΐας και Ηλείας στον δρόμο Πατρών Τριπόλεως

(ΣΤΟΥ ΜΕΡΜΗΓΚΑ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ)

Στου μέρμηγκα την πλάτη, (μωρή Κουτσογιώργαινα, έλα τ’ απόγιομα) στης μύγας την ουρά
φορτώσανε τα γεννήματα, και πάνε στον μυλωνά,
να πάνε για ν’ αλέσουν, να φάνε τα παιδιά.
Στο μύλο του Καρπέτα, (μωρή Κουτσογιώργαινα, έλα τ’ απόγιομα) στο μύλο του παπά,
αντάμα πάει η μύγα με τον κυρ- μέρμηγκα.
Στο μυλωνά τ’ αξάι, να πάρει κι η Παναγιά
χάρβαλο, βρίσκουν τον μύλο, (μωρή Κουτσογιώργαινα, έλα τ’ απόγιομα) και τ’ αυλάκια του στεγνά
κι ο μυλωνάς στη δέση να ρίξει τα νερά.
κι η μυλωνού του λείπει, πάει για λάχανα.
Πίσω ματαγυρίσαν (μωρή Κουτσογιώργαινα, έλα τ’ απόγιομα) η μύγα με το μέρμηγκα
Τα δόλια τα παιδιά τους πλαγιάσανε νηστικά.
Μωρή Κουτσογιώργαινα, πού ήσουν τ’ απόγιομα;
.-.

Ο μύλος του Ζαρωμένου βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από του Καρπέτα, όμως δεν είχε πολλή δουλειά και ερήμωσε από παλιά.
Ο Καλφαίϊκος μύλος βρισκόταν δίπλα στο χωριό Κάλφα Αχαΐας.

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΚΑΛΦΑΙΪΚΟΥ

Μια φορά μεταξύ των χωριών Απιδούλα (Κακαρούκα) Ηλείας και Κάλφα Αχαΐας και προς την μεριά του Κακαρούκα ζούσε ένας ξωμάχος, όπου εκεί είχε και το μαντρί του με τα γιδοπρόβατα. Παντρεύτηκε μια κοπέλα και απόχτησε δυο δίδυμα αγοράκια.
Όταν τα παιδιά έγιναν οχτώ χρονών ο πατέρας τους πέθανε από πνευμονία. Η μάνα τους μόνη της στην ερημιά με τα δυο παιδιά της προσπαθούσε να τα ζήση συνεχίζοντας την δουλειά του άνδρα της. Μια καλοκαιρινή ημέρα φόρτωσε τον γάιδαρό της στάρι να πάει ν’ αλέσει στον μύλο που βρισκόταν κοντά στο Κάλφα και στην απέναντι πλευρά του ποταμιού. Άφησε τα παιδιά να προσέχουν τα πρόβατα και τους είπε ότι το μεσημέρι θα επιστρέψει και να μην ανησυχούν. Όμως έπιασε μια δυνατή βροχή και επειδή το ποτάμι έφερε κατεβασιά και ήταν αδύνατον να το περάσει ξαναγύρισε στον μύλο και περίμενα ώσπου να πέσουν τα νερά για να επιστρέψει στο σπίτι της και στα παιδιά της.
Όταν σούρπωσε για τα καλά το ποτάμι πέρασε το γιοφύρι και γύρισε στο σπίτι της. Εκεί όμως δεν βρήκε τα παιδιά της, φώναξε, ξαναφώναξε αλλά τίποτα. Άρχισε να ψάχνει σαν τρελή δίχως να ξέρει τι έχει γίνει. Όμως πουθενά δεν τα εντόπισε. Όλη την νύχτα γύριζε σαν τρελή στα πιθανά σημεία που θα μπορούσαν να βρίσκονται όμως τίποτα, τα παιδιά ήσαν άφαντα.
Το πρωί με το πρώτο φως της ημέρας πήρε τα ίχνη τους που είχαν πατήσει την προηγουμένη ημέρα μετά το πέρας της βροχής. Τα ακολούθησε που πήγαιναν προς το γιοφύρι. Όμως εκεί και προς την μεριά του σπιτιού της σταματούσαν τα πατήματα. Κατάλαβε ότι τα παιδιά πρέπει να πέρασαν όταν το νερό είχε υπερχειλίσει το γιοφύρι και τα πήρε το ποτάμι. Άρχισε να ψάχνει στις όχθες του ποταμού σαν τρελή και να φωνάζει και να κλαίει μέρα νύχτα μέχρι που να τα βρει. Ώσπου κάποια μέρα χάθηκαν και αυτής τα ίχνη.
Λέγεται ότι πολλές φορές ακούγεται η φωνή της μέσα στη ρεματιά να κλαίει και να φωνάζει τα παιδιά της.

Η ΝΕΡΑΙΔΑ

Μια φορά, σ’ ένα λαγκάδι ένας τσοπάνης κατέβαζε τα πρόβατά του τους καλοκαιρινούς μήνες κάθε μεσημέρι και τα πότιζε. Εκεί έκανε και μεσημέρι (στάλιζε) τα πρόβατα και όταν έπαιρνε το απόγευμα, τα σκάριζε (πήγαινε για βοσκή). Μια ημέρα καθώς κοιμότανε κάτω από τους παχιούς ίσκιους των πλατάνων, άκουσε δίπλα του κάτι πατήματα. Άνοιξε σιγά – σιγά τα μάτια του και κοίταξε δίπλα του. Είδε μια κοπέλα ντυμένη σαν νύφη να παίζει στο ποτάμι με τα νερά και δίπλα είχε απλώσει σ’ ένα θάμνο ένα ολόλευκο μαντήλι. Μόλις ξύπνησε για τα καλά πατάχθηκε σαν ελατήριο από την θέση του. Η κοπέλα μόλις τον είδε το έβαλε στα πόδια δίχως να πει κουβέντα. Τότε αυτός πήγε δίπλα στον θάμνο και πήρε το μαντήλι που ήταν απλωμένο να στεγνώσει και άρχισε να το περιεργάζεται, μιας και δεν το είχε ξαναειδεί.
Καθώς το περιεργαζόταν βλέπει πάλι την κοπέλα να έρχεται σιγά–σιγά κοντά του με επιφυλάξεις, αυτός την κοίταζε με ανήσυχο βλέμμα, καθώς πλησίαζε και χάζευε με την ομορφιά της. Η κοπέλα τότε του μίλησε με γλυκά λόγια και του ζήτησε το μαντήλι της. Αυτός όμως θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θεώρησε ότι δεν πρέπει να της το δώσει. Η κοπέλα επέμενε παρακαλώντας τον να της το δώσει οπωσδήποτε, μα ο τσοπάνος ήταν ανένδοτος.
Από τα πολλά τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι του το βράδυ επιμένοντας, αυτός όμως την αγάπησε και σκέφθηκε ότι αν δεν της δώσει το μαντήλι αυτή δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από κοντά του. Πέρασε πολύς καιρός και η κοπέλα τον παντρεύτηκε και ακόμη δεν είχε πάρει το μαντήλι της. Όμως συνέχιζε να του το ζητά λέγοντας ότι αυτό είναι η καλή της τύχη. Ο άνδρας της όμως δεν της το έδινε. Έπειτα από πολλά χρόνια είχαν αποκτήσει και δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι που ήσαν και αυτά πανέμορφα σαν την μάνα τους.
Μια ημέρα όμως στάθηκε μοιραία για τον τσοπάνο. Έγινε μια παρεξήγηση στο χωριό πάνω στο χορό με την κοπέλα της από κάποιον νέο που την πρόσβαλε και ο αδερφός της ζήτησε το λόγο και τότε αυτός τον μαχαίρωσε, ευτυχώς ελαφρά. Ο πατέρας του έβγαλε τότε το μαντήλι που είχε πάνω του και το έδωσε στην μάνα του για να του δέσει την πληγή. Αυτή όμως αντί να δέσει την πληγή του παιδιού της, μόλις έπιασε το μαντήλι στα χέρια της έλαμψε το πρόσωπό της και σαν σπίθα της φωτιάς που ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε ν’ ανεβαίνει και αυτή και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε. Ο κόσμος την έβλεπε και σταυροκοπιόταν με αυτό το πρωτοφανές θέαμα. Όταν γύρισαν έπειτα από λίγο να ιδούν το τραυματισμένο παιδί, έκπληκτοι είδαν ότι η πληγή του ήταν γιατρεμένη και μόνο ένα μικρό σημάδι φαινόταν.
Τότε κατάλαβαν οι χωριανοί ότι η κοπέλα ήταν νεράιδα και έφυγε όταν κατάφερε να πάρει το μαντήλι της.
.-.

Στο χωριό Μαζαράκι του δήμου Πηνείας ήταν ο μύλος του Βασίλη Βασιλόπουλου και στο χωριό Λάττα του δήμου Πηνείας, ο μύλος του Κουνέλη. Πιο κάτω, στο χωριό Αγραπιδοχώρι ο μύλος του Νικολακόπουλου ή Καραμπίνη, κάτω από την Αρμάτοβα.

Στα αρχεία του Συμβολαιογράφου Μυρτουντίων Βελισάριου Κατσίνα βρίσκεται το κατωτέρω συμβόλαιο με χρονολογία 15 Ιουλίου 1844 και αριθμό ευρετηρίου 894 που αφορά το νερόμυλο της Αρμάτοβας:
«…Υπό του Π. ενοικιάζεται εις τον Χ. δι’ ενός έτους νεροαλευρόμυλος εις θέσιν Αρμάτοβα του Αγραπιδοχωρίου Πηνιαίων αντί 80 βατσελιών αραβοσίτου και 35 βατσελιών σίτου αξίας του μεν αραβοσίτου 3,50 δραχμές το βατσέλι, του δε σίτου 6,50 δραχμές το βατσέλι. Ο Χ. υποχρεούται να κατασκευάση τον μύλον ώστε να αλέθη. Επίσης να επισκευάση και τον ρύακα του μύλου. Επίσης υποχρεούται ο Χ. να θρέψη έναν χοίρον του Π., ένα ζευγάρι γάλους και να του αλέθη 40 βατσέλια σίτον χωρίς να παίρνη αξάι.
Το ύδωρ του ρύακος από την 1ην Μαΐου μέχρι 14 Σεπτεμβρίου, από τον σκάρον λεγόμενον έως την ανατολήν του ηλίου, ήτοι όλην την νύκτα θέλει το έχει ο ενοικιαστής, από δε την ανατολήν έως τον σκάρον, ήτοι όλην την ημέραν, θα παίρνη το ύδωρ όστις δήποτε θέλει προς χρήσιν του ελευθέρως». (περιληπτικά)
.-.

Κατεβαίνοντας προς τα Καλυβάκια συναντάμε το μύλο του Κουλούρη που ήταν παππούς των Κουλουραίων που έχουν την επιχείρηση με υαλοπίνακες στην Αμαλιάδα. Ο Μύλος στο χωριό Μπαλή, ονομαζόμενος Μπαλαίϊκος μύλος. Του Κότσιφα ο μύλος στον Άγιο Ηλία Πηνείας μεταξύ Λουκάβιτσας που αργότερα τον δούλευε κάποιος ονόματι Σουγλέρης (μαρτυρία Νίκος Σπηλιόπουλος Άγιος Ηλίας). Ο Μύλος στο Μπορσαίικο, από εκεί από το ποτάμι, που τον διαχειρίζεται ο Διονύσιος Παναγόπουλος ή Δημητρέλος, κάποια εποχή τον είχε ο Αριστείδης Μέντης.
Μέσα στο χωριό Κέντρο (Ιμάμ – Τσαούση) ήταν ο μύλος των Διονυσίου και Γεωργάκη Γεωργακόπουλου ή Καρλή. Ο μύλος του Πέτρου Ανδρικογιαννόπουλου ήταν στο δρόμο Άγιος Δημήτριος προς Κέντρο, στην διασταύρωση προς Κολοκυθά, πεντακόσια μέτρα περίπου προς το ποτάμι στην δεξιά πλευρά. Σ’ αυτό τον μύλο είχε δουλέψει πασπαλιάρης και ο περιβόητος λήσταρχος Κωνσταντίνος Πανόπουλος από την Κλειτορία (Μαζέϊκα Καλαβρύτων).
Ο Κοκλακαίϊκος μύλος, ή ο μύλος του Καραθανάση επί Τουρκοκρατίας παρά το χωριό Κόκλα (Πηγάδι). Μύλος υπήρχε και στο χωριό Μαρκόπουλο. Παλιόμυλος λέγεται τοποθεσία στο χωριό Καλύβια Ήλιδας μεταξύ του χωριού και του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Ήλιδας. Επίσης προς το χωριό Τραγανό υπάρχει άλλη τοποθεσία που λέγεται «Παλιόμυλος» και εκεί εικάζεται ότι παλιά ήταν μύλος. Ο μύλος του Χασάναγα στο χωριό Τραγανό, ήταν ο πιο ονομαστός μετά από αυτόν του Μουσουλούμπεη.

Περίοδος Γ΄
Αριθ. 24
Προσωρινή διοίκησις της Ελλάδος

Προς το Έξοχον υπουργείον της Οικονομίας.

Το επαρχείον Γαστούνης μετά των εκτιμητών και δημογερόντων εις έλλειψιν των επιστατών και των προσεξόδων.

Γνωστοποιηθείσης ότι κατά τον περί εκποιήσεως Νόμον υπ’ αριθ. 32 και κατά την υπ’ αριθ. 3997 διαταγήν του Εξόχου τούτου Υπουργείου γενομένης δημοπρασίας, προσεφέρθη παρά του ευγενεστάτου Κυρίου Γεωργίου Σισίνη τελευταία τιμή δια τα ακολούθως σημειωθέντα εθνικά φθαρτά κτήματα ταύτης της Επαρχίας (δηλαδή): Δια τον μύλον εις το χωρίον Μαρκόπουλον γρόσια 6.000, δια τον άλλον του ποτέ Χασάναγα εις το χωρίον Τραγανόν γρόσια 12.000, δια τον άλλον ονομαζόμενον της Νεράντζης γρόσια 3.000, δια τον άλλον εις Καλύβια Παλιόπολης γρόσια 5.000, δια τον έτερον εις Μουσουλούμπεη γρόσια 8.000, δια τον έτερον εις Μπρούμα γρόσια 5.000, δια τον άλλον εις Παλιομπαρμπάσαινα γρόσια 12.000, δια τον χαλασμένον της Γαστούνης γρόσια 1.900, δι’ όμοιον της Κελεβής γρόσια 1.600, δι’ όμοιον του Πυρί γρόσια 1.000, δι’ όμοιον των Ισουφακιά εφέντη και Αρίφαγα δια γρόσια 2.000, δι’ όμοιον εις χωρίον Καγκάδι γρόσια 900, δια τον έτερον εις το χωρίον Ψάρι γρόσια 1.000, συμποσούμενοι όλοι οι μύλοι δέκα πέντε δια γρόσια ως άνωθεν 60.900.
Προς τούτοις δε και δια εργαστήρια δέκα πέντε από του μύλου του Ισούφη το πηγάδι έως εις τον φούρνον του Σεμπετήμπεη, όπου κατοικεί ο Σπήλιος γρόσια 1.000. Έτι δε και δια τον φούρνον πλησίον εις του Μουσουρλού, κολλητά με τα δύο εργαστήρια γρόσια 2.800. Ακόμα δε και δια τα εργαστήρια, που είναι εγγύς του Αχμέτ εφέντη μαζί με του Μεχμέτ γρόσια 1.800 και δια τον έτερον φούρνον του Μουχατίμπεη γρόσια 1.000. Προσέτι δε και τα δύο εργαστήρια του Χασάν εφέντη με την περιοχήν τους γρόσια 2.000 και δια τον ανεμόμυλον του Τρουμπέ γρόσια 2.000 και ούτως συμποσούνται τα ειρημένα γρόσια 78.700. Όθεν ειδοποιείται το Έξοχον Υπουργείον να ενεργήση την τελευταίαν πώλησιν κατά τον περί εκποιήσεως Νόμον προς ασφάλειαν του.
Εν Γαστούνη 25 Οκτωβρίου 1824
Ο Έπαρχος Γαστούνης
Ανδρέας Καλαμογδάρτης
Οι εκτιμηταί Ο αρχιτέκτων
Δ. Ταγκόπουλος Κάρολος Δρακόπουλος
Οι Δημογέροντες
Διαμ. Δημακόπουλος
Κών. Σταντούκος
.-.

Στο χωριό Αγία Μαύρα (Σαμπάναγα) του δήμου Τραγανού υπήρχε ο ονομαστός μύλος του «Νεράντζη», ή «Νεραντζάκη», πρόγονοι της οικογένειας Νερατζάκη. Στον Κόροιβο (Κελεβή) ο ομώνυμος μύλος. Ο μύλος του Μουσουλού ή Μουσουρλού βρισκόταν δίπλα, στο χωριό Λευκοχώρι (Μουσουλούμπεη). Ήταν ο πιο ονομαστός μύλος και ο οποίος είχε την περισσότερη πολλή δουλειά στην περιοχή του κάμπου.
Μεταξύ Καβασίλων και Γαστούνης κάπου διακόσια μέτρα πιο κάτω ήταν ένας μύλος, του «Γιαβούλη», ή «Παλιόμυλος». Πιο κάτω από του Γιαβούλη ο μύλος του Ισουφακιά εφέντη και πιο κάτω ο μύλος του Αρίφαγα. Από πληροφορίες γνωρίζουμε ότι στο Βαρθολομιό, λίγο πιο κάτω από την γέφυρα ήταν ο μύλος του Σέρμου (ή Γέρμου ή Έρμου).

Λογαριασμός του χρηματοδότου και γενικού διαχειριστού του Σεϊνδάγα, Γεωργάκη Αυγερινού:
«…Η αποκοπή του μύλου………………………..γρόσια: 3550
Έξοδα εις την δέση και γεφύρια………..………..γρόσια: 3311
Σύνολον…………………………………………… γρόσια: 6861

Επιάσαμε δια εννέα μήνους όπου αλέσαμε…… γρόσια: 2150
Υπόλοιπο…………………………………………. γρόσια: 4711
Δια τον παρόν λογαριασμόν εκόψαμε τον λογαριασμόν εις –1816 μαρτίου 13– και του έδοσα ταχβίλι
Σεινδάγας λελές»
.-.

Τα νερά του ποταμού είχαν αναλάβει να τα διαχειρίζονται οι νερουλάδες ή νεροφύλακες. Ο τούρκικος νόμος περί διάθεσης των υδάτων των ποταμών έλεγε ότι το μερίδιο του νερού θα είναι δύο προς ένα. Τα δύο μερίδια θα τα έχει όποιος έχει την δέση (δεξαμενή συλλογής του νερού) πιο πάνω στην κοίτη του ποταμού, ενώ αυτός που ήταν πιο κάτω θα παίρνει το ένα μερίδιο του νερού ή η αναλογία διαχειριζόταν με τις ώρες.
Κατά το τέλος της Τουρκοκρατίας ο Αβδούλ Αγάς, αγάς του χωριού Κακοτάρι, χρησιμοποίησε τα νερά του Πηνειού φτιάχνοντας φράγμα (δέση) στη θέση «πετρωτό» εκεί που είναι το γεφύρι.
Όμως κάποιος Μποτζολής έφτιαξε δέση πιο πάνω στη θέση Διπόταμο και με καρούτες (ξύλινες σωλήνες, σε σχήμα U). Σύμφωνα λοιπόν με τον τουρκικό νόμο ο Μποτζολής είχε περισσότερα δικαιώματα επί των υδάτων από τον αγά του Κακοταρίου. Ο αγάς εφόσον δεν είχε νερό να καλλιεργήσει, πήρε μια ομάδα από καβαλαραίους και πήγε στην δέση του Μποτζολή. Εκεί Μποτζολής και αγάς ήρθαν σε ρήξη. Ο αγάς κατέβηκε από το άλογο και κάτω από την απειλή των όπλων, έβγαζε μία–μία τις τρίχες από το μουστάκι έτσι για να τον φοβίσει. Ο Μποτζολής κατέφυγε στον καδή της περιοχής και κατήγγειλε το γεγονός. Τότε ο Αβδούλ αποφάσισε και έφτιαξε ένα τεράστιο για την εποχή εκείνη αρδευτικό έργο, αρδεύοντας τον κάμπο της Μπουκούτας, εφόσον έπιασε τα νερά από τις πηγές της Κερέσοβας. Πράγμα αδύνατον για τον κάθε ιδιώτη την εποχή εκείνη να πραγματοποιήσει τέτοιο έργο.

ΓΕΦΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΚΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

1. Το Δερβιναίικο γιοφύρι, βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το χωριό Κρυόβρυση (Δερβινή) του δήμου Λασιώνος.
2. Κάτω από του Ξύβουνι είναι ένα παλιό γιοφύρι και υπήρχε ένας μύλος ο λεγόμενος του Διπόταμου λόγω ότι εκεί ενώνονται τα δυο λαγκάδια και το γεφύρι λεγόταν της Διποταμιάς, σήμερα υπάρχουν μόνο τα ίχνη των δύο ποδιών στις όχθες του ποταμού.
3. Δίπλα σήμερα βρίσκεται ένα πρόχειρο ξύλινο πέρασμα μόνο για ανθρώπους και ζώα.
4. Το γεφύρι Πετρωτό που βρίσκεται στο Κακοτάρι ακριβώς κάτω από τον οικισμό Ντιναίικα χτίστηκε από τους Ενετούς.
5. Επί της οδού Πανόπουλου Κακοταρίου στο ποτάμι είναι ένα γεφύρι το οποίο κτίστηκε με χρήματα του Γιάννη Γιαννιά, όπου δίπλα σήμερα έχει γίνει διαπλάτυνση με μπετόν.
6. Πιο κάτω στον εγκαταλειμμένο οικισμό Τσερεβούνι βρίσκεται το γεφύρι του Κουκουλέ.
7. Στον δρόμο Πάτρας – Τριπόλεως και στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας το γεφύρι του Καρπέτα.
8. Στο χωριό Κάλφα μεταξύ χωριού Κάλφα Αχαΐας και Απιδούλας (Κακαρούκα) Ηλείας το γεφύρι το Καλφαίϊκο.
9. Στην Αρμάτωβα στο χωριό Αγραπιδοχώρι της Ηλείας και του δήμου Πηνείας λίγο πιο πάνω από την συμβολή του με τον Πηνειακό Λάδωνα είναι το Αγραπιδοχωρίτικο γεφύρι, σήμερα καλύπτεται από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Πηνειού.
10. Γεφύρι στο Μπαλί σήμερα είναι σκεπασμένο από τα νερά του φράγματος.
11. Το φράγμα του Πηνειού σήμερα χρησιμοποιείται σαν γέφυρα.
12. Ψευτογέφυρα μεταξύ αρχαίας Ήλιδας και χωριού Πηγάδι (Κόκλα) του δήμου Τραγανού.
13. Η σιδερογέφυρα τύπου Μπέλεϋ μεταξύ Αγίας Μαύρας (Σαμπάναγα) και Τραγανού του δήμου Τραγανού.
14. Τρία γεφύρια μεταξύ Γαστούνης και Καβασίλων του δήμου Γαστούνης είναι το γεφύρι της παλιάς εθνικής οδού Πύργου – Πατρών, που κατασκευάστηκε στις 4 – 7 – 1889, το καινούριο επί της Νέας Εθνικής οδού Πύργου – Πατρών και η σιδερένια γέφυρα του σιδηροδρόμου της γραμμής Πύργου – Πατρών.
15. Το γεφύρι είναι αυτό επί του δρόμου Γαστούνης – Βαρθολομιού.
16. Η καινούρια γέφυρα που αντικατάστησε την γέφυρα του Βαρθολομιού
17. Τελευταίο θεωρείται το γεφύρι στις εκβολές του Πηνειού κατασκευασμένο από την παλιά γέφυρα μεταξύ Γαστούνης και Βαρθολομιού, το γεφύρι της Μπούκας, μεταλλική γέφυρα τύπου Μπέλεϋ, μεταφέρθηκε από το Βαρθολομιό.

ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΛΗΕΝΤΑ Ή ΠΗΝΕΙΑΚΟΥ ΛΑΔΩΝΑ Ή ΛΑΓΑΝΕΪΚΟΥ
1. Γεφύρι μεταξύ Κλεινδιά και Πανόπουλου
2. Το γεφύρι της Καριάς παρά το χωριό Καριά του δήμου Ωλένης.
3. Στη σημερινή θέση Γεφυράκια στο χωριό Λαγανά οι κάτοικοι έφτιαχναν πάντοτε ξύλινα γεφύρια για να περάσουν το Λαγαναίϊκο ποτάμι, η ονομασία έμεινε από αυτά.
4. Το γεφύρι της Πηνείας στον δρόμο Αμαλιάδα - Σιμόπουλο, μεταξύ Εφύρας και Σιμόπουλο. Υπάρχει και το παλιό γεφύρι μιας λωρίδας και το καινούριο, ένα σύγχρονο γεφύρι.
5. Στο χωριό Κάμπος (Λουκάβιτσα) του δήμου Πηνείας σώζεται ακόμη το πέτρινο γεφύρι.



Βιβλιογραφία

1. «Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, τεύχος Κ΄, σελίδα 594 Δεκέμβριος 1960
2. «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια, έκδ. Ι.Κ. Παπαθεοδωρόπουλος, άρθρο του Ντίνου Δ. Ψυχογιού, Αθήναι 1958, σελίδα 238,
3. «Από την Ιστορία της Ηλείας», Τάσος Μ. Φιλιππόπουλος, Αχαϊκές εκδόσεις, Πάτρα 1996
4. «Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος 1973
5. «Η Εξομολόγησης ενός πάλαι ποτέ Λήσταρχου προς την Κοινωνία», Κωνσταντίνου Π. Πανοπούλου, Αθήνα 1995
6. «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990
7. «Η Κρυόβρυση της Ηλείας», Παναγιώτη Θ. Παπαθεοδώρου, Πάτρα 2003
8. «Η Τριταία (1100 π. Χ - 1994)» Γ. Α. Πετρόπουλος εκδόσεις CONCEPT, Αθήνα 1994
9. «Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία» τ. Β΄, Ανδρέα Μπούτσικα, Αθήνα 1994
10. «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700 – 1800, Κυρ. Σιμόπουλου, ενάτη έκδοση, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2001
11. «Νερόμυλοι, μελέτη ιστορική & λαογραφική», Λάμπη Λούκου, Πάτρα 1985
12. «Ο Αρματολός Γιαννιάς και Ντελή-Γιώργης Γιαννιάς», Βασίλη Κυριαζή, Πάτρα 1998
13. «Το χωριό μας Αγία Κυριακή, δήμου Λασιώνος Ηλείας», ιερέα Παναγή Παπακυριακόπουλου, Αγία Κυριακή 2006
14. Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου